οι-εκλογές-τα-likes-και-οι-αυταπάτες-των-social-media-1186773
ΠΟΛΙΤΙΚΗ | 30.05.2023 | 12:14

Οι εκλογές, τα likes και οι (αυτ)απάτες των social media

Εκλογές: Τη Δευτέρα 15 Μαΐου, ο συγγραφέας και μεταφραστής Νίκος Σαραντάκος ξεκίνησε στο προσωπικό του μπλογκ μια διαδικτυακή δημοσκόπηση, με την οποία ζητούσε από τους αναγνώστες του να μαντέψουν το αποτέλεσμα των εκλογών. «Επειδή ίσως το ιστολόγιο έχει ένα λίγο πιο ανεξίθρησκο κοινό, οι πρώτες απαντήσεις έδιναν μπροστά τη Νέα Δημοκρατία με ένα ισχνό εύρος διαφοράς της τάξης του 2% ή του 3%». Οταν ο κ. Σαραντάκος αποφάσισε να μεταφέρει το ηλεκτρονικό γκάλοπ του στο Facebook και στο Twitter, εκεί όπου ο ίδιος δίνει συχνά σφοδρές διαδικτυακές μάχες υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ, η εικόνα άρχισε σταδιακά να αντιστρέφεται. «Για να μη σας τα πολυλογώ, μέχρι το βράδυ της Παρασκευής που έκλεισε η ψηφοφορία, ο ΣΥΡΙΖΑ είχε περάσει μπροστά».

Το φαινόμενο του «αντηχείου» (echo chamber στα αγγλικά) δεν είναι πρωτοφανές στα ελληνικά πολιτικά πράγματα. Το είδαμε να εκδηλώνεται και αντίστροφα το καλοκαίρι του 2015, με τους υποστηρικτές του «Ναι» στο δημοψήφισμα να πέφτουν από τα σύννεφα όχι τόσο για την ίδια την ήττα, αλλά για το μέγεθός της. Απόλυτα συνυφασμένο με την εκρηκτική αύξηση της επιρροής των μέσων κοινωνικής δικτύωσης την περασμένη δεκαετία, το echo chamber αναφέρεται μεταφορικά στην ενίσχυση ιδεών, πεποιθήσεων και πληροφοριών όταν αυτές επαναλαμβάνονται μέσα σε ένα κλειστό σύστημα αλληλεπίδρασης με κατά βάσιν ομοϊδεάτες, όπου οι διαφορετικές απόψεις λογοκρίνονται, αποδοκιμάζονται ή δεν εκπροσωπούνται με την ίδια συχνότητα. Αν, λοιπόν, οι άνθρωποι που ακολουθούν τον κ. Νίκο Σαραντάκο είναι σε πολύ μεγάλο ποσοστό ψηφοφόροι ΣΥΡΙΖΑ, ήταν περισσότερο από αναμενόμενο η ιντερνετική τους δημοσκόπηση να αναδείξει πιθανό νικητή το κόμμα που υποστηρίζουν.

Αλλά δεν ήταν οι μόνοι «παραπλανημένοι» των εκλογών. Καθώς οι περισσότεροι από εμάς (ή, τουλάχιστον, όσοι χρησιμοποιούμε μέσα κοινωνικής δικτύωσης) είχαμε γίνει σε όλη τη διάρκεια της τετραετίας μάρτυρες ενός πρωτοφανούς επικοινωνιακού μένους κατά του πρωθυπουργού (με χαρακτηριστικά εντελώς τοξικά και γηπεδικού χαρακτήρα), πιστέψαμε κάποια στιγμή ότι εκεί έξω βράζει ο τόπος από ιερό μίσος και αγανάκτηση εναντίον του Κυριάκου Μητσοτάκη. Αυτός ήταν κι ένας λόγος που κάποιοι ήμασταν αρκετά δύσπιστοι με τις πιο ευνοϊκές για την κυβέρνηση δημοσκοπήσεις. Επίσης, είχαν δημιουργηθεί βεβαιότητες για την εκλογική συμπεριφορά των νέων, οι οποίοι θα μαύριζαν τη Νέα Δημοκρατία. Οπως είναι γνωστό, τίποτε από όλα αυτά δεν επιβεβαιώθηκε στην κάλπη. Δεν αποκλείεται, λοιπόν, ο μικρόκοσμος των social media να παραπλάνησε ακόμη και την ίδια την ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ και να την παρέσυρε σε μια προεκλογική στρατηγική που φαίνεται να βασιζόταν σε μια μάλλον αρκετά διαστρεβλωμένη αντίληψη της πραγματικότητας.

«Εγκλωβίστηκαν»

«Αν δείτε όλη την καμπάνια του ΣΥΡΙΖΑ, είναι σαν να απευθύνεται αποκλειστικά στο ακροατήριο του Twitter», μου λέει ο αντιπρόεδρος της Ν.Δ. Αδωνις Γεωργιάδης, γνωστός για την πληθωρική παρουσία του στην αρένα του πλέον εχθροπαθούς μέσου. «Αυτό δεν σημαίνει ότι στη Νέα Δημοκρατία παίρνουμε σοβαρά τι γίνεται στο Twitter ή στο Faceboοk, αλίμονο. Αντιθέτως, ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται ότι εγκλωβίστηκε απολύτως στο φαινόμενο του echo chamber, δηλαδή ο ένας άκουγε μόνο τι έλεγε ο άλλος, με αποτέλεσμα να πιστέψουν ότι αυτή είναι και η πραγματικότητα».

Είναι αλήθεια ότι ο ΣΥΡΙΖΑ επένδυσε συνειδητά στην προεκλογική μάχη στους πρωταθλητές του αντιμητσοτακικού μένους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης· με την εξαίρεση του υπερβολικά άτακτου και σε καθεστώς άτυπης επιτροπείας Παύλου Πολάκη. Η Ελενα Ακρίτα ήταν χωρίς αμφιβολία το αστέρι αυτής της διαδικτυακής εμπροσθοφυλακής, που τιμήθηκε μάλιστα με τη δεύτερη θέση στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας. Με τα ίδια κριτήρια φαίνεται ότι αποφασίστηκε και η «μεταγραφή» του Ευάγγελου Αντώναρου, ο οποίος έχει κάνει δεύτερη καριέρα στο Twitter ως λάβρος αντιμητσοτακικός σχολιαστής· το γεγονός ότι απέτυχε να εκλεγεί στην Περιφέρεια Ανατολικής Αττικής υπό τη νέα του πολιτική στέγη λέει περισσότερα για τον ΣΥΡΙΖΑ που τον υιοθέτησε κομματικά παρά για τον ίδιο.

«Πήρα το μάθημά μου»

Μιλώντας με την Ελενα Ακρίτα, καταλαβαίνω από την αρχή ότι το θέμα την απασχολεί. «Ξέρετε», μου λέει πολύ ευγενικά, «όταν έχεις 270.000 followers στο Facebook τόσο το νούμερο όσο και η αλληλεπίδραση που έχεις με αυτούς τους ανθρώπους μπορεί να αποδειχθούν παραπλανητικά μεγέθη. Υπάρχει προφανώς το σύνδρομο του echo chamber και δεν αποκλείεται να την πάτησα κι εγώ. Θα σας πω το εξής: όταν πριν από μισή ώρα έχεις κάνει μια ανάρτηση που έχει αποσπάσει μέσα σε λίγα λεπτά δέκα χιλιάδες likes και πριν καλά καλά βγεις από το σπίτι σου, σε έχουν πιάσει άνθρωποι στον δρόμο και σου λένε “κυρία Ακρίτα, πόσο δίκιο έχετε”, κάνεις ασυναίσθητα μια αναγωγή στην πραγματικότητα που όπως έδειξε η πολύ πρόσφατη εμπειρία υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να αποδειχθεί εσφαλμένη. Κι επειδή είμαι ένας άνθρωπος που του αρέσει η αυτοκριτική, δεν έχω κανένα πρόβλημα να παραδεχθώ ότι αυτό που ζήσαμε την περασμένη Κυριακή ήταν ένα μεγάλο μάθημα· ένα μάθημα δυσάρεστο, σκληρό, επώδυνο σίγουρα, αλλά μάθημα σε κάθε περίπτωση. Οφείλουμε να βγούμε, λοιπόν, από το καβούκι μας, τουλάχιστον αυτό λέω εγώ στον εαυτό μου». Επομένως, να περιμένουμε μια διαφορετική Ελενα Ακρίτα από δω και πέρα, τουλάχιστον ως προς τη διαδικτυακή της περσόνα; «Ναι, ώς ένα βαθμό. Αποφάσισα να κάνω επιλεκτικές εμφανίσεις στην τηλεόραση, ένα μέσο που όπως ξέρετε είχα αποκλείσει». Σκέφτεται, λοιπόν, να μειώσει την ψηφιακή παρουσία της, τη ρωτάω. «Δεν λέω αυτό. Και η ψηφιακή μου παρουσία δεν αφορά μόνο την κεντρική πολιτική σκηνή. Μόλις πριν από λίγο έκανα μια ανάρτηση για το “παιδί” που βασάνισε μέχρι θανάτου επτά κουτάβια, αδιανόητα πράγματα»…

Ο αναπληρωτής καθηγητής Κοινωνιολογίας της Επικοινωνίας στο ΑΠΘ Βασίλης Βαμβακάς υποστηρίζει ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν είναι το μόνο αντηχείο στο ΣΥΡΙΖΑ που τον αποκόπτει από την πραγματικότητα. «Ιστορικά, το κόμμα είναι συνδεδεμένο με ένα ευρύ και σημαντικό τμήμα διανοουμένων, οι οποίοι εισφέρουν στο κόμμα όχι μόνο την αίσθηση μιας πνευματικής/πολιτισμικής υπεροχής, αλλά και την εντύπωση μιας προνομιακής πρόσβασης στην “ψαγμένη” γνώση. Μόνο που αυτή η γνώση αφορά είτε μια φανταστική πραγματικότητα είτε μια πραγματικότητα εντελώς ξεπερασμένη, που την κοιτούν με τα γυαλιά μιας σχεδόν θεοκρατικής θεωρητικής προσέγγισης».

Ο εξειδικευμένος σε θέματα τεχνολογίας δημοσιογράφος και συγγραφέας Μανώλης Ανδριωτάκης μάς θυμίζει ότι τα social media δεν είναι εργαλεία διαλόγου αλλά εργαλεία πειθούς. «Είναι μάταιο να διερευνά κάποιος κοινωνικές ή πολιτικές τάσεις μέσα από το περιεχόμενο των δικτύων, γιατί στα δίκτυα διακινείται κυρίως μονομερές και μεροληπτικό υλικό. Αν γινόταν πραγματική συζήτηση, θα μπορούσαν να εξαχθούν πιο ασφαλή συμπεράσματα. Με το παρόν καθεστώς, τα social media δεν είναι παραμορφωτικός καθρέφτης, αλλά μια “μηχανή του χάους”, όπως την περιγράφει ο δημοσιογράφος Μαξ Φίσερ. Ο αλγόριθμος λειτουργεί υποστηρικτικά σε αυτή τη διαδικασία, καθώς οι άνθρωποι αλληλεπιδρώντας τον εκπαιδεύουν ώστε να τους κάνει ακόμη πιο προκατειλημμένους έναντι των άλλων. Το μέσο ενισχύει τον εξτρεμισμό, και την ακραία πόλωση. Οποιος βασίζει την όποια έρευνά του σε δεδομένα που άντλησε από το περιεχόμενο των social media κινδυνεύει όχι απλώς να πάρει μια διαστρεβλωμένη εικόνα της κοινωνίας, αλλά και να πιστέψει ότι οι άνθρωποι στον 21ο αιώνα έχουμε γίνει όλοι νάρκισσοι και φανατικοί. Τα social media με τη μορφή που έχουν είναι ένας περιφραγμένος χώρος που ευνοεί συγκεκριμένες συμπεριφορές, ένα πείραμα που έως τώρα το μοναδικό του όφελος στη δημοκρατία είναι ότι παρέχει μια καλή βαλβίδα αποσυμπίεσης συσσωρευμένων ατομικών αδιεξόδων».

Ο επιμελητής βιβλίων και ιστορικός Στρατής Μπουρνάζος (επικεφαλής των εξαιρετικών «Ενθεμάτων» της «Αυγής» μέχρι το 2016, όταν σύσσωμη η συντακτική ομάδα αποχώρησε εξαιτίας σοβαρών πολιτικών διαφωνιών με την τότε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ) μου λέει ότι δεν μπορεί να ξέρει κατά πόσον η φούσκα των σόσιαλ διαμόρφωσε την καμπάνια του ΣΥΡΙΖΑ, «ξέρω όμως ότι επηρέασε καθοριστικά την εικόνα και τις προσδοκίες πολλών από εμάς». Εδώ, χρειάζεται μια κρίσιμη διάκριση, επισημαίνει. «Στιχουργήματα με επωδό “γ… Μητσοτάκη” (όπως και οι γαλάζιες «πίτσες» τον Ιούνιο του 2019) μπορεί να ‘ναι μια χαρά για την ταβέρνα – μια παρέα μάλλον τέτοια θα λέει, και όχι περί εγελιανής φιλοσοφίας του κράτους. Οταν όμως μετατρέπονται σε τρόπο πολιτικής απεύθυνσης, γίνονται ολέθρια. Αυτό είναι και κλειδί για το Facebook και τις παραμορφώσεις που παράγει. Είναι δύο σε ένα: παρεΐστικο καφενείο και δημόσιος χώρος πολιτικής (ή, έστω, τον καμώνεται). Δεν υποστηρίζω μια καλοβουρτσισμένη, αποστειρωμένη πολιτική. Οπως έλεγε η Τζίνα Πολίτη, που μας αποχαιρέτισε την Τετάρτη, “ο λόγος της Αριστεράς πρέπει να είναι ένας λόγος πάθους· πάθους, αλλά όχι οργής”. Από εκεί έως τον χλευασμό του “Κούλη” ή τη δαιμονοποίηση του “Alexis”, η απόσταση είναι τεράστια». Τι προτείνει λοιπόν; Πώς μπορούμε να αυτοπροστατευθούμε; «Ας κρατήσουμε τα καλά της “φούσκας”: τη ζεστασιά, τις στιγμές, την πλάκα, τις ιστορίες, τις ωραίες σκέψεις – όχι για να μείνουμε, αλλά για να βγούμε απ’ αυτήν. Και όπλο ακαταμάχητο, παντού και πάντα, ως νοητική και ψυχική άσκηση, παραμένει να μπαίνουμε στη θέση του “αντιπάλου”».

Δεν διαφωνεί καθόλου ο Αντύπας Καρίπογλου, δικηγόρος, με έντονη παρουσία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και ενεργητική πολιτική δράση στο πρόσφατο παρελθόν. Ο ίδιος πιστεύει, μάλιστα, ότι έχουμε υπερεκτιμήσει το φαινόμενο του echo chamber. «Πρώτα απ’ όλα, και εκτός social media βρισκόμαστε καθημερινά σε echo chambers. Δεν διαλέγουμε τις παρέες μας με κριτήρια δείγματος δημοσκοπήσεων. Είναι φυσικό όταν είμαι στη δουλειά να βλέπω περισσότερους δικηγόρους από υδραυλικούς π.χ., άρα ακούω πιο πολλά πράγματα για ζητήματα που ενδιαφέρουν τους δικηγόρους, παρά τους υδραυλικούς. Απομένει στο άτομο να μπορεί να σκεφτεί ότι τα προβλήματα των δικηγόρων δεν είναι τα σοβαρότερα που απασχολούν την κοινωνία επειδή ακούει πιο πολύ γι’ αυτά, και νομίζω πως δεν θέλει πολύ μυαλό αυτό. Δεν κάνω κάτι ιδιαίτερο, λοιπόν, για να “προστατευτώ”. Απλώς έχω επίγνωση ότι ο κύκλος μου στα κοινωνικά δίκτυα δεν είναι αντιπροσωπευτικό δείγμα. Και δεν θέλω να είναι· χρησιμοποιώ τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να διασκεδάζω, να βλέπω πράγματα που με ενδιαφέρουν, να λέω αυτά που θέλω εγώ και να μιλάω με ανθρώπους που συμπαθώ».

Πηγή: Εφημερίδα Καθημερινή