ε-ε-τ-ερωτήσεις-και-απαντήσεις-για-τον-21344
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ | 02.08.2017 | 13:36

Ε.Ε.Τ: Ερωτήσεις και απαντήσεις για τον εξωδικαστικό μηχανισμό

Ενημερωτικό σημείωμα με ερωτήσεις και απαντήσεις που δίνουν βασικές κατευθύνσεις και λύσεις για τον εξωδικαστικό μηχανισμό, εξέδωσε η Ελληνική Ένωση Τραπεζών.

Συχνές Ερωτήσεις και Απαντήσεις

A. Βασικά στοιχεία της διαδικασίας – Προϋποθέσεις υπαγωγής

1. Τι είναι ο εξωδικαστικός μηχανισμός ρύθμισης οφειλών επιχειρήσεων;

Ο εξωδικαστικός μηχανισμός αποτελεί μια νέα εξωδικαστική κατά βάση συλλογική διαδικασία ρύθμισης και διευθέτησης των οφειλών επιχειρήσεων. Με τον εξωδικαστικό μηχανισμό, όπως προβλέπεται στον Ν. 4469/2017 (ΦΕΚ Α 62/3.5.2017), ρυθμίζεται για πρώτη φορά το σύνολο των χρηματικών υποχρεώσεων βιώσιμων επιχειρήσεων, μέσω της κατάρτισης συμφωνίας ρύθμισης οφειλών με την πλειοψηφία των πιστωτών τους (στους οποίους περιλαμβάνονται τόσο οι ιδιώτες πιστωτές, όσο και ο δημόσιος τομέας, δηλ. το Ελληνικό Δημόσιο, οι Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης και τα λοιπά Ν.Π.Δ.Δ.). Η αίτηση υπαγωγής στη διαδικασία υποβάλλεται στην Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους (εφεξής «Ε.Γ.Δ.Ι.Χ.»), μέσω ειδικής ηλεκτρονικής πλατφόρμας που θα αναπτυχθεί για αυτό το σκοπό, και προϋποθέτει επιτυχή διαδικασία διαπραγμάτευσης μεταξύ της αιτούσας επιχείρησης και των πιστωτών της.

2. Ποια πρόσωπα μπορούν να υπαχθούν στη διαδικασία του εξωδικαστικού μηχανισμού;

Δυνατότητα να υποβάλλουν αίτηση υπαγωγής έχουν:

Τα νομικά πρόσωπα που αποκτούν εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα σύμφωνα με τα άρθρα 21 και 47 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (Ν. 4172/2013, Α΄ 167), εφόσον διαθέτουν φορολογική κατοικία στην Ελλάδα (ενδεικτικά Α.Ε., Ε.Π.Ε., Ο.Ε., Ε.Ε. και Ι.Κ.Ε.)

Τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν εμπορική δραστηριότητα και διαθέτουν πτωχευτική ικανότητα.

Εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του Νόμου οι ελεύθεροι επαγγελματίες και γενικά κάθε πρόσωπο που δεν διαθέτει πτωχευτική ικανότητα. Ενδεικτικά, δεν μπορούν να υποβάλλουν αίτηση υπαγωγής τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν το επάγγελμα του οικονομολόγου, αναλυτή, προγραμματιστή, συμβούλου επιχειρήσεων, λογιστή, φοροτεχνικού, ιατρού, οδοντιάτρου, φυσιοθεραπευτή, δικηγόρου, συμβολαιογράφου, δικαστικού επιμελητή, αρχιτέκτονα, μηχανικού, ερευνητή, αναλογιστή, χημικού, γεωπόνου, σχεδιαστή, δημοσιογράφου, συγγραφέα, διερμηνέα, καθηγητή ή δασκάλου, καλλιτέχνη ή ηθοποιού, σκηνοθέτη και διακοσμητή (βλ. Αιτιολογική Έκθεση του Νόμου, σελ. 3).

3. Ποιες είναι οι προϋποθέσεις υπαγωγής στο Νόμο;

Απαραίτητη προϋπόθεση για την υποβολή αίτησης είναι ο έλεγχος συνδρομής των κριτηρίων επιλεξιμότητας. Τα κριτήρια επιλεξιμότητας καθορίζονται στο Νόμο (βλ. άρθρο 3 Ν. 4469/2017) και είναι τα ακόλουθα:

Ο οφειλέτης σε μία (1) τουλάχιστον από τις τελευταίες τρεις (3) χρήσεις πριν την υποβολή της αίτησης να έχει:

θετικό καθαρό αποτέλεσμα προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων, στην περίπτωση που τηρεί απλογραφικό λογιστικό σύστημα,

θετικά αποτελέσματα προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων ή καθαρή θετική θέση (equity), στην περίπτωση που τηρεί διπλογραφικό λογιστικό σύστημα.

Περαιτέρω, για να υπαχθούν στη διαδικασία του εξωδικαστικού μηχανισμού, τα παραπάνω πρόσωπα θα πρέπει κατά την 31η Δεκεμβρίου 2016 να συγκεντρώνουν μία τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

Να είχαν οφειλή προς χρηματοδοτικό φορέα από δάνειο ή πίστωση σε καθυστέρηση τουλάχιστον 90 ημερών ή οφειλή που ρυθμίστηκε μετά την 1η Ιουλίου 2016. Ως «χρηματοδοτικός φορέας» θεωρούνται: τα πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανομένων εκείνων που βρίσκονται υπό ειδική εκκαθάριση, οι εταιρείες Leasing, Factoring, παροχής πιστώσεων, καθώς και οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις του άρθρου 1 του ν. 4354/2015, εφόσον τελούν υπό την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος ή του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού.

ή

Να είχαν ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τη Φορολογική Διοίκηση ή προς Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης ή προς άλλο Ν.Π.Δ.Δ. (περιλαμβανομένων των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης).

ή

Να είχε βεβαιωθεί η μη πληρωμή επιταγών λόγω μη επαρκούς υπολοίπου κατά το άρθρο 40 του ν. 5960/1933.

ή

Να είχαν εκδοθεί διαταγές πληρωμής ή δικαστικές αποφάσεις λόγω ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων.

Περαιτέρω, για να υπαχθεί μια επιχείρηση στο Νόμο θα πρέπει οι συνολικές προς ρύθμιση οφειλές να υπερβαίνουν το ποσό των 20.000 €.

4. Ποιες προϋποθέσεις θέτει ο Νόμος για τη βιωσιμότητα της επιχείρησης;

Σκοπός του Νόμου είναι η διάσωση μόνο των βιώσιμων επιχειρήσεων, δηλ. εκείνων που έχουν την ικανότητα να διατηρηθούν στην αγορά που δραστηριοποιούνται, να συνεχίσουν την επιχειρηματική τους δραστηριότητα και να δημιουργήσουν κέρδη στο μέλλον (βλ. Αιτιολογική Έκθεση του Νόμου, σελ. 1: «Βασικός σκοπός του νέου εξωδικαστικού μηχανισμού είναι η διάσωση των βιώσιμων επιχειρήσεων»).

Από την άποψη αυτή η εξασφάλιση της βιωσιμότητας του οφειλέτη αποτελεί προϋπόθεση για την υπαγωγή στο Νόμο και την επίτευξη συμφωνίας ρύθμισης.

Κατ’ ακολουθία, τα στοιχεία που αποδεικνύουν τη βιωσιμότητα πρέπει να υποβάλλονται από τον οφειλέτη με την αίτησή του και την περιλαμβανόμενη σε αυτή πρόταση ρύθμισης των οφειλών του.

Κατά τα λοιπά, η βιωσιμότητα της επιχείρησης του οφειλέτη θα ελεγχθεί από τους πιστωτές, οι οποίοι, εφόσον συγκεντρώνουν το 1/3 του συνόλου των απαιτήσεων, μπορούν να αναθέσουν τον έλεγχο σε εμπειρογνώμονα. Στην περίπτωση που η αιτούσα επιχείρηση έχει συνολικές οφειλές άνω των 2.000.000 € ή κύκλο εργασιών, κατά την προηγούμενη της υποβολής της αίτησης χρήση, άνω των 2.500.000 €, ο διορισμός εμπειρογνώμονα είναι υποχρεωτικός.

5. Ποιοι δικαιούνται να εκκινήσουν τη διαδικασία του εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών;

Ο οφειλέτης, με την υποβολή αίτησης στην πλατφόρμα της Ε.Γ.Δ.Ι.Χ.

Το Ελληνικό Δημόσιο, οι Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης ή άλλο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, περιλαμβανομένων των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, καθώς και οι χρηματοδοτικοί φορείς (βλ. ανωτέρω υπό 3) μπορούν επίσης να εκκινήσουν τη διαδικασία ως πιστωτές.

Στη δεύτερη περίπτωση η διαδικασία ξεκινάει με την κοινοποίηση στον οφειλέτη (με δικαστικό επιμελητή ή με συστημένη επιστολή ή με ισοδύναμου τύπου ταχυδρομική επιστολή ή με αυτοπρόσωπη παράδοση), έγγραφης δήλωσης οποιουδήποτε πιστωτή που τον καλεί να υπαχθεί στις διατάξεις του Νόμου, η οποία κοινοποιείται με επιμέλεια του τελευταίου και στην Ε.Γ.Δ.Ι.Χ. Η αίτηση του οφειλέτη θα πρέπει να υποβληθεί εντός δύο (2) μηνών από την ως άνω κοινοποίηση. Ο πιστωτής που προσκάλεσε τον οφειλέτη να εκκινήσει τη διαδικασία, λογίζεται ως συμμετέχων σε αυτή. Αν ο οφειλέτης δεν υποβάλλει αίτηση εντός του διμήνου, δεν δικαιούται να εκκινήσει ο ίδιος τη διαδικασία υπαγωγής του στον Νόμο μεταγενέστερα, εκτός εάν προσκληθεί εκ νέου από τους πιστωτές.

Πάντως, η πορεία της διαδικασίας δεν διαφοροποιείται είτε η αίτηση υποβληθεί απευθείας από τον οφειλέτη, είτε κατόπιν έγγραφης πρόσκλησης των πιστωτών.

6. Μπορεί να υποβληθεί δεύτερη αίτηση υπαγωγής στη διαδικασία του εξωδικαστικού μηχανισμού από την ίδια επιχείρηση;

Όχι. Η αίτηση υποβάλλεται άπαξ και η υποβολή δεύτερης αίτησης από τον ίδιο οφειλέτη αποκλείεται (βλ. άρθρο 4 παρ. 1 Ν. 4469/2017). Συνεπώς, αποκλείεται η υποβολή δεύτερης αίτησης όσο εκκρεμεί η ρύθμιση της πρώτης ή μετά την αποτυχία της διαδικασίας, λ.χ. αν δεν συγκεντρώθηκε το απαιτούμενο ποσοστό απαρτίας των πιστωτών (ποσοστό 50% του συνόλου των απαιτήσεων κατά του οφειλέτη) ή αν δεν επιτευχθεί συμφωνία με την πλειοψηφία των συμμετεχόντων πιστωτών (δηλ. με το 60% των συμμετεχόντων πιστωτών, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται ποσοστό 40% των εμπραγμάτως ασφαλισμένων). Επίσης, αποκλείεται η υποβολή δεύτερης αίτησης αν η διαδικασία κηρυχθεί άκαρπη για οποιοδήποτε λόγο, π.χ. επειδή ο οφειλέτης δεν ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση του συντονιστή για τη συμπλήρωση των στοιχείων του φακέλου, όταν δεν έχει προσκομιστεί εξαρχής το σύνολο των δικαιολογητικών.

7. Μπορεί να υποβληθεί αίτηση αν έχει τελεστεί ποινικό αδίκημα από τον οφειλέτη ή το νόμιμο εκπρόσωπο της επιχείρησης;

Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 3 περ. δ΄ του Ν. 4469/2017, δεν μπορεί να υποβληθεί αίτηση όταν ο οφειλέτης έχει καταδικαστεί αμετάκλητα για:

Φοροδιαφυγή, πλην των περιπτώσεων μη απόδοσης φόρου προστιθέμενης αξίας, φόρου κύκλου εργασιών, φόρου ασφαλίστρων, παρακρατούμενων φόρων, τελών ή εισφορών ή φόρου πλοίων.

Νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, υπεξαίρεση, εκβίαση, πλαστογραφία, δωροδοκία, δωροληψία, λαθρεμπορία, καταδολίευση δανειστών, χρεοκοπία ή απάτη.

Αν ο οφειλέτης είναι εταιρεία ή νομικό πρόσωπο, τα ανωτέρω αδικήματα αρκεί να έχουν τελεστεί από το νόμιμο εκπρόσωπο, λ.χ. τον Διευθύνοντα Σύμβουλο, τον διαχειριστή και γενικά από κάθε πρόσωπο που είναι εντεταλμένο στη διαχείριση των υποθέσεων του νομικού προσώπου από το καταστατικό, το νόμο ή από δικαστική απόφαση. Στην περίπτωση αυτή, η ποινική καταδίκη πρέπει να αφορά σε αξιόποινη πράξη που συνδέεται με την επιχειρηματική δραστηριότητα του νομικού προσώπου, το οποίο ζητεί την ένταξή του στη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών.

8. Ποιες απαιτήσεις υπάγονται στη ρύθμιση; Προβλέπονται εξαιρέσεις;

Στη ρύθμιση υπάγονται όλες οι χρηματικές απαιτήσεις των πιστωτών της επιχείρησης, με την έννοια που προαναφέρθηκε.

Ωστόσο, προβλέπονται στο Νόμο συγκεκριμένες κατηγορίες απαιτήσεων, οι οποίες εξαιρούνται από τη διαδικασία του εξωδικαστικού μηχανισμού (βλ. άρθρο 2 παρ. 4, 6, 7 Ν. 4469/2017).

Συγκεκριμένα, εξαιρούνται από τη διαδικασία όλες οι απαιτήσεις που έχουν γεννηθεί μετά την 31η Δεκεμβρίου 2016. Μια απαίτηση θεωρείται ότι έχει γεννηθεί μετά την 31.12.2016, εφόσον η αιτία της (λ.χ. η κατάρτιση της σχετικής αρχικής σύμβασης) ανάγεται σε χρόνο μεταγενέστερο της παραπάνω ημερομηνίας.

Περαιτέρω, εξαιρούνται οι απαιτήσεις των λεγόμενων «μικρών πιστωτών» της επιχείρησης. Ως μικροί πιστωτές θεωρούνται οι δανειστές της επιχείρησης, με απαιτήσεις οι οποίες: (α) δεν υπερβαίνουν ατομικά για κάθε πιστωτή το ποσό των 2.000.000 € και ποσοστό 1,5% του συνολικού χρέους του οφειλέτη, (β) δεν υπερβαίνουν αθροιστικά το ποσό των 20.000.000 € και ποσοστό 15% του συνολικού χρέους του οφειλέτη. Όμως, αν οι απαιτήσεις των μικρών πιστωτών υπερβαίνουν αθροιστικά είτε το ποσό των 20.000.000, είτε συνολικό ποσοστό 15% του χρέους του οφειλέτη, θα συμμετάσχουν στη ρύθμιση οι πιστωτές με τις μεγαλύτερες κατά σειρά απαιτήσεις μέχρι το ως άνω όριο. Για παράδειγμα, αν σε μια επιχείρηση υπάρχουν απαιτήσεις από τρέχουσες συναλλαγές της εταιρείας (λ.χ. καθυστερούμενα μισθώματα, οφειλές λογαριασμών κοινής ωφέλειας, καθυστερούμενες αποδοχές εργαζομένων), οι οποίες δεν υπερβαίνουν αθροιστικά το ποσό των 20 εκ. € ή το 15% του συνολικού χρέους τους οφειλέτη, οι απαιτήσεις αυτές δεν θα συμμετάσχουν στη διαδικασία και δεν θα δεσμεύονται από τη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών. Αντίθετα, αν οι παραπάνω απαιτήσεις υπερβαίνουν αθροιστικά ένα από τα παραπάνω κριτήρια (20 εκ. € ή 15% του συνολικού χρέους), θα συμμετάσχουν κανονικά οι μεγαλύτερες κατά ποσό απαιτήσεις που υπερβαίνουν το όριο των 20.000.000 € ή το ποσοστό του 15% του συνολικού χρέους της επιχείρησης.

Τέλος, δεν μπορούν να ρυθμιστούν στο πλαίσιο του εξωδικαστικού μηχανισμού οι απαιτήσεις του Ελληνικού Δημοσίου από ανάκτηση κρατικών ενισχύσεων.

Οι εξαιρούμενες απαιτήσεις πιστωτών: (α) δεν συμμετέχουν στη διαδικασία του εξωδικαστικού μηχανισμού, ούτε λαμβάνουν σχετική πρόσκληση για να συμμετάσχουν, (β) δεν συμμετέχουν στην απαρτία και πλειοψηφία που απαιτείται για την επίτευξη συμφωνίας, (γ) δεν ρυθμίζονται με τη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών που καταρτίζεται μεταξύ του οφειλέτη και της πλειοψηφίας των πιστωτών.

9. Προβλέπεται στο Νόμο αναστολή λήψης μέτρων ατομικής και αναγκαστικής εκτέλεσης κατά της περιουσίας του οφειλέτη;

Ναι. Εφόσον διαπιστωθεί η πληρότητα της αίτησης, από το χρονικό σημείο της αποστολής της πρόσκλησης συμμετοχής στη διαδικασία από τον συντονιστή στους πιστωτές και για διάστημα εβδομήντα (70) ημερών αναστέλλονται αυτοδικαίως τα μέτρα, εκκρεμή ή μη, ατομικής και συλλογικής αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του οφειλέτη (περιλαμβανομένης της εγγραφής προσημείωσης υποθήκης) για την ικανοποίηση των απαιτήσεων, των οποίων ζητείται η εξωδικαστική ρύθμιση, καθώς και η λήψη οποιουδήποτε ασφαλιστικού μέτρου κατά του οφειλέτη, εκτός αν με το μέτρο αυτό επιδιώκεται η αποτροπή της απομάκρυνσης ή αφαίρεσης ή μετακίνησης κινητών πραγμάτων της επιχείρησης ή εν γένει εξοπλισμού, η οποία δεν έχει συμφωνηθεί και ενέχει κίνδυνο απαξίωσης της επιχείρησης του οφειλέτη (βλ. άρθρο 13 παρ. 1 Ν. 4469/2017).

Η ως άνω αναστολή δύναται να παραταθεί για χρονικό διάστημα τεσσάρων (4) επιπλέον μηνών, με την υποβολή αίτησης του οφειλέτη ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου της έδρας του. Προϋπόθεση για τη χορήγηση της αναστολής αποτελεί η συναίνεση της απόλυτης πλειοψηφίας των συμμετεχόντων πιστωτών, η οποία παρέχεται είτε εγγράφως, είτε προφορικά με δήλωσή τους στο ακροατήριο.

Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η ως άνω αναστολή αίρεται αυτοδικαίως στις ακόλουθες περιπτώσεις:

i. η διαδικασία περαιωθεί ως άκαρπη είτε λόγω έλλειψης απαρτίας είτε για οποιονδήποτε άλλο λόγο, ή

ii. ληφθεί σχετική απόφαση της απόλυτης πλειοψηφίας των συμμετεχόντων πιστωτών.

Τέλος, σημειώνεται ότι κάθε πιστωτής δύναται να ζητήσει από το Μονομελές Πρωτοδικείο της περιφέρειας εντός της οποίας έχει έδρα ο οφειλέτης την πρόωρη παύση της αναστολής, εφόσον πιθανολογείται ότι η αναστολής εκτέλεσης θα επιφέρει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα πιστωτή. Αν την αίτηση συνυπογράφει η πλειοψηφία των πιστωτών, το δικάζον Δικαστήριο κάνει υποχρεωτικώς δεκτή την αίτηση.