διώξεις-δημοσιογράφων-τρεις-δικηγόρ-1022795
ΠΟΛΙΤΙΚΗ | 19.05.2022 | 16:49

Διώξεις δημοσιογράφων: Τρεις δικηγόροι απαντούν στην aftodioikisi.gr -“Κατάργηση των τυποκτόνων νόμων”

“Tο τελευταίο διάστημα διαπιστώνουμε ότι οι διώξεις δημοσιογράφων αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο. Από τον Κώστα Βαξεβάνη και τη Γιάννα Παπαδάκου, στην Δήμητρα Κρουστάλλη, τον Γιώργο Λακόπουλο αλλά και τον «δικό μας» Χρίστο Βούζα, οι δημοσιογράφοι αντιμετωπίζονται ως «εχθροί» της κάθε εξουσίας και σέρνονται στα δικαστήρια, με στόχο την οικονομική, κυρίως, εξόντωση τους. Με ποιον τρόπο θεωρείτε ότι μπορεί να αντιμετωπιστεί αυτό το φαινόμενο που παίρνει ανησυχητικές διαστάσεις;”: Το συγκεκριμένο ερώτημα έθεσε η aftodioikisi.gr σε τρεις διακεκριμένους νομικούς, που έχουν ασχοληθεί με τα θέματα της ελευθερίας του Τύπου.

Ιδού οι απαντήσεις που λάβαμε:

Δημήτρης Περπατάρης,

Δικηγόρος στον Άρειο Πάγο – Νομικός Σύμβουλος της Ένωσης Συντακτών Περιοδικού και Ηλεκτρονικού Τύπου

Σύμφωνα με το άρθρο μόνον παρ. 1 του Ν. 1178/1981 «περί αστικής ευθύνης του τύπου», ο ιδιοκτήτης παντός εντύπου υποχρεούται σε πλήρη αποζημίωση για την παράνομη περιουσιακή ζημία καθώς και σε χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που προξενήθηκαν υπαίτια με δημοσίευμα το οποίο θίγει την τιμή και την υπόληψη κάθε ατόμου, έστω και αν η κατά το άρθρο 914 ΑΚ υπαιτιότητα, η κατά το άρθρο 919 πρόθεση και η κατά το άρθρο 920 ΑΚ γνώση ή υπαίτια άγνοια συντρέχει στο πρόσωπο του συντάκτη του δημοσιεύματος ή αν αυτός είναι άγνωστος στον εκδότη ή το διευθυντή σύνταξης του εντύπου.

Εξάλλου, κατά την παρ. 5 του ίδιου ως άνω άρθρου (όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 37 παρ. 2 του Ν. 4356/2015 και ισχύει από την 24-12-2015, βλ. αρθρ. 69 του ίδιου νόμου) «ο αδικηθείς, πριν ασκήσει αγωγή για την προσβολή που υπέστη, υποχρεούται να καλέσει με έγγραφη εξώδικη πρόσκλησή του τον ιδιοκτήτη του εντύπου ή όταν αυτός είναι άγνωστος τον εκδότη ή το διευθυντή σύνταξής του, να αποκαταστήσει την προσβολή με την καταχώριση σε αυτό κειμένου που του υποδεικνύει. Στο κείμενο αυτό, προσδιορίζονται και οι λέξεις ή φράσεις που θεωρήθηκαν προσβλητικές και πρέπει να ανακληθούν και οι λόγοι για τους οποίους η συγκεκριμένη αναφορά υπήρξε προσβλητική. Η αποκατάσταση θεωρείται ότι επήλθε αν ο ιδιοκτήτης του εντύπου, άλλως ο εκδότης ή ο διευθυντής σύνταξης αυτού, εντός διαστήματος δέκα (10) ημερών ή σε κάθε περίπτωση στο αμέσως επόμενο τεύχος: α) ανακαλέσει ρητά την προσβολή με την παραπάνω δημοσίευση που γίνεται στην ίδια ή, αν δεν υπάρχει αυτή, σε ανάλογη θέση και φύλλο της αντίστοιχης ημέρας κυκλοφορίας της εφημερίδας που είχε καταχωριστεί η αρχή του επιλήψιμου δημοσιεύματος και σε έκταση και μέγεθος ανάλογο με το τελευταίο και β) κοινοποιήσει στον αδικηθέντα το ως άνω δημοσίευμα αποκατάστασης. Η παρέλευση άπρακτου διαστήματος δέκα (10) ημερών ή η μη δημοσίευση στο αμέσως επόμενο τεύχος θεωρείται άρνηση εκ μέρους του ιδιοκτήτη ή εκδότη του εντύπου. Η παράλειψη της παραπάνω διαδικασίας έχει ως συνέπεια την απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης. Η αγωγή αποζημίωσης της παρ. 2 πρέπει να ασκηθεί εντός (6) μηνών από την πάροδο της προθεσμίας των δέκα (10) ημερών ή της ρητής αρνητικής απάντησης, εφόσον αυτή έχει δοθεί νωρίτερα ή από την έκδοση του αμέσως επόμενου τεύχους».                   

Οι προαναφερόμενες διατάξεις του Ν. 1178/1981 εφαρμόζονται αναλόγως και επί προσβολών της προσωπικότητας οι οποίες συντελούνται στο διαδίκτυο, μέσω ηλεκτρονικών ιστοσελίδων ή άλλων ιστοτόπων (blogs) που λειτουργούν ως διεθνές μέσο διακίνησης πληροφοριών, δεδομένου ότι για τις προσβολές αυτές δεν υπάρχει ιδιαίτερο θεσμικό πλαίσιο και η αντιμετώπισή τους δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο με την αναλογική εφαρμογή της ήδη υπάρχουσας νομοθεσίας για τις προσβολές της προσωπικότητας μέσω του έντυπου (εφημερίδες, περιοδικά) ή του ηλεκτρονικού (τηλεόραση, ραδιόφωνο) τύπου, αφού η ραγδαία αναπτυσσόμενη πληροφόρηση που προσφέρεται από το διαδίκτυο σε πολυμεσική μορφή (multimedia) καθιστά το χρήστη του διαδικτύου εκτός των άλλων και αποδέκτη πληροφοριών ενώ κάνει το διαδίκτυο να προσομοιάζει με μιας νέας μορφής τηλεόραση (ΑΠ 1701/2013, ΕφΑθ 1065/2016, ΕφΑθ 1442/2015 ΝΟΜΟΣ).

Το επίκαιρο ερώτημα

Χρόνια τώρα το ερώτημα παραμένει όσο ποτέ επίκαιρο : Κινδυνεύει η τεκμηριωμένη και ανήσυχα ερευνητική δημοσιογραφία από τις πιο πάνω διατάξεις όπως τις έχει δεχτεί η Νομολογία των Δικαστηρίων μας ; Και πως στην εποχή που οικονομικοί μεγιστάνες αποκτούν μέσα κοινωνικής δικτύωσης που επηρεάζουν εκατομμύρια πολίτες και την ενημέρωσή τους , στην περίοδο που οι λέξεις fake news απέκτησαν διεθνή πιστοποίηση για μεγάλο μέρος του περιεχομένου του παγκομσμιοποιημένου διαδικτύου προστατεύεται ο πολίτης επώνυμος και μη ; Και πως σχετίζονται τα δικαιώματα  ενημέρωσης και προστασίας της προσωπικότητας σε μία εποχή που και τη χώρα μας απασχολούν τα μεγάλα προβλήματα της ουσιαστικής ανελευθερίας kai αυτολογοκρισίας του τύπου  (γραπτού και ηλεκτρονικού) και των δημοσιογράφων  όπως καταγράφονται και στιγματίζονται (; ) διεθνώς .  Mε συνεχείς απειλές, αυθαίρετες διώξεις, φυλακίσεις και επιλεκτικές δολοφονίες από συμμορίες παρακρατικών και μαφίες του οργανωμένου εγκλήματος κατά αξιόπιστων δημοσιογράφων  που στοχεύουν στην εξόντωση της ανεξάρτητης δημοσιογραφίας και των αδέσμευτων, συνεπών επαγγελματιών της. Εκείνων των ευσυνείδητων καθημερινών ηρώων της ενημέρωσης που επιμένουν να λειτουργούν με αξιοπρέπεια στις ζοφερές συνθήκες φίμωσης του Τύπου, κρατικής καταστολής, καταχρηστικών και δρακόντειων νόμων που απαγορεύουν τον πλουραλισμό και τον σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα.

Βιομηχανίες αγωγών

Μεγάλη η συζήτηση που χωρεί αλλά να ξεκινήσουμε από τα βασικά. Και το πλέον βασικό είναι η διασφάλιση του αναγκαίου ζωικού χώρου για την δημοσιογραφική έρευνα και την αλήθεια (χωρίς εισαγωγικά) που δεν είναι αρεστή. Αρκεί να είναι αντικειμενικά και δεοντολογικά τεκμηριωμένη. Να πρεσβεύει τον λόγο και να επιδιώκει τον αντίλογο. Σε αυτά τα πρωταρχικά δικαιώματα σύμφωνα και με τη  πάγια θέση των Δημοσιογραφικών Ενώσεων διατάξεις τυποκτόνων νόμων που έχουν δημιουργήσει ήδη τη δική τους παράδοση  μιας βιομηχανίας αγωγών που σκοπό  τους  έχουν να φιμώσουν τον Τύπο και τους δημοσιογράφους δεν έχουν θέση .

Οι  δικαστικές διεκδικήσεις υπέρογκων ποσών  από Μέσα και δημοσιογράφους στην ουσία επιχειρούν να τους εξοντώσουν, να εμποδίσουν τη δημοσιογραφική έρευνα και να σταματήσουν τις αποκαλύψεις. Επιθυμούν η δημοσιογραφία στη χώρα μας να μην είναι αποκαλυπτική, αλλά ελεγχόμενη. Να μην ενοχλεί και να μην ασχολείται με θέματα που θίγουν συμφέροντα.

Λάμπρος Π. Σμαΐλης

Δικηγόρος (Δημοσιογράφος από το 1980 έως το 2010)

Το φαινόμενο να αντιμετωπίζονται οι δημοσιογράφοι ως «εχθροί» της κάθε εξουσίας και να σέρνονται στα δικαστήρια, με στόχο την οικονομική, κυρίως, εξόντωση τους είναι διαχρονικό. Θυμίζω στο παρελθόν τις διώξεις κατά των δημοσιογράφων Μανώλη Βασιλάκη, Γιάννη Ντάσκα, Δημήτρη Ρίζου, Νικήτα Λιοναράκη, Κώστα Κάρη και τόσων άλλων  που μάλιστα έφθασαν και στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) το οποίο καταδίκασε πολλές φορές την Ελλάδα.

Αλλά και πρόσφατα, αυτοί που σήμερα έχουν κάνει σημαία την ελευθερία του τύπου στην Ελλάδα κατηγορώντας δριμύτατα την κυβέρνηση Μητσοτάκη, χρησιμοποιούν τα ίδια μέσα αποσκοπώντας στην οικονομική εξόντωση των δημοσιογράφων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η αγωγή αποζημίωσης του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξη Τσίπρα κατά των δημοσιογράφων Γιώργου Παπαχρήστου και Γιάννη Κουρτάκη με την οποία ζητούσε χρηματική ικανοποίηση ποσού 1.000.000 ευρώ από τον καθένα.

Η αλήθεια είναι ότι από τον 1981, όταν η τότε κυβερνητική πλειοψηφία στη Βουλή με πρωθυπουργό τον Γεώργιο Ράλλη ψήφισε τον περιβόητο Νόμο 1178/1981 «περί αστικής ευθύνης του τύπου» που ισχύει από την 14.07.1981  έως σήμερα, οι πολιτικοί όλων των πλευρών και των αποχρώσεων, είτε από δεξιά είτε από αριστερά, χρησιμοποίησαν το οπλοστάσιο αυτό για να φιμώσουν την ελευθερία του τύπου παρά το γεγονός ότι σε αντίθεση με έναν απλό πολίτη που συκοφαντείται, είχαν τη δυνατότητα να απαντήσουν μέσω των ΜΜΕ σε όσα θεωρούν ότι είναι ψευδή και ότι προσβάλλουν την προσωπικότητά τους.

Άλλωστε το ΕΔΔΑ αναγνωρίζοντας εκ προοιμίου τον κορυφαίο ρόλο του Τύπου και των δημοσιογράφων σε με μια δημοκρατική κοινωνία ως του «σκύλου-φύλακα», έχει κρίνει ότι ακριβώς λόγω αυτής της λειτουργίας, η δημοσιογραφική ελευθερία συνεπάγεται την πιθανή προσφυγή σε κάποια δόση υπερβολής, ακόμα και πρόκλησης.

Το ΕΔΔΑ έχει επανειλημμένα υπενθυμίσει ότι τα όρια της αποδεκτής κριτικής ενός πολιτικού προσώπου, το οποίο γίνεται στόχος της με αυτή του την ιδιότητα, είναι ευρύτερα απ’ ό,τι ενός απλού «ιδιώτη»: το πολιτικό πρόσωπο εκτίθεται αναπόφευκτα και συνειδητά στον προσεκτικό έλεγχο των πράξεων και κινήσεών του, τόσο εκ μέρους των δημοσιογράφων όσο και εκ μέρους του μεγάλου αριθμού των πολιτών.

Αμερικάνικα Δικαστήρια: Ανεχόμαστε ακόμη και ψευδείς αναφορές

Κατά συνέπεια, ο πολιτικός ως εκτιθέμενο δημόσιο πρόσωπο πρέπει να επιδεικνύει μεγαλύτερη ανεκτικότητα.

Αντίστοιχα, και στη νομολογία των αμερικανικών δικαστηρίων έχει γίνει αποδεκτό ότι “Αν και οι ψευδείς αναφορές δεν έχουν εγγενή αξία, ο χώρος για να αναπνεύσει η ελευθερία της έκφρασης, ώστε να ανθήσει, απαιτεί να ανεχόμαστε περιοδικώς ψευδείς αναφορές, τουλάχιστον για να μην υπάρξει ένα αφόρητο αποτέλεσμα ‘παγώματος’ του λόγου, ο οποίος έχει συνταγματική αξία”.

Κατόπιν των αποφάσεων του ΕΔΔΑ επήλθαν μεν κάποιες αλλαγές στον Νόμο 1178/1981 αλλά διατηρήθηκε η άσκηση ποινικών διώξεων κατά των δημοσιογράφων για τις ίδιες πράξεις. Καταργήθηκε βέβαια η ελάχιστη υποχρεωτική χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από δημοσίευμα, αλλά θεσπίστηκαν ενδεικτικά κριτήρια για την επιμέτρησή της από το δικαστήριο. Προβλέφθηκε μεν η υποχρέωση του αδικηθέντος πριν ασκήσει αγωγή αποζημίωσης να καλέσει με εξώδικη πρόσκληση προς αποκατάσταση της προσβολής με την καταχώρηση του σύντομου επεξηγηματικού κειμένου που υποδεικνύει. Ωστόσο τα δημόσια πρόσωπα χρησιμοποίησαν παρελκυστικά αυτή τη διάταξη αφού στις εξώδικες προσκλήσεις τους δεν επιδίωκαν την αποκατάσταση της αλήθειας με την διόρθωση των ανακριβών στοιχείων αλλά με την απαίτηση δημοσιοποίησης ταπεινωτικών δηλώσεων οδηγούσαν παρελκυστικά το δημοσιογράφο ή το μέσο στο δικαστήριο με στόχο τον εκφοβισμό όσων  συλλέγουν, παράγουν και δημοσιοποιούν ειδήσεις που αφορούν το δημόσιο συμφέρον.

Να καταργηθεί ο τυποκτόντος νόμος Ράλλη

Ο μόνος τρόπος, για να σταματήσει επομένως αυτό το φαινόμενο, αντί να τροποποιείται κάθε φορά, όπως και πριν από δύο μήνες, είναι να καταργηθεί ο τυποκτόνος νόμος 1178/1981 της κυβέρνησης Ράλλη, ώστε να παύσει επιτέλους η βιομηχανία αγωγών που μοναδικό στόχο έχουν να πλήξουν την ελευθερία του Τύπου. Αλλά η κατάργηση αυτού του νόμου προϋποθέτει ότι τα πολιτικά και εν γένει τα δημόσια πρόσωπα θα αποδεχθούν ότι τα θέματα που προκύπτουν από τη δημόσια κριτική δεν θα πρέπει να επιλύονται στις αίθουσες των δικαστηρίων.

Υποδειγματική προς τούτο είναι η συμπεριφορά του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Νίκου Αναστασιάδη ο οποίος απαντώντας πρόσφατα σε πολύ σκληρά δημοσιεύματα σε βάρος του δήλωσε: «Με πλήρη σεβασμό στην ελευθερία των ΜΜΕ αλλά και στην ελευθερία του λόγου απέφυγα, στη 40χρονη παρουσία μου στα πολιτικά δρώμενα της χώρας μας, την όποια άσκηση των νομικών μου δικαιωμάτων, αναγνωρίζοντας πως η εμπλοκή στα κοινά έχει ως συνεπακόλουθο και το αναφαίρετο δικαίωμα των ΜΜΕ και των εκπροσώπων τους να με κρίνουν ή και να με επικρίνουν».

Αλλά και οι δημοσιογράφοι οφείλουν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους να στηρίζονται στις αρχές του Κώδικα Δεοντολογίας του δημοσιογραφικού επαγγέλματος, όπως ψηφίστηκε από τη Γ.Σ. της ΕΣΗΕΑ, το 1998 και του Παγκόσμιου Χάρτη Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας της ΔΟΔ. Γιατί δυστυχώς, τα μεμονωμένα φαινόμενα «δημοσιογραφικής» ασυδοσίας αποτελούν το τέλειο άλλοθι για την εκάστοτε πολιτική εξουσία να λαμβάνει πρόσθετα νομοθετικά μέτρα τα οποία «παγώνουν» την ελευθερία του τύπου στο σύνολό της.

Η ελευθερία της έκφρασης, όπως έγραφε και ο αείμνηστος Σταύρος Τσακυράκης, είναι κάτι ξεχωριστό και μοναδικά πολύτιμο και γι’ αυτό η εξουσία δεν μπορεί να την περιορίζει όπως περιορίζει άλλες ελευθερίες του ανθρώπου αλλά χρειάζεται ιδιαίτερα σοβαρούς λόγους για αυτό.

Φιλοθέη Βαρσαμή, 

Δικηγόρος 

Κατ αρχήν να συμφωνήσουμε ότι θεσμικός ρόλος των δημοσιογράφων είναι ο έλεγχος της εξουσίας και αυτός ο ρόλος τους (όταν τον ασκούν) όντως τους καθιστά ακόμα και «εχθρούς» της. Διαχρονικά η σχέση ελεγχόμενου-ελεγκτή μεταξύ προσώπων που ασκούν πολιτική και φορέων της «Τέταρτης Εξουσίας» δημιουργεί συγκρούσεις οι οποίες, στην επίσημη μορφή τους, καταλήγουν και στις δικαστικές αίθουσες. Το πόσο συχνά γίνεται αυτό, συναρτάται στενά με την ποιότητα της Δημοκρατίας: ένα κράτος με κουλτούρα διαφάνειας, σοβαρούς δημοσιογράφους και πολιτικούς, δεσμευτικούς και συγκεκριμένους κανόνες δεοντολογίας και άσκησης της δημοσιογραφίας συνδεδεμένους με σοβαρές κυρώσεις σε περίπτωση παραβίασής τους, λειτουργικές ανεξάρτητες αρχές (όπως το ΕΣΡ), σοβαρό, αξιόπιστο και ακηδεμόνευτο συνδικαλισμό (όπως η ΕΣΗΕΑ), αποτελεσματικούς μηχανισμούς ελέγχου των οικονομικών κομμάτων, πολιτικών προσώπων και δημοσιογράφων και αυστηρή, «τυφλή», ταχεία, ανεξάρτητη Δικαιοσύνη δεν θα χρειαστεί να αντιμετωπίσει συχνά τέτοιες περιπτώσεις. Αυτό γιατί σε μία Δημοκρατία που λειτουργούν ικανοποιητικά όλα τα παραπάνω, ούτε ο δημοσιογράφος μπορεί εύκολα να λειτουργήσει αντιδεοντολογικά, έως και παράνομα (από στήσιμο ψευδοσκανδάλων μέχρι δολοφονία χαρακτήρων), ούτε ο πολιτικός μπορεί εύκολα να καταφύγει στη δικαιοσύνη με στόχο την κατασταλτική λογοκρισία, τη φίμωση ή και την εξόντωση (σε οικονομικό επίπεδο κατ αρχήν, αλλά όχι μόνο) ενοχλητικών δημοσιογράφων. Υπό αυτή την έννοια, η αυξητική τάση που περιγράφετε στην ερώτησή σας, υποδηλώνει κατ αρχην λειτουργική ανεπάρκεια των σχετικών φορέων, αρχών και θεσμών και καταδεικνύει, ως ισχυρό σύμπτωμα, έως και λειτουργική ανεπάρκεια της Δημοκρατίας στη χώρα. Η κατρακύλα της Ελλάδας στην κατάταξή της ως προς το θέμα της ελευθερίας του τύπου στην 108η θέση παγκοσμίως (από την 70η  θέση την περασμένη χρονιά) με συνεκτιμώμενους ως προς την κατάταξη αυτή παράγοντες τις δικαστικές διώξεις σε δημοσιογράφους, την παρακολούθηση δημοσιογράφων από την ΕΥΠ, την πολιτική πόλωση του τύπου και τη νομοθεσία που ποινικοποιεί τη διάδοση ψευδών ειδήσεων, επιβεβαιώνει ότι η «γεωμετρική πρόοδος» εμπλοκής της δικαιοσύνης στις διαφωνίες δημοσιογράφων-πολιτικών και δη με ένταση που κλιμακώθηκε πρωτοφανώς (εννοώ τις περιπτώσεις Βαξεβάνη-Παπαδάκου) όντως συνιστά φαινόμενο που παίρνει ανησυχητικές διαστάσεις και κινητοποιεί τα αντανακλαστικά κάθε δημοκρατικού πολίτη.

Μόνη λύση η ενδυνάμωση της Δημοκρατίας

Δεδομένων των ανωτέρω, οι προτάσεις αντιμετώπισης του φαινομένου ισοδυναμούν με προτάσεις ενδυνάμωσης της Δημοκρατίας. Σε αυτό το πλαίσιο και ακριβώς λόγω της σοβαρότητας του ζητήματος, ήδη η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επιχειρεί να λάβει μέτρα για τη βελτίωση της προστασίας των δημοσιογράφων από καταχρηστικές δικαστικές διαδικασίες με σχετική Οδηγία και με συμπληρωματική Σύσταση προς ενθάρρυνση των κρατών μελών «να ευθυγραμμίσουν τους κανόνες τους με την προτεινόμενη νομοθεσία της ΕΕ». Σε εθνικό επίπεδο, προφανώς θα συνέβαλλε στην αντιμετώπιση της πρακτικής διώξεων σε δημοσιογράφους από πολιτικούς η διακομματική βούληση ενίσχυσης της πραγματικής ελευθεροτυπίας, δια της ενίσχυσης (θεσμικής, ακόμα και υλικής) διάμεσων φορέων και θεσμών που ανωτέρω ενδεικτικά αναφέρθηκαν. Βέβαια, κάτι τέτοιο προϋποθέτει πολιτική βούληση βελτίωσης της τρέχουσας κατάστασης και, δυστυχώς, τέτοια βούληση δεν έχουμε, νομίζω, επαρκή στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι υφίσταται. Κατά συνέπεια, αναγκαστικά συνυπολογίζουμε ως τρόπο αντιμετώπισης (έστω, αποφόρτισης) του φαινομένου που συζητάμε, τη δικαστηριακή πρακτική, όπως έχει παγιωθεί ως συνήθης νομολογία: Ως προς τις «ελαφρύτερες» και πιο συχνές περιπτώσεις «δια του τύπου διαπραττομένων αδικημάτων», είναι γνωστό ότι τα ελληνικά δικαστήρια, λαμβάνοντας υπ όψιν αντικειμενικά και υποκειμενικά κριτήρια που απαιτεί ο νόμος, δεν επιδικάζουν συνήθως εξοντωτικές αποζημιώσεις για ηθική βλάβη, ενώ και σε επίπεδο ποινικών διώξεων για τα συνήθη αδικήματα «δια του τύπου» (εξύβριση, δυσφήμιση, συκοφαντική δυσφήμιση) πρέπει να πληρούνται συγκεκριμένες προϋποθέσεις ώστε να καταδικαστεί δημοσιογράφος για το ρεπορτάζ του. Δεν μπορώ να πω το ίδιο για τις βαριές και πρωτοφανείς περιπτώσεις (όπως η κλήση σε απολογία δημοσιογράφων για κακουργηματικές πράξεις μεταξύ των οποίων η συμμετοχή σε «εγκληματική οργάνωση») γιατί εκεί η κλιμάκωση της σύγκρουσης είναι πολύ απότομη και τα πράγματα λιγότερο χαρτογραφημένα και πολύ πιο επικίνδυνα. Σε κάθε περίπτωση, επειδή ο «πόλεμος» γύρω από την ελευθεροτυπία με φόντο τη δικαιοσύνη, δείχνει να αγριεύει, πάντα θα βοηθάει τον δημοσιογράφο το εμπεριστατωμένο και διασταυρωμένο ρεπορτάζ του, τον πολιτικό η τιμιότητά του (να είναι, αλλά και να φαίνεται τίμιος, κατά το γνωστό ρητό) και τον Δικαστή η απόφασή του, εφόσον όντως εκδίδεται σύμφωνα με τους νόμους, το Σύνταγμα και τη συνείδησή του.