πουλάκης-για-απλή-αναλογική-όσοι-αντι-55574

Πουλάκης για απλή αναλογική: Όσοι αντιδρούν δεν σέβονται την κρίση των πολιτών

«Πατερναλιστικές», χαρακτηρίζει τις απόψεις «ότι δήθεν δεν είναι “ώριμη” η ελληνική κοινωνία για να αξιοποιήσει αποτελεσματικά προς όφελός της δημοκρατικούς θεσμούς, όπως η απλή αναλογική ή η άμεση συμμετοχή», ο γενικός γραμματέα του ΥΠΕΣ και πρόεδρος της Επιτροπής για την μεταρρύθμιση του Καλλικράτη, Κώστας Πουλάκης.

Όπως τονίζει σε άρθρο του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Πουλάκης οι συγκεκριμένες απόψεις «χρησιμοποιούνται για να διαιωνίσουν τη σημερινή συγκεντρωτική λειτουργία και του κεντρικού κράτους και της αυτοδιοίκησης, ανήκουν στον προ-περασμένο αιώνα. Οφείλουμε να ανοίξουμε διάπλατα τις πόρτες της πολιτικής ενεργοποίησης, με εμπιστοσύνη και σεβασμό στην κρίση των πολιτών», προσθέτει.

Και καταλήγει: «Το σημαντικότερο είναι να προσπαθήσουν όλες οι πολιτικές και αυτοδιοικητικές δυνάμεις του τόπου να διατυπώσουν συλλογικά οράματα για το παρόν και το μέλλον της χώρας συνολικά και κάθε περιοχής ξεχωριστά. Όσες μεταρρυθμίσεις και αν γίνουν στο θεσμικό οικοδόμημα, αν δεν επαναφέρουμε την ουσία και τα μεγάλα διακυβεύματα στο επίκεντρο της πολιτικής συζήτησης, ακόμα και της αντιπαράθεσης, και της διοικητικής δράσης, δεν πρόκειται να αποκτήσει περιεχόμενο η πολιτική ζωή της χώρας».

Το πλήρες κείμενο του άρθρου του κ. Πουλάκη είναι το εξής:

Διαχρονικά, η τοπική αυτοδιοίκηση αντιμετωπίστηκε από το ελληνικό κράτος με επιφύλαξη, αν όχι εχθρικά, παρά τις περί του αντιθέτου συνταγματικές και πολιτικές διακηρύξεις. Ακόμα και στις θεωρούμενες ως «χρυσές» εποχές της, η ελληνική τοπική αυτοδιοίκηση, με ευθύνη όχι μόνο των εκάστοτε κυβερνήσεων, αλλά και των ίδιων των αυτοδιοικητικών ηγεσιών – που περιορίστηκαν, στην καλύτερη περίπτωση, στη διεκδίκηση επιμέρους αιτημάτων, με μία στρεβλή αντίληψη «δούναι και λαβείν» και πολιτικής/ κομματικής συνδιαλλαγής, χωρίς στρατηγικό προσανατολισμό – παρέμεινε σε στενή εξάρτηση από το κεντρικό κράτος. Έτσι, παρά την ύπαρξη φωτεινών εξαιρέσεων μεγάλων προσωπικοτήτων που με το όραμά τους άφησαν το αποτύπωμά τους στο θεσμό, συνολικά η αυτοδιοίκηση δεν έφτασε ποτέ να γίνει ο εκφραστής της τοπικά οργανωμένης πολιτικής κοινωνίας και ένα πραγματικό κέντρο τοπικής αυτοκυβέρνησης.

Το έλλειμμα αυτό έγινε ιδιαίτερα αισθητό τα τελευταία χρόνια, στο πλαίσιο της γενικότερης κρίσης κοινωνικής και πολιτικής εκπροσώπησης. Η δυσπιστία των πολιτών απέναντι στους θεσμούς, η αύξηση του πολιτικού κυνισμού και η μείωση της κοινωνικής εμπιστοσύνης δεν άφησαν αλώβητο και τον αυτοδιοικητικό θεσμό, αν και είναι αναμφισβήτητο γεγονός ότι η αυτοδιοίκηση σε μεγάλο βαθμό επέδειξε πολύ καλύτερα κοινωνικά αντανακλαστικά, αφουγκραζόμενη τις κοινωνικές ανάγκες και τις συντελούμενες διεργασίες, με αποτέλεσμα να παραμένει από τους δημοφιλέστερους πολιτικούς θεσμούς στη συνείδηση των πολιτών.

Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες που έχουν καταβληθεί, τα μέχρι σήμερα ισχύοντα δεδομένα συνθέτουν την εικόνα μίας μάλλον «καχεκτικής» αυτοδιοίκησης, σε όλα τα επίπεδα.

Θεσμικά, η εφαρμογή του προγράμματος «Καλλικράτης», η οποία δεν συνέπεσε απλώς, αλλά συνδέθηκε ουσιαστικά και συμβολικά, με την εφαρμογή του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, σηματοδότησε την πλήρη μετάβαση στο νεοφιλελεύθερο δόγμα : λιγότερο κράτος, λιγότερη δημοκρατία.

Σε οικονομικό επίπεδο, η αυτοδιοίκηση διαχρονικά στηρίχθηκε σχεδόν αποκλειστικά, αφ’ ενός και κυρίως στην, διαρκώς μειούμενη, κρατική χρηματοδότηση, είτε μέσω των Κεντρικών Αυτοτελών Πόρων (ΚΑΠ) είτε μέσω άλλων έκτακτων επιχορηγήσεων, εφ’ ετέρου στα ανταποδοτικά τέλη που εισπράττει από τους πολίτες έναντι, θεωρητικά τουλάχιστον, συγκεκριμένων υπηρεσιών, ενώ σε αρκετούς ΟΤΑ σημαντικό ρόλο έπαιξε και ο τραπεζικός δανεισμός, όχι πάντα στο πλαίσιο ενός συνετού προγραμματισμού.

Αντίστοιχα, σε ό,τι αφορά την κοινωνική οργάνωση, το – μέχρι πρότινος τουλάχιστον – χαμηλό επίπεδο συγκρότησης της κοινωνίας των πολιτών, συνδυάστηκε με την απαξίωση ακόμα και των ελάχιστων υφιστάμενων θεσμών συμμετοχής ή κοινωνικού ελέγχου και την φοβική αντιμετώπιση των τοπικών κινημάτων και των “από τα κάτω” πρωτοβουλιών.

Και, βέβαια, όλα τα παραπάνω είχαν και μία σημαντική πολιτική αποτύπωση : Καλλιέργησαν την – όχι πάντα βάσιμη – πεποίθηση ότι η αυτοδιοίκηση δεν διαμορφώνει αυτοτελείς τοπικές και περιφερειακές πολιτικές και απομάκρυναν τους πολίτες από την οργανωμένη σε τοπικό επίπεδο παρέμβαση και δράση, δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο απογοήτευσης και αποχής.

Από όλα τα παραπάνω και πολλά περισσότερα που θα μπορούσε κανείς να προσθέσει σε μία σε μεγαλύτερο βάθος αποτίμηση της μέχρι σήμερα πορείας της ελληνικής αυτοδιοίκησης, προέκυψε η αναγκαιότητα ενός ριζικού αναπροσανατολισμού και μετασχηματισμού της, που θα θέσει στο επίκεντρο τις σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες και το αίτημα για περισσότερη και πραγματική δημοκρατία.

Αυτόν τον αναγκαίο αναπροσανατολισμό και μετασχηματισμό επιχειρεί να περιγράψει με τις προτάσεις που κατέθεσε δημόσια (http://www.ypes.gr/UserFiles/f0ff9297-f516-40ff-a70e-eca84e2ec9b9/TelPorEpitrAnatheorisis-030317.pdf) προς περαιτέρω διάλογο η Επιτροπή του ΥΠΕΣ για την Αναθεώρηση του Θεσμικού Πλαισίου της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, η οποία ολοκλήρωσε το έργο της πριν λίγες μέρες.

Κεντρικός στόχος των κατατεθεισών προτάσεων είναι η δημιουργία των συνθηκών και των προϋποθέσεων μίας πραγματικής αυτο-διοίκησης. Με άλλα λόγια, η ανάδειξη των Δήμων και των Περιφερειών σε βασικούς πυλώνες πολιτικής οργάνωσης και έκφρασης των τοπικών κοινωνιών, που μέσα από γνήσια δημοκρατικές και ουσιαστικά συμμετοχικές διαδικασίες, θα έχουν τον κύριο λόγο στην υλοποίηση, αλλά και τη χάραξη δημόσιων πολιτικών στο αντίστοιχο επίπεδο, για όλα τα σημαντικά κοινωνικά, οικονομικά και αναπτυξιακά ζητήματα.

Οι προϋποθέσεις για την επίτευξη του στόχου αυτού αναλύονται στις προτάσεις που κατέθεσε η Επιτροπή και είναι :

Πρώτον, διοικητικές και αφορούν την επαναοριοθέτηση των αρμοδιοτήτων κάθε επιπέδου διοίκησης, με βάση την έννοια της δημόσιας πολιτικής, ώστε όλες οι αρμοδιότητες να ασκούνται κατά τρόπο απλό, σαφή και συνεκτικό στο εγγύτερο δυνατό προς τον πολίτη επίπεδο, αλλά και την θεσμική αναβάθμιση των διαδημοτικών, διαπεριφερειακών και διαβαθμιδικών συνεργασιών σε μία πλειάδα θεμάτων.

Δεύτερον, θεσμικές και σχετίζονται με την καθιέρωση της απλής αναλογικής στην εκλογή των δημοτικών και περιφερειακών συμβουλίων, την ενίσχυση των τοπικών θεσμών εσωτερικής αποκέντρωσης των Δήμων (Συμβούλια Δημοτικών Ενοτήτων) με ουσιαστικές αρμοδιότητες, αλλά και την εισαγωγή μίας πλειάδας συμμετοχικών θεσμών στη διάθεση των τοπικών αρχών και, κυρίως, των τοπικών κοινωνιών.

Και, τρίτον, οικονομικές και αφορούν – εκτός από τη σταδιακή αποκατάσταση της κρατικής χρηματοδότησης των Ο.Τ.Α., ανάλογα με τη βελτίωση της συνολικής δημοσιονομικής κατάστασης της χώρας – την επανεξέταση του αλγόριθμου κατανομής των ΚΑΠ, ώστε να λαμβάνεται υπόψη το ελάχιστο κόστος λειτουργίας ενός ΟΤΑ και, κυρίς, να εισάγονται και άλλα, πλην του πληθυσμού, κριτήρια, τον εκσυγχρονισμό του θεσμικού πλαισίου για τα ίδια έσοδα των Ο.Τ.Α. και για την οικονομική τους διαχείριση, την καταγραφή και αξιοποίηση σε κοινωνική και αναπτυξιακή κατεύθυνση της περιουσίας των ΟΤΑ, τη δημοσιονομική εξυγίανση και βιωσιμότητα των ΟΤΑ μέσω της στήριξης και όχι της τιμωρίας όσων αντιμετωπίζουν δομικά προβλήματα και, τέλος, την αναβάθμιση του ρόλου της Αυτοδιοίκησης στον δημοκρατικό αναπτυξιακό σχεδιασμό.

Κυρίως, όμως, οι προϋποθέσεις είναι πολιτικές και δεν είναι δυνατόν να προβλεφθούν σε κανένα νομοθετικό ή διοικητικό κείμενο.

Είναι, πρώτα απ’ όλα, η αποδοχή μιας αυτονόητης εξίσωσης : Αυξημένοι βαθμοί ελευθερίας για τις τοπικές αρχές, σημαίνει και αυξημένη ευθύνη σε τοπικό επίπεδο. Είναι, σαφέστατα, ευθύνη του κράτους να εξασφαλίσει – στο πλαίσιο όμως των συνολικών δυνατοτήτων της χώρας – τις θεσμικές και υλικές προϋποθέσεις της εύρυθμης λειτουργίας των ΟΤΑ. Είναι, όμως, ευθύνη των – δημοκρατικά εκλεγμένων, άλλωστε – δημοτικών και περιφερειακών αρχών οι αποφάσεις για τον κατά τόπους σχεδιασμό και την επιτυχή ή μη κινητοποίηση των διαθέσιμων πόρων προς όφελος της τοπικής κοινωνίας.

Έπειτα, είναι εκ των ουκ άνευ προϋπόθεση το να δείξει το πολιτικό σύστημα και σε κεντρικό και, κυρίως, σε τοπικό επίπεδο, εμπιστοσύνη – χωρίς αστερίσκους – στους πολίτες. Οι πατερναλιστικές απόψεις, ότι δήθεν δεν είναι “ώριμη” η ελληνική κοινωνία για να αξιοποιήσει αποτελεσματικά προς όφελός της δημοκρατικούς θεσμούς, όπως η απλή αναλογική ή η άμεση συμμετοχή, που χρησιμοποιούνται για να διαιωνίσουν τη σημερινή συγκεντρωτική λειτουργία και του κεντρικού κράτους και της αυτοδιοίκησης, ανήκουν στον προ-περασμένο αιώνα. Οφείλουμε να ανοίξουμε διάπλατα τις πόρτες της πολιτικής ενεργοποίησης, με εμπιστοσύνη και σεβασμό στην κρίση των πολιτών.

Και, τέλος, το σημαντικότερο είναι να προσπαθήσουν όλες οι πολιτικές και αυτοδιοικητικές δυνάμεις του τόπου να διατυπώσουν συλλογικά οράματα για το παρόν και το μέλλον της χώρας συνολικά και κάθε περιοχής ξεχωριστά. Όσες μεταρρυθμίσεις και αν γίνουν στο θεσμικό οικοδόμημα, αν δεν επαναφέρουμε την ουσία και τα μεγάλα διακυβεύματα στο επίκεντρο της πολιτικής συζήτησης, ακόμα και της αντιπαράθεσης, και της διοικητικής δράσης, δεν πρόκειται να αποκτήσει περιεχόμενο η πολιτική ζωή της χώρας.