δερμιτζάκης-φοβάμαι-να-ανοίξει-το-οτ-851932
ΥΓΕΙΑ | 11.12.2020 | 11:05

Δερμιτζάκης: «Φοβάμαι να ανοίξει το οτιδήποτε» -Η μείωση των κρουσμάτων δεν ήρθε ποτέ

«Έτσι όπως είμαστε τώρα, φοβάμαι να ανοίξει το οτιδήποτε» τόνισε ο Μανώλης Δερμιτζάκης, καθηγητής Γενετικής Πανεπιστήμιο Γενεύης μιλώντας στον ΘΕΜΑ 104,6 το πρωί της Παρασκευής. Ο κ. Δερμιτζάκης σημείωσε ότι τον προβληματίζει που ακόμα δεν βλέπουμε συνολικά μια σχετικά γρήγορη μείωση κρουσμάτων όπως αναμένονται. «Έχει επιβαρυνθεί ο αριθμός μείωσης πολύ σημαντικά χωρίς να έχουν αλλάξει τα δεδομένα του lockdown», όπως είπε. Δήλωσε δε πως ο ίδιος περίμενε ότι αυτή στη στιγμή, τα κρούσματα θα ήταν περίπου 600-800 με μια σταθερή μείωση, η οποία όμως δεν ήρθε ποτέ.

Φάνηκε ιδιαίτερα καυστικός στο άνοιγμα των κομμωτηρίων υπογραμμίζοντας πώς σε αυτή τη φάση που βρισκόμαστε, με τα κρούσματα να μην εμφανίζουν πτωτική τάση, δεν μπορεί να ανοίγουν τα κομμωτήρια πρώτα. «Μέσα στην πανδημία συζητάμε για κομμωτήρια, δεν μπορεί να είναι προτεραιότητα, με ξεπερνά», σχολίασε χαρακτηριστικά.

Αφήνοντας αιχμές για την επιτροπή εμπειρογνωμόνων, επισήμανε με νόημα  ότι αποτελείται από κλινικούς, η οποία ναι μεν στην πρώτη φάση της πανδημίας ήταν απαραίτητη, στο δεύτερο κύμα όμως, χρειάζονται περισσότερες ειδικότητες, όπως κοινωνιολόγοι και οικονομολόγοι που θα βοηθήσουν σε ένα ασφαλές άνοιγμα και την επανεκκίνηση της οικονομίας. Αυτό σημείωσε, θα βοηθήσει στο να μην υπάρχει μια απλοϊκή εικόνα για το τι πρέπει να ανοίξει και τι όχι. «Χρειάζεται και άλλη μια οπτική γωνία της κοινωνίας με ανθρώπους που μελετούν για παράδειγμα την κίνηση στην πόλη. Δεν φτάνουν οι γιατροί, δεν μπορούν να διαχειριστούν τι θα γίνει με τα λεωφορεία και τα καταστήματα», τόνισε ο κ. Δερμιτζάκης. «Αν ας πούμε δύο άνθρωποι θέλουν να βρεθούν, είναι προτιμότερο να μπορούν να πάνε για έναν καφέ παρά να είναι στριμωγμένοι σε κάποιο κατάστημα για να βρεθούν. Παράλληλα, όσο περισσότερα ανοίγουν τόσο μεγαλύτερες επιλογές θα υπάρχουν, άρα και λιγότερος συγχρωτισμός».

«Βόμβες» για στοιχεία και τεστ

Μιλώντας για τα στοιχεία της πανδημίας που έχει στη διάθεσή της η επιτροπή, ο ίδιος εκτιμά ότι υπάρχει ένα γκρίζο τοπίο το οποίο δεν βοηθάει στη σωστή μελέτη τους, τουλάχιστον για όσους δεν έχουν τα πρωτογενή δεδομένα. Τόνισε ότι η στρατηγική του ΕΟΔΥ, φαίνεται να μην αποδίδει. Είναι αδιανόητο κατά τον ίδιο να υπάρχει γραφειοκρατική διαδικασία ώστε να μπορέσει κάποιος να ελεγχθεί αν είναι θετικός ή όχι.

Σημείωσε παράλληλα, ότι πολλές φορές παρατηρήθηκε να δίνονται νούμερα προηγούμενων ημερών, εκτιμώντας ότι ίσως και να μην έχει νόημα πλέον η καθημερινή ανακοίνωση κρουσμάτων όταν υπάρχει αυτή η αβεβαιότητα για το πότε και πώς έγιναν. Ίσως θα ήταν προτιμότερο, κατά τον ίδιο, να γίνεται ένας εβδομαδιαίος μέσος όρος.

Εμμένοντας στα τεστ, τόνισε ότι είναι λάθος η στρατηγική που έχει ακολουθήσει ο ΕΟΔΥ και επιμένει σε αυτή, όταν για παράδειγμα γίνονται τυχαία τεστ σε πλατείες και γειτονιές σε όποιον θέλει, ενώ το σωστό θα ήταν να αποφασίζει ο ΕΟΔΥ σε ποιον θα κάνει. Με τον τρόπο αυτόν, θα μπορεί να υπάρχει καλύτερη επιδημιολογική εικόνα.

Επισήμανε, ότι όπως στην Ελβετία τα τεστ γίνονται δωρεάν και καλύπτονται από τον ασφαλιστικό φορέα έτσι πρέπει και εδώ. Είναι παράλογο όπως είπε, να πρέπει να εγκριθεί πρώτα από τον ΕΟΔΥ αν πρέπει κάποιος να κάνει ή όχι. Ένας 25χρονός συμπλήρωσε, «δεν θα πάει να κάνει το τεστ αν έχει συμπτώματα, θα το περάσει ήπια και θα προσέξει μήπως κολλήσει κάποιον δικό του. Οπότε, δεν υπάρχει μια ξεκάθαρη εικόνα» πρόσθεσε.

Υπέρ του εμβολίου

«Τα εμβόλια είναι ασφαλή και αποτελεσματικά» υπογράμμισε ο κ. Δερμιτζάκης, προσθέτοντας ότι «μια παρενέργεια μπορεί να εμφανιστεί μία στο εκατομμύριο. Καμία κλινική μελέτη δεν θα μπορεί να απαντήσει αν δεν βγει στον πληθυσμό. Για τις μακροχρόνιες παρενέργειες που κάποιοι αναρωτιούνται, είναι απειροελάχιστες οι πιθανότητες».

Σημείωσε με έμφαση ότι πρέπει να γίνουν τα εμβόλια. «Αν κάποιος ανησυχεί για αυτά, τότε θα πρέπει να κάνει το ίδιο και με τον ιό. Όπου όπως φαίνεται, αφήνει μακροχρόνια σημάδια ακόμη και σε αυτούς που το περνάνε ελαφρά ως νόσο. Ενώ η μαζική μόλυνση επιβαρύνει το Σύστημα Υγείας, το οποίο μπορεί να γονατίσει το σύστημα για τα επόμενα 20 χρόνια».