ασφαλιστικό-όλες-οι-αλλαγές-τι-προβ-736482
ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ | 24.06.2021 | 15:36

Ασφαλιστικό: Όλες οι αλλαγές – Τι προβλέπεται για τις επικουρικές συντάξεις

Η δραματική επιδείνωση του δημογραφικού προβλήματος θα σημάνει και την επιδείνωση της αναλογίας ασφαλισμένων προς συνταξιούχους γεγονός που καθιστά το σημερινό ασφαλιστικό σύστημα αναποτελεσματικό. Και άρα προκύπτει η ανάγκη να «μοιρασθεί» ο ασφαλιστικός κίνδυνος και σε άλλες επιλογές

Το νέο σύστημα που καλύπτει πάνω από το 50% του εργατικού δυναμικού των χωρών του ΟΟΣΑ έχει στόχο να διασφαλίσει τη δυνατότητα χορήγησης σύνταξης – με καλές προοπτικές – και στους νέους ασφαλισμένους όπως έγινε και στους γονείς τους.

Με τον τρόπο αυτό περιέγραψαν οι δύο υπουργοί κ. Κ. Χατζηδάκης και Π. Τσακλόγλου τις προσδοκίες του νέου κεφαλαιοποιητικού ταμείου επικουρικής ασφάλισης. Πρόκειται για δημόσιο ταμείο, το οποίο μαζί με την κύρια ασφάλιση συνιστά τον πρώτο πυλώνα του ασφαλιστικού μας συστήματος.

Το σχετικό νομοσχέδιο που ήδη εγκρίθηκε από το υπουργικό συμβούλιο πρόκειται να τεθεί σε δημόσια διαβούλευση από αύριο Παρασκευή και θα κατατεθεί στη Βουλή τις πρώτες ημέρες του Ιουλίου.

Κατά την παρουσίαση οι δύο υπουργοί σημείωσαν τα εξής:

1. Γιατί η κυβέρνηση προχωρά στη συγκεκριμένη μεταρρύθμιση. Επειδή το υφιστάμενο εξολοκλήρου διανεμητικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης λειτουργεί αποτελεσματικά όταν οι εργαζόμενοι είναι πολλοί και οι συνταξιούχοι λίγοι. Κάτι πλέον δεν υφίσταται. Τις δεκαετίες του 1950 και του 1960, η αναλογία εργαζομένων προς συνταξιούχους στην Ελλάδα ήταν πάνω από 4 προς 1. Σήμερα έχει μειωθεί στο 1,7 προς 1. Η αναλογία ασφαλισμένων προς συνταξιούχους επικουρικής ασφάλισης από 2,6 που ήταν το 2020 θα υποχωρήσει στο 1,7 το 2050. Αυτό σημαίνει ότι το 2050 1,9 εκατομμύρια συνταξιούχοι θα μοιράζονται τις εισφορές 3,2 εκατομμυρίων ασφαλισμένων. Ως αποτέλεσμα, προβλέπεται ότι η μέση επικουρική σύνταξη θα μειωθεί από 16% του μέσου μισθού που είναι σήμερα σε λιγότερο από 10% το 2050.

2. Διεθνής εμπειρία. Η εισαγωγή κεφαλαιοποιητικών στοιχείων στο ασφαλιστικό σύστημα δεν αποτελεί ελληνική πατέντα. Σε πάρα πολλές χώρες του ΟΟΣΑ πάνω από το 50% του εργατικού δυναμικού καλύπτεται συμπληρωματικά από κάποιο κεφαλαιοποιητικό πρόγραμμα ασφάλισης, ενώ σε χώρες όπως η Σουηδία, η Φινλανδία, η Ολλανδία, η Δανία, το ποσοστό των εργαζομένων που καλύπτονται από κεφαλαιοποιητικά συνταξιοδοτικά προγράμματα υπερβαίνει το 80%. Επομένως η Ελλάδα προχωρά – έστω και με καθυστέρηση – στον δρόμο που έχουν ακολουθήσει πολλές χώρες προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις παρενέργειες της γήρανσης του πληθυσμού τους.

3. Η χώρα μας ακολουθεί το μοντέλο των ευρωπαϊκών χωρών που φημίζονται για την αποτελεσματικότητα του κοινωνικού τους κράτους, όπως η Σουηδία, η Δανία κ.ά. Στόχος η βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος, η δημιουργία προϋποθέσεων ώστε οι νέοι να πάρουν καλύτερες συντάξεις. Και η διασφάλιση ότι δεν θα υπάρξει καμία περικοπή – καμία αλλαγή στις υφιστάμενες συντάξεις.

4. Ατομικοί «κουμπαράδες». Βασικό χαρακτηριστικό του νέου συστήματος είναι ότι δημιουργούνται ατομικοί λογαριασμοί («κουμπαράδες») από τους οποίους θα καταβληθούν οι μελλοντικές συντάξεις των νέων εργαζομένων. Αντί δηλαδή οι εισφορές των νέων να χρησιμοποιούνται για την πληρωμή της επικουρικής σύνταξης των σημερινών συνταξιούχων, θα αποταμιεύονται και θα επενδύονται, δημιουργώντας ένα αποθεματικό, από το οποίο θα πληρωθούν οι μελλοντικές τους συντάξεις. Οι εισφορές που πληρώνει ο κάθε νέος εργαζόμενος θα πηγαίνουν στη δική του σύνταξη, η οποία θα υπολογίζεται στη βάση του σωρευμένου ποσού εισφορών και αποδόσεων.

Διαβάστε επίσης: Τα πλεονεκτήματα και οι δεσμεύσεις του νέου επικουρικού ταμείου [Παραδείγματα]

5. Ποιους αφορά το νέο σύστημα. Το νέο σύστημα επικουρικής ασφάλισης θα είναι υποχρεωτικό για το σύνολο των μισθωτών και αυτοαπασχολούμενων που εισέρχονται για πρώτη φορά στην αγορά εργασίας από 1η Ιανουαρίου 2022 και είναι υπόχρεοι επικουρικής ασφάλισης (μισθωτοί δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, δικηγόροι και μηχανικοί). Προαιρετικά θα μπορούν να ενταχθούν σε αυτό οι ασφαλισμένοι κάτω των 35 ετών οι οποίοι είτε δεν έχουν υποχρεωτική επικουρική ασφάλιση (π.χ. ένας λογιστής), είτε είναι ήδη ασφαλισμένοι στο υφιστάμενο σύστημα.

6. Εισφορές. Το ύψος των εισφορών για το νέο επικουρικό σύστημα παραμένει ως έχει (6% για τους μισθωτούς και βάσει ασφαλιστικής κλάσης για τους αυτοαπασχολούμενους.

7. Η διαχείριση των κεφαλαίων. Η διαχείριση των ατομικών αυτών λογαριασμών -των ατομικών «κουμπαράδων»- θα γίνεται μέσω ενός νέου δημοσίου φορέα, ενός νέου Ταμείου που θα διοικείται από πιστοποιημένους επαγγελματίες. Θα δημιουργηθεί περιορισμένος αριθμός προσεκτικά σχεδιασμένων επενδυτικών χαρτοφυλακίων, όπου -με επιλογή του ασφαλισμένου και ανάλογα με το προφίλ του- θα επενδύονται τα κεφάλαια του «ασφαλιστικού κουμπαρά» του. Κάθε εργαζόμενος θα μπορεί να έχει τον πλήρη έλεγχο των εισφορών του και των αποδόσεών τους μέσω πρόσβασης από το κινητό ή/και τον υπολογιστή του ανά πάσα στιγμή, όπως συμβαίνει και με το e-banking.

8. Η επικουρική ασφάλιση παραμένει δημόσια. Η νέα επικουρική παραμένει το δεύτερο σκέλος της υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης και θα είναι δημόσια. Το Ταμείο που θα διαχειρίζεται τις εισφορές, που θα ονομάζεται ΤΕΚΑ (Ταμείο Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης) θα είναι Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου. Το ΤΕΚΑ θα υπόκειται σε ισχυρή κρατική εποπτεία και θα επενδύει με αυστηρά και διαφανή κριτήρια.

9. «Παλαιοί» ασφαλισμένοι και σημερινοί συνταξιούχοι. Από τη σχεδιαζόμενη μεταρρύθμιση δεν επηρεάζεται ούτε η καταβολή ούτε το ύψος των επικουρικών συντάξεων του υφιστάμενου συστήματος. Οι υφιστάμενες συντάξεις και οι συντάξεις των ασφαλισμένων που θα συνταξιοδοτηθούν με το ισχύον σύστημα θα εξακολουθήσουν να υπολογίζονται με βάση τους υφιστάμενους κανόνες και δεν πρόκειται να θιγούν.

Τι έδειξαν οι μελέτες

Το νομοσχέδιο συνοδεύουν τρείς μελέτες, αναλογιστική μελέτη από την Εθνική Αναλογιστική Αρχή, μακροοικονομική μελέτη από το ΙΟΒΕ και μελέτη βιωσιμότητας δημοσίου χρέους από τον ΟΔΗΧΧ.

Τα βασικά ευρήματα των μελετών αυτών έδειξαν τα εξής:

Αργή ωρίμανση του νέου συστήματος – Το ποσοστό κάλυψης των ασφαλισμένων από τη νέα επικουρική θα ξεπεράσει το 50% το 2045 και το 90% το 2065. Το αποθεματικό του ταμείου θα φθάσει το 31% του ΑΕΠ στο τέλος της περιόδου αναφοράς (2070).

Το κόστος μετάβασης εκτιμάται σε 300 εκατ. ευρώ –κατά μέσο όρο- κάθε χρόνο για την πρώτη 10ετία εφαρμογής του νέου συστήματος.

Η πραγματική μέση ετήσια επιβάρυνση του προϋπολογισμού για την περίοδο αναφοράς (2022-2070) ίση με 120 εκατ. ευρώ ή, σωρευτικά, 6 δισ. έως το 2070 (= ταμειακό κενό – επιπρόσθετα δημοσιονομικά έσοδα)

Αυτό θα συμβεί καθώς οι απώλειες εσόδων του «παλιού» ταμείου επικουρικής ασφάλισης θα αντισταθμιστούν από τα πρόσθετα δημοσιονομικά έσοδα που θα προκύψουν εξαιτίας της μεταρρύθμισης.

Αύξηση εγχώριων επενδύσεων κατά 0,6% ΑΕΠ μεσοσταθμικά την περίοδο 2022-2070

Ενίσχυση της απασχόλησης (+0,4% το 2070)

Αύξηση ΑΕΠ 6-7% το 2070

Επίπτωση της μεταρρύθμισης στο λόγο Χρέους/ΑΕΠ αμελητέα έως το 2030 και πολύ μικρή έως το 2040.

Τα βασικά πλεονεκτήματα της παρέμβασης, σύμφωνα με το υπουργείο είναι τα ακόλουθα:

  • Οδηγεί σε υψηλότερες επικουρικές συντάξεις για τους νέους ασφαλισμένους, όπως δείχνει η ευρωπαϊκή εμπειρία την οποία ακολουθούμε, με πλήρη διασφάλιση των υφιστάμενων συντάξεων
  • Εισάγει τη λογική του «ατομικού κουμπαρά», δίνοντας στον νέο ασφαλισμένο περισσότερες επιλογές και μεγαλύτερο έλεγχο στο τελικό ύψος της σύνταξής του.
  • Βοηθά στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των νέων προς το ασφαλιστικό σύστημα συνδέοντάς τους με την σύνταξή τους και απαντώντας στην ανησυχία που εκφράζουν πολλοί νέοι ότι «δεν θα πάρω ποτέ σύνταξη»
  • Δημιουργεί καινούρια κουλτούρα αποταμίευσης, με σημαντικά οφέλη για την εθνική οικονομία. Γιατί μέσα από το νέο σύστημα θα δημιουργηθεί και ένας εθνικός «κουμπαράς», οι πόροι του οποίου θα επενδυθούν στην εθνική οικονομία. Οι επενδύσεις σημαίνουν ανάπτυξη, νέες θέσεις εργασίας, αυξημένα έσοδα για το κράτος
  • Ενισχύει τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος αποσυνδέοντας την επικουρική ασφάλιση από τις δυσμενείς δημογραφικές εξελίξεις

Το πρόβλημα

Με το νέο σύστημα επιχειρείται να αντιμετωπιστούν οι παρενέργειες που προκύπτουν από την επιδείνωση των δημογραφικών δεδομένων. Το ισχύον, εξολοκλήρου διανεμητικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης (που προβλέπει ότι οι εισφορές κοινωνικής ασφάλισης των σημερινών εργαζομένων χρηματοδοτούν τις συντάξεις των σημερινών συνταξιούχων) λειτουργεί αποτελεσματικά όταν οι εργαζόμενοι είναι πολλοί και οι συνταξιούχοι λίγοι. Κάτι που συνέβαινε στο παρελθόν, αλλά όχι πια. Η αλλαγή των δημογραφικών συσχετισμών προς το χειρότερο είναι μια πραγματικότητα που αφορά όχι μόνο την Ελλάδα, αλλά και πολλές ανεπτυγμένες χώρες. Τις δεκαετίες του 1950 και του 1960 όταν «χτιζόταν» το ασφαλιστικό σύστημα της Ελλάδας, η αναλογία εργαζομένων προς συνταξιούχων στην Ελλάδα ήταν 4 προς 1. Σήμερα είναι 1,7 προς 1. Η Eurostat εκτιμά ότι το 2030 η Ελλάδα αναμένεται να πάρει από την Ιταλία τα σκήπτρα της πιο γερασμένης χώρας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ειδικά όσον αφορά στην επικουρική ασφάλιση, σύμφωνα με εκτιμήσεις της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής σήμερα 1,2 εκατομμύρια δικαιούχοι επικουρικής σύνταξης μοιράζονται τις εισφορές 3,3 εκατομμυρίων ασφαλισμένων. Το 2050, 1,9 εκατομμύρια συνταξιούχοι θα μοιράζονται τις εισφορές 3,2 εκατομμυρίων ασφαλισμένων. Ως αποτέλεσμα, προβλέπεται ότι η μέση επικουρική σύνταξη θα μειωθεί από 16% του μέσου μισθού που είναι σήμερα σε λιγότερο από 10% το 2050.

Η προτεινόμενη λύση

Για να μην βρεθούν οι νέοι εργαζόμενοι να εισπράττουν χαμηλές επικουρικές συντάξεις, το υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων δρομολογεί τη βαθμιαία μετατροπή του συστήματος επικουρικής ασφάλισης από διανεμητικό σε κεφαλαιοποιητικό.

Βασικό χαρακτηριστικό του νέου συστήματος είναι ότι δημιουργούνται ατομικοί λογαριασμοί («κουμπαράδες») από τους οποίους θα καταβληθούν οι μελλοντικές συντάξεις των νέων εργαζομένων. Αντί δηλαδή οι εισφορές των νέων να χρησιμοποιούνται για την πληρωμή της επικουρικής σύνταξης των σημερινών συνταξιούχων, θα αποταμιεύονται και θα επενδύονται, δημιουργώντας ένα αποθεματικό, από το οποίο θα πληρωθούν οι μελλοντικές τους συντάξεις. Οι εισφορές που πληρώνει ο κάθε νέος εργαζόμενος θα πηγαίνουν στη δική του σύνταξη, η οποία θα υπολογίζεται στη βάση του σωρευμένου ποσού εισφορών και αποδόσεων.

Το νέο σύστημα επικουρικής ασφάλισης θα είναι υποχρεωτικό για το σύνολο των μισθωτών και αυτοαπασχολούμενων που εισέρχονται για πρώτη φορά στην αγορά εργασίας από 1η Ιανουαρίου 2022 και είναι υπόχρεοι επικουρικής ασφάλισης. Πρόκειται για τους μισθωτούς του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα, τους δικηγόρους και τους μηχανικούς.

Προαιρετικά, αν δηλαδή το επιθυμούν, μπορούν να ενταχθούν σε αυτό ασφαλισμένοι κάτω των 35 ετών οι οποίοι είτε δεν έχουν υποχρεωτική επικουρική ασφάλιση (π.χ. ένας λογιστής), είτε είναι ήδη ασφαλισμένοι στο υφιστάμενο σύστημα. Το ύψος των εισφορών για το νέο επικουρικό σύστημα παραμένει ως έχει. Δηλαδή 6,5% μέχρι τα μέσα του 2022 και 6% από εκεί και πέρα.

Η διαχείριση των ατομικών λογαριασμών θα γίνεται μέσω ενός νέου δημοσίου φορέα, (Ταμείο Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης-ΤΕΚΑ) που θα διοικείται από πιστοποιημένους επαγγελματίες.

Θα δημιουργηθεί περιορισμένος αριθμός προσεκτικά σχεδιασμένων επενδυτικών χαρτοφυλακίων, όπου -με επιλογή του ασφαλισμένου και ανάλογα με το προφίλ του- θα επενδύονται τα κεφάλαια του «ασφαλιστικού κουμπαρά» του. Θα υπάρχει η συντηρητική επιλογή, η ενδιάμεση και μια πιο «επιθετική» με στόχο τη διασφάλιση μεγαλύτερων αποδόσεων. Ο ασφαλισμένος θα έχει τη δυνατότητα ανά τακτά χρονικά διαστήματα να αλλάζει την στρατηγική του. Θα μπορεί δε να έχει τον πλήρη έλεγχο των εισφορών του και των αποδόσεών τους μέσω πρόσβασης από το κινητό ή/και τον υπολογιστή του ανά πάσα στιγμή, όπως συμβαίνει και με το e-banking.

Ο νόμος θα προβλέπει έναν μαθηματικό τύπο («ράντα») που θα υπολογίζει το ύψος της σύνταξης με βάση διάφορους παράγοντες, με κυρίαρχο τις ασφαλιστικές εισφορές που θα έχουν συσσωρευτεί στον ατομικό κουμπαρά του κάθε ασφαλισμένου αλλά και την απόδοση που θα έχει εξασφαλίσει.

Δεν τίθεται κανένα θέμα ιδιωτικοποίησης της επικουρικής ασφάλισης. Η νέα επικουρική παραμένει δημόσια. Στο νομοσχέδιο θα προβλέπεται ρητά εγγύηση του Δημοσίου περί μη αρνητικής απόδοσης που σημαίνει ότι κανείς δεν θα πάρει επικουρική σύνταξη χαμηλότερη από αυτή που αντιστοιχεί στις εισφορές που κατέβαλε.

Το πιθανότερο είναι ότι η εγγύηση αυτή να μην χρειαστεί να ενεργοποιηθεί, αν ληφθεί υπόψη η εμπειρία χωρών όπου κεφαλαιοποιητικά ασφαλιστικά συστήματα λειτουργούν για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Στη Σουηδία για παράδειγμα από το 1995, λειτουργούν δυο παράλληλα συστήματα δημόσιας κοινωνικής ασφάλισης. Το ένα, που παρέχει τις κύριες συντάξεις είναι διανεμητικού χαρακτήρα. Το δεύτερο –που αφορά στην επαγγελματική ασφάλιση- είναι κεφαλαιοποιητικό, σαν αυτό που σχεδιάζουμε με τη μεταρρύθμιση. Για την περίοδο 1995-2019 η μέση ετήσια απόδοση για την διανεμητική ασφάλιση ήταν σε πραγματικούς όρους 1,7%, ενώ για την κεφαλαιοποιητική ασφάλιση 4,2%. Με άλλα λόγια, σε αυτή την περίοδο, το κεφάλαιο του διανεμητικού συστήματος αυξήθηκε κατά 52% ενώ αυτό του κεφαλαιοποιητικού κατά 180%.

Διαχειρίσιμο το κόστος μετάβασης- Καμία αλλαγή στις υφιστάμενες συντάξεις

Από τη σχεδιαζόμενη μεταρρύθμιση δεν επηρεάζεται ούτε η καταβολή ούτε το ύψος των επικουρικών συντάξεων του υφιστάμενου συστήματος. Θα αναγράφεται ρητά στο νόμο πως οι καταβαλλόμενες από το «παλιό» Επικουρικό Ταμείο συντάξεις δεν θα θιγούν από τη μεταρρύθμιση και για το λόγο αυτό θα υπάρχουν επιχορηγήσεις από τον προϋπολογισμό προς το «παλιό» ταμείο επικουρικής ασφάλισης. Το ποσό που απαιτείται υπολογίζεται σε 300 εκατ. ευρώ –κατά μέσο όρο- κάθε χρόνο για την πρώτη δεκαετία εφαρμογής του νέου συστήματος. Ποσό απόλυτα διαχειρίσιμο, αν ληφθεί υπόψη ότι ο κρατικός προϋπολογισμός ενισχύει το συνταξιοδοτικό σύστημα με 15 δις. ευρώ σε ετήσια βάση.

Για τη συνολική περίοδο αναφοράς (2022-2070) η πραγματική μέση ετήσια επιβάρυνση του προϋπολογισμού υπολογίζεται στα 120 εκατ. ευρώ (6 δισ. ευρώ σωρευτικά). Το ποσό αυτό προκύπτει εάν από το ταμειακό κενό αφαιρεθούν τα πρόσθετα δημοσιονομικά έσοδα που θα προκύψουν χάρις στη μεταρρύθμιση. Δηλαδή, το «μέρισμα ανάπτυξης» σε μεγάλο βαθμό αντισταθμίζει το ακαθάριστο κόστος μετάβασης αφήνοντας πολύ μικρά κενά που μπορούν εύκολα να απορροφηθούν από τον προϋπολογισμό.

Επομένως η κριτική της αντιπολίτευσης για «δυσβάσταχτο κόστος» είναι απολύτως αβάσιμη. Οι υφιστάμενες συντάξεις και οι συντάξεις των ασφαλισμένων που θα συνταξιοδοτηθούν με το ισχύον σύστημα θα εξακολουθήσουν να υπολογίζονται με βάση τους υφιστάμενους κανόνες και δεν πρόκειται να θιγούν. Η επώδυνη κρίση χρέους της προηγούμενης δεκαετίας δημιούργησε την εντύπωση πώς κάθε ασφαλιστική μεταρρύθμιση ισοδυναμεί με μείωση των συντάξεων. Όμως, οι ασφαλιστικές μεταρρυθμίσεις που γίνονται εγκαίρως και με το βλέμμα στο μέλλον –όπως αυτή που σχεδιάζουμε σήμερα- αποσκοπούν στην αποφυγή της περικοπής των συντάξεων.

Οι τρεις μελέτες (Αναλογιστική, Μακροοικονομική, Ανάλυση Βιωσιμότητας Δημοσίου Χρέους) για τις επιδράσεις της μεταρρύθμισης

Το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων ανάθεσε την εκπόνηση τριών μελετών ώστε να έχει πλήρη εικόνα των επιπτώσεων της μεταρρύθμισης στην οικονομία. Οι μελέτες θα κατατεθούν στη Βουλή μαζί με το νομοσχέδιο.

  • Η αναλογιστική μελέτη, για το κόστος της μετάβασης στο νέο σύστημα και το ρυθμό ωρίμανσής της εκπονήθηκε από την Εθνική Αναλογιστική Αρχή. Από αυτήν προέκυψε ότι το ποσοστό κάλυψης των ασφαλισμένων από τη νέα επικουρική θα ξεπεράσει το 50% το 2045 και το 90% το 2065. Τα στοιχεία για το κόστος μετάβασης αναφέρθηκαν πιο πάνω.

  • Η μακροοικονομική μελέτη, η οποία εκπονήθηκε από το Ινστιτούτο Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), τα βασικά ευρήματα της οποίας είναι τα εξής:

  1. Το αποθεματικό του νέου Ταμείου στο τέλος της περιόδου αναφοράς (2070) εκτιμάται στο 31% του ΑΕΠ

  2. Οι ετήσιες εγχώριες επενδύσεις θα αυξηθούν μεσοσταθμικά κατά 0,6% του ΑΕΠ την περίοδο 2022-2070

  3. Σταδιακή αύξηση ΑΕΠ σε σύγκριση με το σενάριο της μη υλοποίησης της μεταρρύθμισης η οποία θα φτάσει σε ύψος 6-7% στο τέλος της περιόδου αναφοράς (2070)

  4. Ενίσχυση της απασχόλησης, αύξηση ασφαλιστικών εισφορών, άμεσων και έμμεσων φόρων

  • Τέλος, η ανάλυση βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους που εκπονήθηκε από τον Οργανισμό Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ), δείχνει ότι μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 2045 οι επιπτώσεις της μεταρρύθμισης στο δημόσιο χρέος είναι πολύ μικρές.

Τι κερδίζουν οι νέοι από τη μεταρρύθμιση

Από τις μελέτες και τις προβολές που έχον γίνει προκύπτει ότι το νέο σύστημα μπορεί να οδηγήσει σε σημαντικά υψηλότερες επικουρικές συντάξεις σε σχέση με το υφιστάμενο.

Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν, ενώ αυτή τη στιγμή το ύψος της μηνιαίας επικουρικής σύνταξης για μέσο μισθό 1.400 ευρώ και 40 έτη ασφάλισης ανέρχεται σε 235 ευρώ, με το νέο σύστημα η επικουρική σύνταξη μπορεί να φτάσει στα 326 ευρώ με βάση την επαγγελματική διαχείριση των κεφαλαίων του ΕΦΚΑ και στα 479 ευρώ με βάση τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ που έχουν τα κεφαλαιοποιητικά συστήματα με τις υψηλότερες αποδόσεις.

Σε ένα άλλο παράδειγμα, η μηνιαία επικουρική σύνταξη εργαζόμενου που αμείβεται με τον κατώτατο μισθό (650 ευρώ) και διαθέτει 40 χρόνια ασφάλισης διαμορφώνεται με το υφιστάμενο σύστημα στα 153 ευρώ. Με το νέο κεφαλαιοποητικό σύστημα η σύνταξη μπορεί να ανέλθει στα 219 ευρώ, να αυξηθεί δηλαδή κατά 43%, με αποδόσεις ίσες με τον μέσο όρο των κεφαλαιοποιητικών συνταξιοδοτικών συστημάτων των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ. Μπορεί δε να αυξηθεί ακόμα περισσότερο, στα 257 ευρώ (+68% σε σχέση με το υφιστάμενο σύστημα) εάν επιτευχθούν αποδόσεις ίσες με τη μέση ετήσια απόδοση των αποθεματικών του ΕΦΚΑ που διαχειρίζεται το Μικτό Αμοιβαίο Κεφαλαίο της ΑΕΔΑΚ Ασφαλιστικών Οργανισμών.