το-25-των-εμπορικών-επιχειρήσεων-άρχισ-593041
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ | 22.02.2019 | 14:55

“Το 25% των εμπορικών επιχειρήσεων άρχισε να λειτουργεί την τελευταία δεκαετία”

Στο 11% φθάνει η συνεισφορά του εμπορίου στο ΑΕΠ της χώρας, ενώ καταγράφεται αύξηση του Γενικού Δείκτη Κύκλου Εργασιών (ΔΚΕ) στο λιανικό εμπόριο κατά 2,1% και ενίσχυση του χονδρικού εμπορίου κατά 7,2%.

Αυτά διαπιστώνει, μεταξύ άλλων, η 18η ετήσια έκθεση της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας (ΕΣΕΕ) για το ελληνικό εμπόριο, που παρουσιάστηκε σήμερα.

Σύμφωνα με αυτή, το εμπόριο παραμένει ο σημαντικότερος εργοδότης της χώρας, με 18% των εργαζομένων στη συνολική απασχόληση και 21% στη μη αγροτική απασχόληση. Το 2018 δημιουργήθηκαν 6.200 νέες θέσεις εργασίας στον κλάδο, ενώ ένας στους πέντε νέους κάτω των 25 ετών που εργάζεται στον μη αγροτικό τομέα απασχολείται στο εμπόριο.

Αναφορικά με τις ΑΕ και τις ΕΠΕ, καταγράφηκε αύξηση, για δεύτερο συνεχόμενο έτος, κατά 7,9% των πωλήσεών τους, αλλά και αύξηση των συνολικών καθαρών κερδών κατά 8,5%.

Σε σχέση με τις μικρομεσαίες εμπορικές επιχειρήσεις, σημαντικό στοιχείο αποτελεί η διαπίστωση πως το 25% των εμπορικών επιχειρήσεων ξεκίνησε τη λειτουργία τους κατά την τελευταία δεκαετία. Την ίδια στιγμή, το 56% των επιχειρήσεων εμφανίζει μείωση του κύκλου εργασιών, το 27% έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς την εφορία, ενώ επίσης 27% των επιχειρήσεων παρουσιάζει οφειλές προς τον ΕΦΚΑ, στοιχεία που παρουσιάζουν σταθερότητα σε σύγκριση με το αντίστοιχο πρώτο εξάμηνο του 2017.

Η Βάλια Αρανίτου, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Κρήτης και διευθύντρια του Ινστιτούτου Μικρομεσαίων Επιχερήσερων ΕΣΕΕ, η οποία επιμελήθηκε και παρουσίασε την ετήσια έκθεση για το 2018, σημείωσε τα εξής:

– Ένα σημαντικό στοιχείο που προκύπτει είναι η άνιση κατανομή της (οριακής) μεγέθυνσης της ιδιωτικής κατανάλωσης και της αύξησης του κύκλου εργασιών στο λιανικό εμπόριο. Όπως διαφαίνεται, μια μικρή μερίδα μεγάλων επιχειρήσεων, οι οποίες συχνά προέκυψαν από εξωτερική ανάπτυξη (συγχωνεύσεις και εξαγορές), κατορθώνει να απορροφά ένα μεγάλο τμήμα κυρίως της ανελαστικής (ενεργούς) ζήτησης (πχ σούπερ μαρκετ).

Δεν είναι βέβαιο εάν αυτή η εξέλιξη οφείλεται στις οικονομίες κλίμακας και στα πολλαπλασιαστικά οφέλη ή στις αλλαγές των προτύπων κατανάλωσης ή ακόμα και σε συνδυασμό των δύο. Στο πλαίσιο αυτής της ιδιότυπης «συγκεντροποίησης» της αγοράς, οι μικρές επιχειρήσεις, που υπέστησαν το βάρος της ύφεσης, δεν μοιάζουν να συντάσσονται με τη σταδιακή επιστροφή στην κανονικότητα, αφού το 56% των επιχειρήσεων της πρωτογενούς έρευνας καταγράφει μείωση του κύκλου εργασιών τους. Τα στοιχεία αυτά φαίνονται σε έναν βαθμό να ερμηνεύουν τις αποκλίσεις που παρουσιάζονται ανάμεσα στον Δείκτη Κύκλου Εργασιών (ΔΚΕ) της ΕΛ.ΣΤΑΤ. και στα στοιχεία πολλών επιχειρήσεων. Σημαντική διαπίστωση της έρευνας είναι ότι, παρότι λιγότερες επιχειρήσεις καταγράφουν αύξηση του κύκλου εργασιών, ο μέσος κύκλος εργασιών αυξάνεται, ενώ μια μικρή μερίδα επιχειρήσεων εμφανίζει ισχυρή ανάκαμψη, μεγεθύνοντας τον κύκλο εργασιών. Ουσιαστικά καταγράφεται μια συγκεντροποίηση του κύκλου εργασιών, η οποία διαφαίνεται ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 και τεκμηριώνει την άνιση διάχυση των θετικών αποτελεσμάτων του κύκλου εργασιών.

– Ένα άλλο συμπέρασμα που εξάγεται είναι ότι το εμπόριο, ενώ παραμένει σταθερά ο μεγάλος εργοδότης της ελληνικής οικονομίας, αρχίζει να συγκεντρώνει σταδιακά υψηλότερα ποσοστά μερικής απασχόλησης (15,7% στο εμπόριο, έναντι του 10,5% στο σύνολο της οικονομίας), ανεξάρτητα από το μέγεθος της επιχείρησης. Μάλιστα, στις μικρές επιχειρήσεις το ποσοστό της μερικής απασχόλησης ανέρχεται στο 18,7% της συνολικής μισθωτής απασχόλησης. Το στοιχείο αυτό φανερώνει αφενός την προσπάθεια προσαρμογής των μικρών επιχειρήσεων στις νέες συνθήκες – ανάπτυξη τουρισμού, μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, αλλαγές του θεσμικού πλαισίου -, αφετέρου την υιοθέτηση νέων πρακτικών, διαφορετικών από αυτές που μας είχαν συνηθίσει ως τώρα. Οι παρατηρήσεις αυτές σκιαγραφούν επίσης τη συμπίεση που υφίσταται ένας κλάδος που επενδύει παραδοσιακά στον άνθρωπο και στις δεξιότητες του.

– Επιπλέον εύρημα της έκθεσης είναι η διατήρηση της θετικής πορείας των ΑΕ-ΕΠΕ του εμπορίου. Οι πωλήσεις αυξάνονται για δεύτερο συνεχόμενο έτος (+7,9%), με τα μικτά κέρδη να αυξάνονται, με μικρότερο όμως ρυθμό, λόγω της αύξησης του κόστους των πωληθέντων αγαθών (8,8%). Εντούτοις, η μεγέθυνση τόσο των πωλήσεων, όσο και η εξέλιξη του μεικτού κέρδους παρουσιάζουν διαφοροποιήσεις εντός των επιμέρους κλάδων του λιανικού εμπορίου. Για παράδειγμα, ο κλάδος των τροφίμων, ποτών, καπνού παρουσιάζει σημαντική μεγέθυνση (+10,2%), σε αντίθεση με τον κλάδο της ένδυσης και υπόδησης, όπου η αύξηση είναι σημαντικά μικρότερη (+3,6%).

Τέλος, ένα συμπέρασμα που συνδέει τα οικονομικά αποτελέσματα των ΑΕ και ΕΠΕ με εκείνα της πρωτογενούς έρευνας του ΙΝΕΜΥ είναι πως οι περισσότερες δυναμικές επιχειρήσεις εντοπίζονται στον κλάδο των τροφίμων, ενώ την ίδια στιγμή ο παραδοσιακός κλάδος της ένδυσης και υπόδησης μοιάζει να βρίσκεται σε κόπωση. Στο πλαίσιο αυτό, δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως οι επιχειρήσεις της ένδυσης και υπόδησης καταγράφουν εξαιρετικά υψηλή συμμετοχή στην ομάδα των αγωνιστών (επιχειρήσεις που έχουν στάσιμο κύκλο εργασιών και καταγράφουν ληξιπρόθεσμα χρέη), ενδεικτικό των πολλαπλών πιέσεων που καταγράφονται στον κλάδο τα τελευταία χρόνια.

Από τα στοιχεία προκύπτει, επίσης, ότι ποσοστό των εμπόρων άνω του 60% αγοράζουν τα προϊόντα που πωλούν από την Ελλάδα, ενώ το 31% των μικρών χρησιμοποιεί ιδιόκτητο ακίνητο κι αυτό μπορεί να ερμηνεύσει, εν μέρει, γιατί αντέχουν οι πολύ μικρές επιχειρήσεις (λόγο αυταπασχόλησης και απουσίας ενοικίου).

Η κ. Αρανίτου σημείωσε ότι το 56% των επιχειρήσεων εμφανίζεται να πήγαν χειρότερα το 2018, αλλά είναι καλύτερο το νούμερο, καθώς ήταν 62% το στοιχείο αυτό για το 2017. Ανέφερε, τέλος, πως το φορολογικό είναι το μεγάλο πρόβλημα των επιχειρήσεων όλων των μεγεθών, όπως και η έλλειψη ρευστότητας και η μείωση της καταναλωτής δαπάνης.

«Το εμπόριο φαίνεται να βρίσκεται σε φάση εγγενούς ρευστότητας. Η δημοσιονομική εξισορρόπηση και η ύφεση που ακολούθησε επιτάχυναν τους επιμέρους μετασχηματισμούς στο λιανικό εμπόριο και ιδιαίτερα στη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα, προωθώντας επί της ουσίας μία “δημιουργική καταστροφή” από τα πάνω. Ωστόσο, αν θεωρήσουμε ότι βρισκόμαστε στην ολοκλήρωση αυτής της μεταλλαγής, οι αντιφάσεις, αντί να αμβλύνονται, μοιάζουν να οξύνονται. Με άλλα λόγια, μοιάζει να εμπεδώνεται ένας ιδιότυπος διυσμός τόσο μεταξύ των μεγάλων και μικρών επιχειρήσεων, όσο και στο ίδιο το οικοσύστημα των μικρών επιχειρήσεων» σημείωσε, κατά την παρουσίαση της έκθεσης, ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ, Γιώργος Καρανίκας.

Όπως είπε, «μεταβατική και κρίσιμη είναι αυτή η εποχή για το εμπόριο, διότι, αν και η πίτα παραμένει στα ίδια επίπεδα και διαφαίνεται μια θετική προδιάθεση, ωστόσο φαίνεται να χάνεται από την αγορά μεγάλο μέρος των μικρομεσαίων επιχειρήσεων κι αναζητούνται τρόποι για να μικρύνει η ψαλίδα στην αγορά που μεγαλώνει υπέρ των μεγάλων».

Από την πλευρά του, ο Γιώργος Αργείτης (ΙΝΕ – ΓΣΕΕ) υπογράμμισε πως αν έχει διασωθεί ο κλάδος μέσα στην κρίση, είναι διότι η κατανάλωση είναι πάνω από το διαθέσιμο εισόδημα. Κι αυτό διότι φαίνεται ότι προτίμησαν οι καταναλωτές να διασφαλίσουν ένα επίπεδο κατανάλωσης διακόπτοντας αποπληρωμές δανείων και οφειλών, την ώρα που ο κλάδος του εμπορίου παράγει χαμηλής αμοιβής εργασίας υπονομεύοντας το μέλλον του.

Ο Νίκος Βέττας (ΙΟΒΕ) σχολίασε πως «είναι λάθος να νομίζουμε ότι έχουμε γυρίσει σε κανονικότητα. Η σημερινή έκθεση παρουσιάζεται σε μια συγκυρία που φαίνεται να έχει ξεκινήσει η ανάπτυξη. Αλλά η ανάκαμψη δεν έχει εκείνα τα δομικά χαρακτηριστικά που θα την οδηγήσουν σε σταθερή ανάπτυξη». Όπως εξήγησε, η στροφή προς τις εξαγωγές έγινε σε μικρό βαθμό και σχετικά αργά σε σχέση με άλλες χώρες που μπήκαν σε προγραμμα όπως η Ελλάδα, ενώ δεν υπήρξε αποτελεσματική μείωση της παραοικονομίας.

Επίσης, ανέφερε ότι το μέγεθος της επιχείρησης και η απασχόληση είναι ένα θέμα που θέλει ενδελεχή μελέτη και τόνισε την ανάγκη οι μικρές επιχειρήσεις να διασυνδεθούν, καθώς και να διασυνδεθεί το ψηφιακό με το παραδοσιακό εμπόριο και το εμπόριο με τον τουρισμό.

Ο Διονύσης Γράβαρης (ΙΜΕ-ΓΣΕΒΕΕ) είπε ότι «ανάκαμψη δεν σημαίνει βιωσιμότητα. Η εικόνα της ελληνικής οικονομία και ειδικά το εμπόριο είναι σαν να έχει βγει από μάχη. Υπάρχουν διαρθρωτικά προβλήματα τα οποία δεν έχουμε λύσει κι έχουν δημιουργηθεί και νέα, όπως ότι αυξήθηκε ο βαθμός συγκεντροποίησης». εμπόριο είναι από την Ελλάδα και πρέπει να βρεθούν τρόποι να αυξηθεί το ποσοτό αυτό και ο Ηλίας Κικίλιας (ΙΝΣΕΤΕ) τόνισε ότι πρέπει να μην θέτει το πολιτικό σύστημα προβλήματα.

«Από την πορεία των χειμερινών εκπτώσεων, φαίνεται ότι υπάρχει στασιμότητα κι αυτό θα πρέπει να προβληματίσει για τα επόμενα βήματα του εμπορίου» επισήμανε με τη σειρά του ο πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου Αθήνας, Σταύρος Καφούνης.