γ-σωτηρέλης-θα-αλλάξει-επιτέλους-το-κρ-140722

Γ.Σωτηρέλης*: Θα αλλάξει επιτέλους το κράτος;

Είναι αναμφίβολο ότι ο «μεγάλος ασθενής» στη χώρα μας είναι το κράτος, τόσο ως γενεσιουργός αιτία της κρίσης όσο και ως τροχοπέδη για την αντιμετώπισή της. Αρα, κάθε μεταρρυθμιστική πολιτική που δεν ξεκινάει από αυτό είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Οταν αναφερόμαστε όμως στο κράτος, δεν εννοούμε μόνο το πολιτικό σύστημα, στο οποίο αναφερθήκαμε αναλυτικά στα προηγούμενα άρθρα μας, αλλά και το διοικητικό, το οποίο παρουσιάζει εγγενή και εξίσου κραυγαλέα προβλήματα.

Τα πλέον αρνητικά χαρακτηριστικά του εντοπίζονται αναμφίβολα αφενός μεν στον υπερσυγκεντρωτισμό και τον ανορθολογισμό του, αφετέρου δε, και ιδίως, στη βαθύτατα πελατειακή λογική που το διαπερνά, με αποτέλεσμα την ευνοιοκρατία στη στελέχωση και τη μεροληψία στη δράση.

Ολα αυτά συνθέτουν την εικόνα ενός κράτους το οποίο όχι μόνον δεν κατάφερε, έστω και στοιχειωδώς, να αντιστοιχηθεί στις προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης και της ευρωπαϊκής ενοποίησης, αλλά και συνέβαλε τα μέγιστα στην οικονομική κατάρρευση, λόγω αφενός μεν της πλήρους αναποτελεσματικότητάς του ως προς τη διαχείριση των δημόσιων υποθέσεων, αφετέρου δε λόγω της υπερδιόγκωσής του και της υποταγής του στον συντεχνιασμό, τη διαφθορά και τη συναλλαγή, που μετέτρεψαν το κράτος πρόνοιας σε «κράτος-μαστό», απομυζούμενο από τα πάσης φύσεως ιδιωτικά συμφέροντα.

Ωστόσο, παρά τη συνεχή και μεγαλόστομη ρητορεία περί «μεταρρυθμίσεων», αυτό το προβληματικό κράτος έχει μείνει σχεδόν αλώβητο όλα τα τελευταία χρόνια της κρίσης, συμπεριλαμβανομένης και της προηγούμενης διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ.

Πράγματι, αν εξαιρέσουμε το πρόγραμμα «Καλλικράτης» και ορισμένα σποραδικά –και εν πολλοίς μετέωρα– μέτρα κατά του πελατειακού συστήματος και της αδιαφάνειας, οι υποτιθέμενες μεταρρυθμίσεις εξαντλήθηκαν σε σπασμωδικές και αντανακλαστικές κινήσεις απέναντι στις –συνήθως εξωπραγματικές ή τιμωρητικές– πιέσεις των εταίρων μας, οι οποίες έχουν δυστυχώς προ πολλού υποκαταστήσει την εγχώρια πολιτική.

Ως εκ τούτου, η μεταρρυθμιστική τομή στο διοικητικό μας σύστημα προβάλλει πλέον, επιτακτικότερα από ποτέ, ως το μεγάλο ζητούμενο ενός νέου και μακροπρόθεσμου εθνικού πολιτικού σχεδίου, που θα ενσωματώνει μεν τα συμφωνηθέντα αλλά και θα τα υπερβαίνει, στοχεύοντας επιτέλους στη διοικητική αναθεμελίωση του ελληνικού κράτους. Κι αυτό αποτελεί όρο όχι μόνο για την ανάκτηση της πολιτικής αυτονομίας και της θεσμικής αξιοπιστίας του, αλλά και για την αποτελεσματική διεκπεραίωση μιας κατά το δυνατόν εναλλακτικής πολιτικής ως προς την αντιμετώπιση της κρίσης.

Για να είναι πρόσφορη όμως μια τέτοια μεταρρύθμιση, υπάρχουν κάποιες σοβαρές προϋποθέσεις:

Εν πρώτοις, πρέπει κατανοηθεί ότι ένα μεγάλο μέρος των διοικητικών προβλημάτων του κράτους δεν οφείλεται γενικά και αόριστα σε εξωγενείς παράγοντες, αλλά σε ορισμένες κραυγαλέες παθογένειες του ελληνικού κράτους, οι οποίες απλώς πολλαπλασιάστηκαν και παροξύνθηκαν υπό την πίεση της οικονομικής κρίσης και του «φονταμενταλισμού» των αγορών.

Πρέπει επίσης να ξεκαθαριστεί ότι το κράτος δεν είναι ούτε ουδέτερος ούτε άχρωμος μηχανισμός που μπορεί να αλλάξει με ασκήσεις επί χάρτου. Είναι η πολιτική αποτύπωση συγκεκριμένων κοινωνικών συσχετισμών, όπως αυτοί διαμορφώνονται σε βάθος χρόνου, προσδίδοντάς του συγκεκριμένη θεσμική παράδοση και συγκεκριμένη ιστορικότητα.

Οποιος αγνοεί αυτά τα δεδομένα καταλήγει αναπόφευκτα σε ανιστόρητα και απλουστευτικά αιτήματα για «σύγχρονο» και «αποτελεσματικό» κράτος, παραγνωρίζοντας ότι ένα τέτοιο κράτος ενδέχεται να λειτουργεί σε βάρος των συμφερόντων των ευρέων λαϊκών στρωμάτων που θεωρητικά εκπροσωπεί.

Με αυτά λοιπόν τα δεδομένα, απαιτείται μια νέα συνολική διοικητική αρχιτεκτονική του κράτους, κατά τρόπο ώστε να ανταποκρίνεται πλήρως τόσο στον ρόλο ενός ευέλικτου και αποτελεσματικού «κράτους-στρατηγείου» όσο και στον ρόλο του κοινωνικού κράτους. Αυτό σημαίνει καταμερισμό έργου μεταξύ επιτελικού σχεδιασμού και εκτέλεσης, αποκέντρωση του δεύτερου, αναβάθμιση προσωπικού και λειτουργιών με ευρηματικό τρόπο και αντιγραφειοκρατικές τομές που θα προκαλέσουν στους πολίτες την αίσθηση ότι κάτι επιτέλους κινείται. Ειδικότερα:

  • Κύρια προτεραιότητα είναι ο προσεκτικός διαχωρισμός, σε κάθε υπουργείο, των επιτελικών από τις εκτελεστικές αρμοδιότητες (μετά από προσεκτική χαρτογράφησή τους) και η διατήρηση στα υπουργεία μόνο των πρώτων.
  • Αυτές πρέπει να ανατεθούν σε ολιγάριθμες διευθύνσεις, οι οποίες θα στελεχώνονται με προσωπικό υψηλών προσόντων –και αντίστοιχων ει δυνατόν αμοιβών– που θα αναζητηθεί με ανοιχτό διαγωνισμό μεταξύ όλων των στελεχών του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Οταν βέβαια ολοκληρωθεί αυτή η στελέχωση, οι πάσης φύσεως μετακλητοί σύμβουλοι των υπουργών, που αποτελούν ακόμη μία παθογένεια του ελληνικού πολιτικού συστήματος, πρέπει να περιοριστούν δραστικά.
  • Ολες οι άλλες (ιδίως εκτελεστικές) αρμοδιότητες πρέπει να μεταφερθούν προς τα κάτω, δηλαδή σε φορείς είτε της καθ’ ύλην αποκέντρωσης (δημόσιες υπηρεσίες και νομικά πρόσωπα) είτε της κατά τόπον αποκέντρωσης (δηλαδή στις νέες περιφερειακές και αυτοδιοικητικές δομές, που έχουν ήδη διαμορφωθεί με το πρόγραμμα «Καλλικράτης»).
  • Πέρα από αυτά, απαιτείται και μια ριζική αναβάθμιση των ΚΕΠ, τόσο ως προς τη στελέχωση, με ανοιχτό επίσης διαγωνισμό, όσο και ως προς τη λειτουργία τους, με τη βαθμιαία μετατροπή τους σε ολοκληρωμένα τοπικά διοικητικά κέντρα, που θα διεκπεραιώνουν οιονεί εργολαβικά τις υποθέσεις των πολιτών.
  • Σημαντική, τέλος, πέρα από το αναγκαίο αυτό πολλαπλό bypass της σημερινής αρτηριοσκληρωμένης διοικητικής δομής, θα ήταν και η κατάργηση του προληπτικού συστήματος ελέγχων ως προς την παροχή διοικητικών αδειών (το οποίο πρέπει να αντικατασταθεί, σχεδόν παντού, με αυστηρούς κατασταλτικούς ελέγχους, αλλά και με δρακόντειες ποινές ως προς τους συνυπογράφοντες κατά νόμον τις σχετικές αιτήσεις), προκειμένου να απεμπλακεί το διοικητικό μας σύστημα από γραφειοκρατικές καθυστερήσεις αλλά και από σημαντικές εστίες συναλλαγής και διαφθοράς.

* Ο Γιώργος Χ. Σωτηρέλης είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών – Το άρθρο του δημοσιεύθηκε στην «Εφημερίδα των Συντακτών».