επιστολή-τσίπρα-σε-ευρωπαίους-για-μη-798255
ΠΟΛΙΤΙΚΗ | 01.10.2020 | 19:27

Επιστολή Τσίπρα σε Ευρωπαίους για «μηχανισμό ισχυρών κυρώσεων κατά Τουρκίας»

Επιστολή με αποδέκτες τις κυβερνήσεις της Γαλλίας και της Γερμανίας, τον Πρόεδρο του Ευρωκοινοβουλίου, τους Ευρωσοσιαλιστές πρωθυπουργούς και επιτρόπους και τις προοδευτικές ευρωομάδες, να στηρίξουν «μια δυναμική πολιτική απέναντι στην Τουρκία που να επανεκκινεί με νέους όρους, ισχυρών κυρώσεων και ισχυρής θετικής ατζέντας, τις ευρωτουρκικές σχέσεις» απέστειλε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ -Προοδευτική Συμμαχία, Αλέξης Τσίπρας, σύμφωνα με κομματικές πηγές.

«Μόνο με γενναίες αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για επανεκκίνηση των ευρωτουρκικών σχέσεων με δυναμικούς όρους θα μπορούσαν να προχωρήσουν οι διερευνητικές και να ξαναρχίσει ο διάλογος για το Κυπριακό» επισημαίνει.

«Χρειάζεται ταυτόχρονα να αποφασιστεί μηχανισμός ισχυρών κυρώσεων για την Τουρκία σε περίπτωση που συνεχίσει τις παραβιάσεις των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας και Κύπρου, αλλά και η προοπτική μιας ουσιαστικής θετικής ατζέντας εάν σεβαστεί το διεθνές δίκαιο», αναφέρεται επίσης στην επιστολή.

Υπογράμμισε δε ότι «αν αυτό δεν κατοχυρωθεί, οι διερευνητικές και η επανέναρξη των συνομιλιών για το Κυπριακό, δεν θα έχουν προοπτική».

Η επιστολή εστάλη και στους πρωθυπουργούς της ευρωσοσιαλιστικής ομάδας (Δανία, Σουηδία, Φινλανδία, Ισπανία, Πορτογαλία, Μάλτα), στον πρωθυπουργό της Ιταλίας (που στηρίζεται από προοδευτικές δυνάμεις), τον πρόεδρο του Ευρωκοινοβουλίου, Νταβίντ Σασόλι, τον εκτελεστικό αντιπρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Φρανς Τίμερμανς, τον ύπατο εκπρόσωπο της ΕΕ για θέματα Εξωτερικής πολιτικής, Ζοζέπ Μπορέλ, τον επίτροπο Οικονομίας, Πάολο Τζεντιλόνι, καθώς και στους συμπροέδρους όλων των προοδευτικών δυνάμεων στο Ευρωκοινοβούλιο (Αριστερά, Σοσιαλιστές, Πράσινοι) και του Renew (Ευρωομάδα Μακρόν).

Αναλυτικά η επιστολή του Προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΣΥΜΜΑΧΙΑ, Αλέξη Τσίπρα, σε Ευρωπαίους ηγέτες και αξιωματούχους:

Αθήνα, 30 Σεπτεμβρίου 2020

Κ. Πρόεδρε,

Στις 7 Δεκεμβρίου 2017, καλωσόρισα τον Πρόεδρο Ερντογάν στην Αθήνα, τον πρώτο Αρχηγό Κράτους της Τουρκίας που επισκέφτηκε την Ελλάδα μετά από 65 χρόνια. Το μήνυμά μου ήταν σαφές: H Ελλάδα έβγαινε από την κρίση, αφήνοντας πίσω προγράμματα λιτότητας και ανοίγοντας νέες προοπτικές για την οικονομική της ανάπτυξη και τον διεθνή της ρόλο. Η Ελλάδα επρόκειτο να επιλύσει το ονοματολογικό με τη σημερινή Βόρεια Μακεδονία και να γίνει, ξανά, ένας ευρωπαϊκός πυλώνας ειρήνης και σταθερότητας στα Βαλκάνια και στην ευρύτερη περιοχή. Είχε έρθει επιτέλους η στιγμή να ανοίξουμε ένα νέο κεφάλαιο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις στη βάση του αμοιβαίου σεβασμού και του διεθνούς δικαίου, προς όφελος των λαών και των δύο χωρών. Ήταν επίσης απαραίτητο να επανέλθουμε στις συνομιλίες για δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού στη βάση των Αποφάσεων του ΟΗΕ, προς όφελος του λαού της Κύπρου στο σύνολό του –Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων– μια λύση στην οποία είχαμε άλλωστε πλησιάσει, λίγους μήνες πριν, στο Κραν Μοντανά.

Δυστυχώς, η Τουρκία επέλεξε να ακολουθήσει έναν πολύ διαφορετικό δρόμο στα χρόνια που ακολούθησαν, επενδύοντας σε εθνικιστική ρητορική και επιθετικές μονομερείς ενέργειες στη Μεσόγειο και την ευρύτερη περιοχή και μετατρέποντας μνημεία παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, όπως η Αγιά Σοφιά, σε τζαμιά. Η Τουρκία κλιμάκωσε τις παραβιάσεις εναερίου χώρου στο Αιγαίο, υπέγραψε μια παράνομη συμφωνία ΑΟΖ με την Κυβέρνηση της Λιβύης που δεν λαμβάνει υπόψη την υφαλοκρηπίδα της Κρήτης, έστειλε πολεμικά πλοία για να υποστηρίξει την έρευνα υδρογονανθράκων κοντά στο Καστελλόριζο –παραβιάζοντας κατάφωρα τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας στην υφαλοκρηπίδα της–, στήριξε ενεργά προσπάθειες προσφύγων και μεταναστών να περάσουν τα σύνορα στην Ελλάδα και πραγματοποίησε εξορύξεις εντός της ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας. Παρά τις επανειλημμένες ελληνικές προτάσεις, η Τουρκία συνέχισε να αρνείται την επανέναρξη διερευνητικών συνομιλιών που είχαν σταματήσει τον Μάρτιο 2016 και αποδέχτηκε την επανέναρξη των συνομιλιών για στρατιωτικά Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, μόνο μετά την τελευταία επίσκεψή μου στην Άγκυρα τον Φεβρουάριο 2019.

Είναι σαφές ότι η επιστροφή του Τουρκικού ερευνητικού πλοίου και των πολεμικών πλοίων στην Τουρκία, καθώς και η ανακοίνωση της επανέναρξης των διερευνητικών συνομιλιών σε συνέχεια μιας εντατικής διπλωματικής προσπάθειας από τη Γερμανική Προεδρία, αποτελεί θετικό βήμα και σημαντική ευκαιρία για την προώθηση του διαλόγου, που δεν πρέπει να χαθεί. Είναι, επίσης, ιδιαίτερα σημαντικό ότι και η Ελληνική Κυβέρνηση και ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ –ως αξιωματική αντιπολίτευση– είναι προσηλωμένοι στη στήριξη των διερευνητικών για την οριοθέτηση ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδας, με σκοπό να συμφωνήσουν σε προσφυγή στην Χάγη, εάν δεν βρεθεί λύση διμερώς.

Αλλά θα αποτελούσε σοβαρό λάθος εκ μέρους της ΕΕ να θεωρήσει ότι απλά και μόνο η επανεκκίνηση ενός εύθραυστου ελληνοτουρκικού διαλόγου, ειδικά υπό την σταθερή απειλή της επιστροφής Τουρκικών πολεμικών πλοίων, αποτελεί βιώσιμο πλαίσιο για την έξοδο από την κρίση και την προώθηση της ειρήνης, σταθερότητας και ασφάλειας στην περιοχή. Ειδικά δεδομένης της εντατικοποίησης των εξορυκτικών επιχειρήσεων της Τουρκίας εντός της ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Ο μόνος τρόπος που ο ελληνοτουρκικός διάλογος μπορεί να αποδειχτεί βιώσιμος, είναι αν βασιστεί σταθερά στην αναζωογόνηση του ευρωτουρκικού διαλόγου υπό νέους όρους. Αυτοί οι όροι –που δεν πρέπει να οδηγήσουν στην ακύρωση της «παγωμένης» τουρκικής ενταξιακής διαδικασίας– πρέπει να συμπεριλαμβάνουν την υιοθέτηση ενός ισχυρού μηχανισμού επιβολής σειράς κυρώσεων εφόσον η Τουρκία συνεχίσει να παραβιάζει τα κυριαρχικά δικαιώματα των κρατών-μελών της ΕΕ. Στους νέους αυτούς όρους πρέπει να συμπεριλαμβάνεται, επίσης, μια περιεκτική θετική ατζέντα που θα αφορά: τον εκσυγχρονισμό της τελωνειακής ένωσης, την οικονομική συνεργασία, την εφαρμογή και επικαιροποίηση της Δήλωσης ΕΕ-Τουρκίας, καθώς και έναν στρατηγικό διάλογο για περιφερειακά θέματα, εάν η Τουρκία αποφασίσει να αφήσει πίσω της τις μονομερείς παράνομες ενέργειες και προκλήσεις. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως αν η Τουρκία επιλέξει τον πρώτο δρόμο, η επιλογή της θα έχει κόστος, όχι μόνο για την ίδια αλλά και για την ΕΕ. Αλλά, επίσης, δεν υπάρχει αμφιβολία για τα αμοιβαία οφέλη της δεύτερης επιλογής, όπως είδαμε κατά την προσφυγική κρίση του 2015-2016. Ας μην ξεχνάμε ότι η θετική ευρωτουρκική ατζέντα εκείνης της περιόδου έδωσε δυναμική στις συνομιλίες για το Κυπριακό, ενώ η κατάρρευση αυτής της θετικής ατζέντας μετά την απόπειρα πραξικοπήματος το 2016 στην Τουρκία, συνεισέφερε σημαντικά στην αποτυχία τους.

Σαφώς, ο πιο εύκολος δρόμος δεν περιλαμβάνει ούτε την επένδυση σε μια φιλόδοξη θετική ευρωπαϊκή ατζέντα για την Τουρκία, ούτε την υιοθέτηση ενός συμπαγούς Ευρωπαϊκού μηχανισμού κυρώσεων. Σαφώς, ο πιο εύκολος δρόμος είναι: η διατήρηση των συχνά ευαίσθητων αλλά συνάμα πολύτιμων διμερών ισορροπιών με την Τουρκία σε εθνικό επίπεδο, η ανάδειξη της επανεκκίνησης των διερευνητικών συνομιλιών ως «αρκετά καλό αποτέλεσμα» (“good enough”) και η διατήρηση ενός χαμηλής έντασης ευρωτουρκικού διαλόγου με χαμηλές προσδοκίες. Ένας άλλος εύκολος δρόμος είναι η στήριξη είτε της θετικής ατζέντας, είτε του μηχανισμού κυρώσεων, ανάλογα με τα εθνικά συμφέροντα του καθενός, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η λεπτή ισορροπία που απαιτείται για μια αποτελεσματική σχέση με την Τουρκία. Αυτές οι επιλογές δεν θα οδηγήσουν, δυστυχώς, μόνο στην αποτυχία των ελληνοτουρκικών διαβουλεύσεων και στην επιστροφή της κρίσης, καθώς και σε μια νέα, δαπανηρή κούρσα εξοπλισμών στο Αιγαίο, αλλά θα θέσουν σε κίνδυνο και την επανεκκίνηση των συνομιλιών για το Κυπριακό κατά την επόμενη περίοδο. Είναι πιο σημαντικό από ποτέ να αναδείξουμε σε παγκόσμιο επίπεδο, ότι η ΕΕ είναι αποφασιστική στην προστασία των κρατών-μελών και των αξιών της, αλλά και αρκετά διορατική για να αναπτύξει τις σχέσεις της με έναν σημαντικό εταίρο για την επίλυση των παγκόσμιων και περιφερειακών προκλήσεων της εποχής μας.

Η ΕΕ βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι, όπου οφείλει να αφήσει πίσω της μια δεκαετία κρίσεων, αναποφασιστικότητας, εθνικής περιχαράκωσης και διάσπασης, για το καλό των λαών της Ευρώπης και της περιοχής. Αντιμετωπίζοντας τις σοβαρότατες συνέπειες της παγκόσμιας πανδημίας με την απόφαση για το Ταμείο Ανάκαμψης, η ΕΕ έκανε σημαντικά βήματα μπροστά προς αυτήν την κατεύθυνση. Είναι εξίσου απαραίτητο, η ΕΕ να πραγματοποιήσει γενναία βήματα στην αναθεώρηση του Κοινού Ευρωπαϊκού Συστήματος Ασύλου στη βάση μιας πραγματικής και αποτελεσματικής αλληλεγγύης, βάζοντας τέλος στην απαράδεκτη κατάσταση που υφίσταται στα ευρωπαϊκά σύνορα, συμπεριλαμβανομένου του Αιγαίου. Δυστυχώς, το Σύμφωνο που πρότεινε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν κινείται σε αυτήν την κατεύθυνση.

Κατά τον ίδιο τρόπο είναι σήμερα πιο σημαντικό από ποτέ η ΕΕ να αναλάβει τις μεγάλες ευθύνες της στην αναζωογόνηση του ευρωτουρκικού διαλόγου με νέους όρους.

Ελπίζω για την υποστήριξη και δραστηριοποίησή σας σε αυτό το πλαίσιο, ως ηγέτης που πιστεύει στον ρόλο που πρέπει να έχει η Ευρώπη στην προώθηση της παγκόσμιας και περιφερειακής ειρήνης, σταθερότητας και ανάπτυξης.

Αλέξης Τσίπρας

Αρχηγός Αξιωματικής Αντιπολίτευσης

Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ

πρώην Πρωθυπουργός