χρίστος-βούζας-ποιος-φοβάται-την-απλή-106778

Χρίστος Βούζας*: Ποιος φοβάται την απλή αναλογική;

Πέρασαν πάνω από έξι δεκαετίες από τότε που ο ιστορικός ηγέτης της Αριστεράς Ηλίας Ηλίου μιλούσε για «απλή και άδολη αναλογική», η οποία τελικά καθιερώθηκε στις 22 Μαρτίου 1967, δηλαδή, μόλις ένα μήνα πριν επιβληθεί στην Ελλάδα η χούντα των Συνταγματαρχών, και, βεβαίως, δεν εφαρμόσθηκε ποτέ.

Και πάνω από τρεις από την εποχή που ο Ανδρέας Παπανδρέου την επανέφερε στο προσκήνιο για να καθιερώσει μία πολυσυζητημένη παραλλαγή της, αυτή της απλής αναλογικής ανά περιφέρεια, μόλις το 1989 υπό το βάρος της υπόθεσης Κοσκωτά, οδηγώντας τη χώρα σε τρεις απανωτές εκλογικές αναμετρήσεις που έβγαλαν κατά σειρά την πρώτη συγκυβέρνηση Δεξιάς – Αριστεράς (ΝΔ-Συνασπισμός) στην ιστορία της χώρας, μία Οικουμενική και, στο τέλος, κυβέρνηση ΝΔ με πρωθυπουργό τον πατέρα του σημερινού προέδρου της ΝΔ, Κωνσταντίνο Μητσοτάκη.

Λαμβάνοντας, λοιπόν, υπόψη το παρελθόν, σε μία πρώτη ανάγνωση μπορεί κανείς να πει ότι η καθιέρωση της απλής αναλογικής ή παραλλαγών της δεν αποτέλεσε και τόσο καλή εμπειρία για τη χώρα και το πολιτικό της σύστημα.

Με αυτό το σκεπτικό, μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι, δικαίως αντιδρούν τα κόμματα της αντιπολίτευσης και, κυρίως, η ΝΔ που, εκτός των άλλων, (θεωρεί ότι) βρίσκεται σε πορεία προς την εξουσία και, άρα, πιστεύει ότι με αυτό τον τρόπο ο σημερινός πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας λειτουργώντας ως άλλος Ανδρέας Παπανδρέου του 1989, επιχειρεί με «τεχνικά μέσα» να της την ανακόψει.

Αυτή, όμως, είναι η οπτική από τη μία πλευρά του λόφου. Γιατί αν κοιτάξουμε από την άλλη θα δούμε ομοιότητες και διαφορές σε σχέση με το παρελθόν που είναι πολύ πιθανόν να μας οδηγήσουν σε εντελώς διαφορετικά συμπεράσματα:

Πρώτον, αν αφήσουμε κατά μέρος την, τραγική για τη χώρα, εμπειρία του 1967 για την οποία πιστεύω πως όλοι συμφωνούμε ότι σε καμία περίπτωση δεν φταίει η καθιέρωση της απλής αναλογικής και πάμε κατευθείαν σε αυτή του 1989, δεν μπορεί παρά να συμφωνήσουμε ότι παρά τις δεδομένες εκλογικές σκοπιμότητες της τότε κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ με πρωτεργάτη τον περίφημο Μένιο Κουτσόγιωργα που κατάφερε μέσα σε τέσσερα χρόνια να καθιερώσει δύο εκ διαμέτρου αντίθετα εκλογικά συστήματα, την ενισχυμένη αναλογική με στοιχεία πλειοψηφικού του 1985 και την αναλογική με ρήτρα του +1, το εκλογικό σύστημα του 1989 είχε και ορισμένα θετικά: Οδήγησε στην πρώτη συνεργασία Δεξιάς – Αριστεράς στην ιστορία της χώρας αλλά και στην πρώτη συνεργασία μεταξύ ΝΔ και ΠΑΣΟΚ στο πλαίσιο της Οικουμενικής Κυβέρνησης που την διαδέχθηκε. Και παρά τα όποια προβλήματα είχαν οι συγκεκριμένες κυβερνήσεις, είναι βέβαιο ότι σε μια χώρα που δεν υπάρχει κουλτούρα συνεργασίας όχι μόνο στην πολιτική αλλά και στην κοινωνία, τις επιχειρήσεις κλπ, το να δίνουν το (καλό) παράδειγμα προς αυτή την κατεύθυνση οι πολιτικοί, μόνο στα θετικά τους μπορεί να πιστωθεί.

Δεύτερον, σήμερα υπάρχει μια ειδοποιός διαφορά σε σχέση με το παρελθόν. Η συζήτηση για την αλλαγή του εκλογικού νόμου επί το αναλογικότερο δεν γίνεται όπως τότε στο παρά πέντε μιας εκλογικής αναμέτρησης αλλά πάνω από τρία χρόνια πριν τις επόμενες εκλογές που, για να μην ξεχνιόμαστε, με βάση το Σύνταγμα, θα γίνουν τον Σεπτέμβριο του 2019.

Τρίτον, πλέον, το Σύνταγμα, ακριβώς για να αποφευχθεί το φαινόμενο οι εκάστοτε κυβερνήσεις να θεσμοθετούν το εκλογικό σύστημα που τις βολεύει, στο άρθρο 54 προβλέπει ότι, εφόσον ο νέος εκλογικός νόμος δεν ψηφισθεί από τα 2/3 της Βουλής (200 βουλευτές), τότε εφαρμόζεται από τις μεθεπόμενες και όχι από τις επόμενες εκλογές.

Άρα; Άρα, με βάση τα σημερινά δεδομένα, το μόνο κόμμα που δικαιούται να φοβάται την καθιέρωση της απλής αναλογικής ή παραλλαγής της είναι η ΝΔ. Ωστόσο, εφόσον η κυβέρνηση αντέξει και οι εκλογές γίνουν μετά το 2018 δικαιούται να πει ότι μπορεί να την φοβάται και ο ΣΥΡΙΖΑ, καθώς κανείς δεν γνωρίζει ποιες θα είναι οι τότε εκλογικές ισορροπίες. Αν, δηλαδή, δεδομένου του τεράστιου πολιτικού χρόνου που υπάρχει μπροστά μας, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ανακτήσει τις δυνάμεις του και είναι τότε πρώτο κόμμα, δικαιούται να πει ότι ρισκάρει στο όνομα των αξιών του (σ.σ. πάγιο αίτημα η καθιέρωση της απλής αναλογικής) να χάσει το σημερινό μπόνους των 50 εδρών με το οποίο κυβερνά.

Για τα μικρότερα κόμματα είναι δεδομένο ότι η απλή αναλογική, ακόμη κι αν δεν είναι «απλή και άδολη» (πχ έχει όριο εισόδου στη Βουλή ή μπόνους για ένα κόμμα που θα ξεπεράσει το 40%), αν μη τι άλλο, συμφέρει εκλογικά. Είναι, λοιπόν, περίεργο ότι ορισμένα από αυτά αντιδρούν στη λογική ότι «η χώρα δεν μπορεί να κυβερνηθεί» και όχι «η απλή αναλογική είναι το δικαιότερο εκλογικό σύστημα».

Εντέλει, δεν πρέπει κανείς να ξεχνά ότι η χώρα υπό κανονικές συνθήκες έχει κυβέρνηση έως το 2019 και όλοι (πρέπει να) ελπίζουμε ότι μέχρι τότε αφενός η οικονομική και κοινωνική της κατάσταση θα έχει ομαλοποιηθεί και αφετέρου θα έχει καλλιεργηθεί η κουλτούρα συνεργασίας που μας λείπει, ώστε, επιτέλους, να οδηγηθούμε στην πρώτη «κανονική» κυβέρνηση συνεργασίας.

* Ο Χρίστος Βούζας έχει εργαστεί ως δημοσιογράφος σε όλο φάσμα των ΜΜΕ και είναι διευθυντής της βραβευμένης από το Ίδρυμα Μπότση ιστοσελίδαςaftodioikisi.gr, της οποίας είναι και ιδρυτής.

To άρθρο δημοσιεύτηκε στο news247