γιάννης-κωνσταντινίδης-έχεις-καμιά-δ-986073

Γιάννης Κωνσταντινίδης*: Έχεις καμιά δημοσκόπηση;

Έχεις καμιά δημοσκόπηση; Είναι η ερώτηση που σου κάνουν φίλοι, γνωστοί και άγνωστοι με το που θυμούνται ή που ακούν ότι ασχολείσαι με τις έρευνες κοινής γνώμης. Η δύναμη της πληροφορίας και η δίχως τέλος ανθρώπινη περιέργεια για κάτι που δεν καθορίζεται από τις ατομικές μας και μόνο επιλογές. Και όμως είναι την ίδια στιγμή η ερώτηση της οποίας την απάντηση σχεδόν κανείς δεν θέλει να αποδεχθεί. Η δύναμη της κομματικής ταύτισης και η δίχως τέλος καχυποψία για οποιονδήποτε δεν ανήκει στον στενό οικογενειακό μας κύκλο. «Αποκλείεται, κάτι δε μέτρησες σωστά». «Μήπως το δείγμα σου δεν ήταν αντιπροσωπευτικό;». «Ποιος είναι ο εντολέας της έρευνας θα μας πεις;». Είτε αυθόρμητες, είτε σκοτεινές, οι αντιδράσεις στα ευρήματα μιας δημοσκόπησης είναι σχεδόν πάντα αρνητικές.

Υπάρχει όμως αλήθεια κάτι που αξίζει να προσέχουμε στις απαντήσεις ενός δημοσκόπου; Ναι, όμως αυτό δεν είναι ούτε το ποιος παρήγγειλε την έρευνα, ούτε καν οι προσωπικές κομματικές προτιμήσεις του δημοσκόπου. Και αυτό για τον απλούστατο λόγο ότι ακόμα και αν τα ευρήματα μιας δημοσκόπηση χαλκεύονταν, κανείς δε θα ήταν σε θέση να γνωρίζει την κατεύθυνση της επίδρασης των κατασκευασμένων αριθμών. Όσο πιθανό είναι κάποιος να υποστηρίξει τον δημοσκοπικά πρώτο «γιατί αυτός παίρνει κεφάλι», τόσο πιθανό είναι κάποιος να συσπειρωθεί προς τον δημοσκοπικά δεύτερο «γιατί ο πρώτος ξέφυγε». Η ίδια δημοσκοπική διαφορά μπορεί να λειτουργήσει προς δύο κατευθύνσεις και η έκταση της κάθε επίδρασης δεν είναι δυνατόν να προϋπολογιστεί ώστε να έχει νόημα η χάλκευση. Κατά συνέπεια, δεν είναι ο ίδιος ο δημοσκόπος που πρέπει να μας προβληματίζει, αλλά τα μεγέθη που έχει επιλέξει να μετρήσει.

Η πρόθεση ψήφου είναι μάλλον το τελευταίο που θα έπρεπε να έχει επιλέξει, ιδιαιτέρως σε χρονικές συγκυρίες χαμηλού ενδιαφέροντος για τις εκλογές, ρευστότητας επιλογών και μη ισχυρών ταυτίσεων. Υπό τέτοιες συνθήκες, η πρόθεση ψήφου θα πρέπει να φιλτράρεται ως προς την πιθανότητα προσέλευσης στην κάλπη, ως προς την παράλληλη ύπαρξη δεύτερης κομματικής επιλογής και ως προς την ένταση της προτίμησης. Ένας ερωτώμενος που στη δημοσκόπηση καταγράφεται με πρόθεση να ψηφίσει τον ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να μη δίνει μεγάλη πιθανότητα να προσέλθει στην κάλπη, μπορεί να γυροφέρνει στο νου την επιλογή και του ΚΙΝΑΛ και μπορεί να μην αισθάνεται πολύ ζεστός για την επιλογή που δήλωσε στην έρευνα. Μια δημοσκόπηση θα πρέπει λοιπόν να μετρά τουλάχιστον τρία μεγέθη: (α) το πολιτικό ενδιαφέρον και την πιθανότητα προσέλευσης στην κάλπη, (β) την απόσταση από την ψήφο για καθένα από τα κόμματα, σε μια κλίμακα που θα εκκινεί από το «να μου κοπεί το χέρι» και θα φτάνει έως το «και με τα δύο χέρια», (γ) τη θερμότητα της σχέσης με το κόμμα που δηλώνεται ως επιλογή, σε μια κλίμακα που θα εκκινεί από το «πιστεύω σε αυτό το κόμμα» έως το «δεν έχω κάτι καλύτερο από αυτό να ψηφίσω».

Συνδυαστικά, τα τρία αυτά μεγέθη είναι σε θέση να φιλτράρουν την καταγεγραμμένη, σε μια έρευνα, πρόθεση ψήφου και τελικά να τη μετατρέψουν σε αυτό που πραγματικά είναι, δηλαδή δυνητική ψήφος. Σε ένα περιβάλλον αβεβαιότητας πολιτικών επιλογών, μια έρευνα δεν μπορεί παρά να καταγράφει τη δυνητική ψήφο, δηλαδή τις πιθανές επιλογές καθενός μας. Αν συνειδητοποιήσουμε ότι για τους περισσότερους από εμάς, και μάλιστα σε μια δεδομένη στιγμή, αυτές είναι πολλές, τότε θα αντιληφθούμε ότι μια δημοσκόπηση έχει τη μέγιστη αξία όταν αποτυπώνει τη δυνητική ψήφο και όχι κάποια απολυτότητα ενός δήθεν εκλογικού αποτελέσματος. Οι δημοσκοπήσεις είναι το θέμα που αγαπάμε να μισούμε. Για αυτό και δύσκολα θα τις βγάλουμε από τη ζωή μας. Ας προσπαθήσουμε να τις βάλουμε στη σωστή διάσταση την επόμενη φορά που θα ρωτήσουμε «έχεις καμία δημοσκόπηση;».

*Αναπληρωτής Καθηγητής Πανεπιστημίου Μακεδονίας