ανακοινώθηκαν-οι-νικητές-του-νόμπελ-ι-597640
ΚΟΣΜΟΣ | 05.10.2020 | 13:41

Ανακοινώθηκαν οι νικητές του Νόμπελ Ιατρικής

Με το βραβείο Νόμπελ Ιατρικής τιμώνται από κοινού ο Βρετανός Μάικλ Χόουτον και οι Αμερικανοί Χάρβεϊ Άλτερ και Τσαρλς Ράις για «την ανακάλυψη του ιού της ηπατίτιδας C».

Οι τρεις επιστήμονες επιβραβεύονται για την «αποφασιστική συμβολή» τους στον αγώνα για την καταπολέμηση της ηπατίτιδας, «ένα μεγάλο παγκόσμιο πρόβλημα υγείας, που προκαλεί κίρρωση και καρκίνο του ήπατος στον κόσμο», ανακοίνωσε η επιτροπή απονομής των Νόμπελ.

Κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1970, ο Χάρβεϊ Άλτερ, επικεφαλής του Τμήματος Λοιμωδών Νοσημάτων, του τμήματος της Ιατρικής Μεταγγίσεων, στο Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας, μαζί με την ερευνητική του ομάδα, απέδειξε ότι, οι περισσότερες περιπτώσεις ηπατίτιδας μετά από μετάγγιση αίματος δεν οφειλόταν στους ιούς της ηπατίτιδας Α ή Β. Παρά την ανακάλυψη αυτή, οι διεθνείς ερευνητικές προσπάθειες που διεξήχθησαν την επόμενη δεκαετία για την αναγνώριση του ιού, απέτυχαν.

Το 1987, οι Michael Houghton, Qui-Lim Choo και George Kuo της Chiron Corporation, σε συνεργασία με τον Dr. D.W. Bradley από το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων, χρησιμοποίησαν μια νέα προσέγγιση μοριακής κλωνοποίησης για να εντοπιστεί ο άγνωστος οργανισμός και να αναπτυχθεί διαγνωστικός έλεγχος.

Το 1988, όπως αναφέρει η wikipedia.org o Άλτερ επιβεβαίωσε τον ιό, επαληθεύοντας την παρουσία του, σε μια ομάδα δειγμάτων που δεν ανήκαν ούτε στην ηπατίτιδα Α ούτε στην ηπατίτιδα Β. Τον Απρίλιο του 1989, η ανακάλυψη του HCV δημοσιεύθηκε σε δύο άρθρα του επιστημονικού περιοδικού Science. Η ανακάλυψη οδήγησε σε σημαντικές βελτιώσεις της διάγνωσης και βελτίωσε την αντιική θεραπεία.

Το 2000, οι Άλτερ και Χόουτον τιμήθηκαν με το βραβείο Lasker για την Κλινική Ιατρική Έρευνα για «την πρωτοποριακή εργασία που οδήγησε στην ανακάλυψη του ιού που προκαλεί την ηπατίτιδα C αλλά και για την ανάπτυξη μεθόδων ελέγχου που μείωσαν τον κίνδυνο εμφάνισης περιπτώσεων ηπατίτιδας που σχετίζονται με τη μετάγγιση αίματος στις ΗΠΑ από 30% το 1970, σε σχεδόν μηδενικό ποσοστό το 2000.»