γ-δημητρακόπουλος-βάλτε-την-τοπική-αυ-237352

Γ. Δημητρακόπουλος*: Βάλτε την Τοπική Αυτοδιοίκηση στο «παιχνίδι» αντιμετώπισης του ρατσισμού

Στην Ελλάδα και την Ουγγαρία εστιάζει η έκθεση του Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (FRA) της Ευρωπαϊκής Ένωσης που δημοσιοποιείται σήμερα σε όλη την Ευρώπη. Όπως σημειώνεται στο εισαγωγικό σημείωμα της έκθεσης, ο Οργανισμός (που αποτελεί το συμβουλευτικό όργανο της ΕΕ στα θέματα ρατσισμού, διακρίσεων, μισαλλοδοξίας και εξτρεμισμού) επέλεξε να εστιάσει την έρευνά του στα δύο κράτη, διότι «παρουσιάζουν το μοναδικό φαινόμενο στην ΕΕ αντιπροσώπευσης στα εθνικά τους κοινοβούλια δύο κομμάτων με εξτρεμιστική ρητορική, τη Χρυσή Αυγή στην Ελλάδα που στοχεύει κυρίως κατά των παράτυπων μεταναστών και την Κίνηση για μια Καλύτερη Ουγγαρία (Γιόμπικ) στην Ουγγαρία που στρέφεται κυρίως κατά των Ρομά και των Εβραίων».

Η Χρυσή Αυγή περιγράφεται ως δομή που «οργανώνει τα μέλη της σε παραστρατιωτικές ομάδες και έχει άμεση εμπλοκή σε βίαιες εγκληματικές δραστηριότητες», ενώ για το Γιόμπικ σημειώνεται ότι «υποστηρίζει ανοικτά παρόμοιες δραστηριότητες από παραστρατιωτικές οργανώσεις ή ομάδες».

Και για τα δύο κράτη αναφέρεται ότι «παρά τις προσπάθειες να σταματήσουν τέτοιες δραστηριότητες, τα στοιχεία των ερευνών δείχνουν ότι η δημοτικότητά τους παραμένει σχετικά υψηλή, ιδιαίτερα μεταξύ των νεότερων ηλικιακών ομάδων».

Η έρευνα συμπεραίνει ότι οι «δημόσιες Αρχές και στα δυο κράτη διστάζουν να αναγνωρίσουν τη βαρύτητα και τον κοινωνικό αντίκτυπο του φαινόμενου. Και τα δύο κράτη θα πρέπει να διαχειρισθούν την επιρροή στην κοινή γνώμη κομμάτων, με διασυνδέσεις σε παραστρατιωτικές δράσεις και εξτρεμιστική ρητορική». Επισημαίνεται η σημαντική διαφορά που υπάρχει στην Ελλάδα και την Ουγγαρία συγκριτικά με τα άλλα κράτη της ΕΕ «στο επίπεδο της επίσημης νομικής προστασίας κατά των διακρίσεων και των εγκλημάτων μίσους ή στις προσπάθειες που γίνονται για ένταξη των μεταναστών και των μειονοτήτων στην κοινωνία».

Ο επικεφαλής του τμήματος Ισότητας και Δικαιωμάτων του Πολίτη του FRA, Γιάννης Δημητρακόπουλος, μιλώντας αποκλειστικά στο ΑΠΕ-ΜΠΕ για την έρευνα, που δημοσιοποιείται σήμερα, εξηγεί ότι ο Οργανισμός επέλεξε να εστιάσει τη μελέτη του στην Ελλάδα και την Ουγγαρία, διότι «τα τελευταία δυο χρόνια παρατηρούμε στα δύο κράτη φαινόμενα ρατσισμού και βίας σε μεγάλη κλίμακα, παρά τις προσπάθειες να αντιμετωπισθούν».

Αλλά η έκθεση δεν περιορίζεται στην παρατήρηση. «Χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα τον τρόπο αντίδρασης των μηχανισμών της Πολιτείας σε αυτές τις δυο χώρες, διαπιστώνουμε τι είδους εμπόδια αντιμετωπίζουν και τι ευκαιρίες υπάρχουν. Τα συμπεράσματα και οι προτάσεις, που κάνουμε στη συνέχεια, αναφέρονται σε όλη την ΕΕ. Διότι, ξεκινώντας από το τι συμβαίνει σε αυτές τις δύο χώρες, μπορούμε και εξάγουμε γενικότερα συμπεράσματα» σημειώνει.

Η περίπτωση της Ελλάδας

Σε ό,τι αφορά ειδικά την Ελλάδα, ο κ. Δημητρακόπουλος επισημαίνει: «Σημαντικό στοιχείο αποτελεί η αντιμετώπιση του ρατσισμού από τους κρατικούς φορείς. Όπως λέμε στην έκθεση, όταν συναντηθήκαμε και μιλήσαμε με φορείς της Πολιτείας διαπιστώσαμε ότι κατανοούν τον ρατσισμό σε συνάρτηση με τον αριθμό των μεταναστών και την οικονομική κρίση. Οι προσπάθειες, λοιπόν, αντιμετώπισης του ρατσισμού επικεντρώνονται από την Πολιτεία στη μείωση του αριθμού των μεταναστών και στη βελτίωση της οικονομική κατάστασης. Η έκθεσή μας, όμως, δείχνει ότι οι εθνικοί φορείς ανθρωπίνων δικαιωμάτων (όπως ο Συνήγορος του Πολίτη και η Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου) κρούουν εδώ και πολλά χρόνια τον κώδωνα του κινδύνου στις εκθέσεις τους σχετικά με φαινόμενα ρατσισμού και ξενοφοβίας».

Και εξηγεί: «Παρόλο που αναμφισβήτητα ένας μεγάλος αριθμός μεταναστών εισέρχεται σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα στη χώρα και η κρίση είναι υπαρκτή και έντονη, σίγουρα αποτελούν αφορμές και όχι τα αίτια της ρατσιστικής βίας και των διακρίσεων. Υπάρχει σύγχυση στην αντίληψη για το ρατσιστικό φαινόμενο. Με την προσπάθεια άρνησης της κατηγορίας ότι συνολικά μια ολόκληρη κοινωνία είναι ρατσιστική, δίνει κάποιος λάθος απάντηση στο ερώτημα. Αναμφίβολα οι Έλληνες δεν είναι, γενικά και αόριστα, ρατσιστές. Κάποιοι Έλληνες, όμως, μπορεί κάλλιστα να είναι ρατσιστές. Όταν, λοιπόν, κάποιοι μπορούν να είναι ρατσιστές και να προχωρούν σε ρατσιστικές πράξεις, πρέπει να δούμε με ποιο τρόπο θα το αντιμετωπίσουμε. Άρα, πρέπει να δούμε πιο συγκεκριμένα τις περιπτώσεις ρατσιστικές διακρίσεων και ρατσιστικού εγκλήματος. Και να αποφεύγουμε τα στερεότυπα».

Ξένιος Ζευς

Όπως παρατηρεί ο κ. Δημητρακόπουλος «εάν στηριζόμαστε στα στερεότυπα, δημιουργούμε ένα βασικό εμπόδιο στη χάραξη πολιτικών που θα είναι αποτελεσματικές. Για παράδειγμα, η αστυνομική επιχείρηση “Ξένιος Ζευς” έχει ως βασικό στόχο την απομάκρυνση παράτυπων, παράνομων μεταναστών από τα κέντρα των πόλεων και τα σύνορα. Από το ξεκίνημά της, το 2011 μέχρι σήμερα, έγιναν 123.567 προσαγωγές. Εκ των οποίων προχώρησαν 6.910 συλλήψεις. Αριθμός που αντιπροσωπεύει 5,6% επιτυχία. Άρα, αυτή η πολύ μεγάλη επιχείρηση είχε έναν πολύ χαμηλό δείκτη αποτελεσματικότητας όσον αφορά τον στόχο, που είχε θέσει. Είχε, όμως, και πολύ σοβαρές παρενέργειες. Η παρενέργεια ήταν να εμφανισθούν στον γενικό πληθυσμό οι μετανάστες ως δυνάμει παράνομοι άνθρωποι, πράγμα που αποτελεί αντίφαση, διότι δεν μπορεί κάποιος να είναι παράνομος ως άνθρωπος. Παράλληλα μείωσε την εμπιστοσύνη των μεταναστών στην αστυνομία.
Όμως, αν η αστυνομία έχει ως στόχο, παράλληλα με τον στόχο του ελέγχου της μετανάστευσης, την καταπολέμηση του ρατσιστικού εγκλήματος και έχει αποξενώσει τα θύματα του ρατσιστικού εγκλήματος, μέσω επιχειρήσεων όπως ο Ξένιος Δίας, πώς θα μπορέσει να καταπολεμήσει το ρατσιστικό έγκλημα;»

Η Αστυνομία ως φορέας αντιμετώπισης της παράνομης μετανάστευσης και του ρατσιστικού εγκλήματος

«Φαίνεται λοιπόν» σημειώνει «εκ πρώτης όψεως ότι βρισκόμαστε μπροστά σε ένα οξύμωρο. Στην αστυνομία δίνονται δύο στόχοι και ο τρόπος με τον οποίον προσπαθεί να τους πετύχει, ακυρώνει ο ένας τον άλλον. Μπορούν να επιτευχθούν και οι δύο στόχοι; Εμείς λέμε ναι. Αλλά πως; Από τη μια μεριά ο έλεγχος της νομιμότητας υπηκόων τρίτων χωρών δεν χρειάζεται να γίνεται με κραυγαλέες επιχειρήσεις σκούπας, αλλά με συστηματικές περιπολίες μικρότερων αριθμών, όπως γίνεται σε άλλα κράτη. Η μεγάλη επιχείρηση, κυρίως όταν δημοσιοποιείται ευρέως, δημιουργεί εντυπώσεις και ενισχύει τα στερεότυπα. Άρα η Αστυνομία πρέπει να κάνει τη δουλειά της και η έκθεσή μας δείχνει τρόπους, με τους οποίους αυτό μπορεί να γίνει έτσι ώστε να είναι σεβαστά τα ανθρώπινα δικαιώματα και να αποφεύγεται η στοχοποίηση. Για παράδειγμα, αντί να γίνονται μαζικές προσαγωγές, μπορούν να χρησιμοποιηθούν φορητά μηχανήματα με τα οποία είναι δυνατή άμεσα η ταυτοπροσωπία, οπότε δεν χρειάζονται μεταγωγές με λεωφορεία. Ο κατάλληλος σύγχρονος εξοπλισμός υπάρχει και ο έλεγχος μπορεί να γίνεται άμεσα. Παράλληλα, η αστυνομία πρέπει να κερδίσει την εμπιστοσύνη των ομάδων που είναι στόχος του ρατσιστικού εγκλήματος και αυτές είναι οι μεταναστευτικές κοινότητες. Η Αστυνομία πρέπει να τις προσεγγίσει και να τις προστατεύσει από μορφές εκμετάλλευσης, όπως για παράδειγμα η παράνομη εργασία. Παράλληλα, πρέπει να τις προστατεύει απέναντι στις εξτρεμιστικές ομάδες που δρουν σε επίπεδο γειτονιάς».

Ο ρόλος της τοπικής κοινωνίας

Όπως υποστηρίζει ο κ. Δημητρακόπουλος «το βασικό συμπέρασμα της έρευνας είναι ότι τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ουγγαρία χρειάζεται να περάσει η αντιμετώπιση φαινόμενων διακρίσεων, ρατσισμού και εξτρεμισμού εκεί όπου εμφανίζονται, δηλαδή στη γειτονιά, στο σχολείο, στο δρόμο. Το κλειδί είναι η συνεργασία των τοπικών φορέων. Ούτε ο δήμος μπορεί να λύσει το πρόβλημα μόνος του, ούτε το σχολείο, ούτε το τοπικό αστυνομικό τμήμα, ούτε το τοπικό κέντρο υγείας. Υπάρχουν καλά παραδείγματα από τον νόμο, που δεν έχουν εφαρμοσθεί. Για παράδειγμα, τα τοπικά συμβούλια πρόληψης εγκληματικότητας. Επίσης, τα τοπικά μεταναστευτικά συμβούλια θα μπορούσε να είναι πολύ χρήσιμα εργαλεία επιχειρησιακού συντονισμού της δράσης κρατικών μηχανισμών εκεί που πραγματικά μετράει, δηλαδή στη συνεργασία του σχολείου με τον δήμο, την υπηρεσία υγείας και το αστυνομικό τμήμα σε επίπεδο γειτονιάς».

Τα Τοπικά Συμβούλια Καταπολέμησης της Εγκληματικότητας

Τα Τοπικά Συμβούλια Καταπολέμησης Εγκληματικότητας θεσμοθετήθηκαν με το άρθρο 16 του Ν.2713/1999 και ιδρύθηκαν το 2010. «Από τους 325 δήμους της χώρας» σημειώνει «οι 82 συγκρότησαν τέτοια συμβούλια, αλλά στην πραγματικότητα λειτούργησαν ελάχιστα. Κι αυτό, διότι είναι απαραίτητη η συμμετοχή φορέων που δεν βρίσκονται στη δικαιοδοσία του δήμου, όπως η αστυνομία και το σχολείο και πολύ συχνά οι φορείς αυτοί δεν επεδείκνυαν την απαραίτητη προθυμία συμμετοχής. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο δήμαρχος Αχαρνών αναγκάστηκε να στείλει το καλοκαίρι επίσημη επιστολή στον εισαγγελέα, για να εξαναγκάσει την αστυνομία να συμμετάσχει στο συμβούλιο εγκληματικότητας. Πρόκειται για ένα μικρό δείγμα των δυσχερειών, που αντιμετωπίζει η Τοπική Αυτοδιοίκηση στον συντονισμό φορέων, που δεν ελέγχει».

«Υπάρχει λοιπόν» συνεχίζει «πρόβλημα σύνδεσης των επιπέδων διακυβέρνησης. Άρα πρέπει να υπάρξει πρόβλεψη, ώστε οι δήμοι να έχουν τη νομική δυνατότητα να υποχρεώνουν την προσέλευση και τη δυναμική συμμετοχή των άλλων φορέων. Για να μπορέσει να δουλέψει ο επιχειρησιακός συντονισμός σε τοπικό επίπεδο. Για να γίνει αυτό, θα πρέπει να υπάρχουν οι πόροι, ανθρώπινοι και οικονομικοί. Στη νέα προγραμματική περίοδο 2014-2018 υπάρχει πλειάδα χρηματοδοτήσεων στα πλαίσια των οποίων μπορεί να βρεθεί ο τρόπος να αντληθούν τα αντίστοιχα ποσά, ειδικά μέσω του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου».

Η Τοπική Αυτοδιοίκηση

«Από κει και πέρα πρέπει να δουν οι περιφέρειες και οι δήμοι τι θα κάνουν. Η πρότασή μας είναι να υπάρχει κάθετος συντονισμός και μετά οριζόντιος. Καταρχήν η Εθνική Στρατηγική πρέπει να έχει συγκεκριμένη στόχευση, όσον αφορά στο ρατσισμό, τη ξενοφοβία και τα φαινόμενα εξτρεμισμού. Αυτή πρέπει στη συνέχεια να διαμορφωθεί σε συζήτηση με τους δημάρχους καταρχήν των μεγάλων πόλεων και τους συναρμόδιους φορείς -τον Συνήγορο του Πολίτη, την Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Πολίτη και τις μη κυβερνητικές οργανώσεις. Ο πιο σημαντικός παράγοντας, που πρέπει να συμμετάσχει στη διαμόρφωση της στρατηγικής, πρέπει να είναι η Ελληνική Αστυνομία. Στη συνέχεια αυτή η Εθνική Στρατηγική θα πρέπει να υλοποιηθεί σε τοπικό επίπεδο. Άρα θα πρέπει να προβλεφθούν οι τρόποι με τους οποίους φορείς που ανήκουν σε διάφορα υπουργεία, θα συντονίζονται μεταξύ τους για να παράγουν έργο. Και είναι απαραίτητο να ορισθεί ένας μηχανισμός συστηματικής αξιολόγησης, που πρέπει να είναι ανεξάρτητος».

Η στάση της ελληνικής κυβέρνησης και του υπουργείου Δημόσιας Τάξης

«Παράδειγμα καλής πρακτικής» χαρακτηρίζει ο κ. Δημητρακόπουλος τον τρόπο αντιμετώπισης της Χρυσής Αυγής από την ελληνική κυβέρνηση. «Διότι καταρχήν επέδειξε την απαραίτητη πολιτική βούληση να χαρακτηρίσει ακραίες ιδεολογίες, την έκφρασή τους ως έγκλημα και την οργάνωση ως εγκληματική οργάνωση».
«Κατά δεύτερον, στην έκθεση της δ/νσης Εσωτερικών Υποθέσεων του υπουργείου Δημόσιας Τάξης τον Οκτώβριο 2013 με ειλικρίνεια και σαφήνεια προτείνεται μια ουσιαστική αναμόρφωση της αστυνομίας. Σημειώνεται ότι απαιτείται να καταπολεμηθούν καταχρηστικές συμπεριφορές και η διαφθορά μέσα στο Σώμα, να αναπτυχθεί επαγγελματικό ήθος με έμφαση στην αντιμετώπισης της ρατσιστικής συμπεριφοράς. Η έκθεση τονίζει ότι είναι απαραίτητο οι ευθύνες να αναζητηθούν στην έλλειψη εσωτερικού ελέγχου από πλευράς ιεραρχίας και αυτό θεωρούμε ότι είναι πολύ θετικό και προς τη σωστή κατεύθυνση. Αναγνωρίζει προβλήματα, τα οποία χαρακτηρίζει μεμονωμένα, αλλά μετά παρουσιάζει στατιστικές που αποδεικνύουν ότι τα περιστατικά δεν είναι τελικά μεμονωμένα. Το γεγονός» καταλήγει ο κ. Δημητρακόπουλος «ότι υπάρχει έκθεση και παρουσιάζονται στατιστικά στοιχεία αποτελεί ένα δείγμα εξαιρετικής βελτίωσης της κατάστασης».

Μαρία Δεληθανάση για το ΑΠΕ- ΜΠΕ

* Ο Γιάννης Δημητρακόπουλος είναι επικεφαλής του τμήματος Ισότητας και Δικαιωμάτων του Πολίτη του FRA