γ-καμίνης-εθελοτυφλεί-όποιος-δεν-αναγ-242280
ΔΗΜΟΙ | 04.11.2013 | 20:45

Γ. Καμίνης: Εθελοτυφλεί όποιος δεν αναγνωρίζει σήμερα τον πολυφυλετικό χαρακτήρα της Αθήνας

“Η βία γεννά βία, αλλά η βία δεν δικαιολογεί τη βία”, ανέφερε ο δήμαρχος Αθηναίων Γιώργος Καμίνης στην ομιλία του σε εκδήλωση που διοργάνωσε το περιοδικό “Μεταρρύθμιση”.

Όπως είπε ο κ.Καμίνης η στυγερή δολοφονία των δύο νέων στο Νέο Ηράκλειο, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί και ούτε θα έπρεπε να «παραγράψει», καθ’ οιονδήποτε τρόπο, τις πρόσφατες αποκαλύψεις- μετά τη δολοφονική επίθεση εναντίον του νεαρού μουσικού στο Πέραμα – για την σωρεία των εγκληματικών δράσεων μελών και βουλευτών της Χρυσής Αυγής, που έχουν πάρει τον δρόμο της δικαιοσύνης. “Σεβασμός στη μνήμη των θυμάτων, αλλά και σεβασμός στη λειτουργία της δικαιοσύνης”, ανέφερε συγκεκριμένα τονίζοντας πως “το δημοκρατικό πολίτευμα πρέπει να αποδειχθεί ισχυρό και να αντιμετωπίσει με άμεσα αποτελεσματικό τρόπο την άκρως ανησυχητική αύξηση του ρατσισμού, του εξτρεμισμού και της προσφυγής στη βία”.

Ο δήμαρχος Αθηναίων παρατήρησε ότι “το φαινόμενο και το πρόβλημα –όσο κι αν τους τελευταίους μήνες τα μάτια της Ευρώπης είναι στραμμένα στην Ελλάδα– σε καμία περίπτωση δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό”, με αποτέλεσμα “είκοσι χρόνια από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ και λίγους μήνες πριν από τις Ευρωεκλογές, να αποτελεί κοινή διαπίστωση, ότι το φάντασμα του ευρωσκεπτικισμού πλανιέται βαρύ πάνω από την Ευρώπη: τα ακροδεξιά κόμματα κερδίζουν σε απήχηση και ο εθνικισμός αναβιώνει”.

Για την άνοδο των ακραίων κομμάτων, ο δήμαρχος πρόσθεσε ότι μεγάλο μερίδιο ευθύνης έχουν πάντως και “οι πολιτικές ασφυκτικής λιτότητας, η υψηλή ανεργία και η κρίση αξιοπιστίας πολιτικών και πολιτικών κομμάτων αλλά και η κρατική απουσία. Ειδικότερα, για τον κ.Καμίνη το νεοναζιστικό μόρφωμα είχε ήδη καταφέρει να διεισδύσει στις πρώην μεσοαστικές γειτονιές της Αθήνας, που άρχισαν σταδιακά να εγκαταλείπονται από τη δεκαετία του 1980 και να υποβαθμίζονται, δεχόμενες παράλληλα έναν αυξανόμενο αριθμό παράνομων μεταναστών, καλύπτοντας εκεί το κενό που είχε δημιουργήσει η αδιαφορία του κράτους και αναλαμβάνοντας να παίξει το ρόλο του προστάτη των αδυνάτων Ελλήνων.

Όπως τόνισε είναι ενδεικτικό, ότι παρά την αποκάλυψη των εγκληματικών της πράξεων κι ενώ η ελληνική κοινή γνώμη αναμένει η ανακριτική διαδικασία να οδηγήσει σε καταδίκες μελών της Χρυσής Αυγής, οι ρίζες του δεξιού εξτρεμισμού “δεν ξεριζώνονται όσο εύκολα κάποιοι νομίζουν. Υπολογίζεται ότι τα ποσοστά της οργάνωσης στην Α΄ και Β΄ Αθήνας εξακολουθούν να είναι υψηλά, ξεπερνώντας το 8%“.

Ως ανάχωμα στη νεοναζιστική βία και τη ρητορική του ρατσισμού δημιουργήσαμε θεσμούς ομαλής ένταξης των μεταναστών, ο κ.Καμίνης προέταξε τις δράσεις των υπηρεσιών και τις πρωτοβουλίες του δήμου καθώς και τα προγράμματα κοινωνικής πολιτικής απευθύνονται σε όλους, χωρίς φυσικά διακρίσεις, ανεξαρτήτως εθνικότητας, καταγωγής θρησκείας ή χρώματος: “Η διατήρηση της κοινωνικής συνοχής αλλά και της συνεχούς ενεργοποίησης υπήρξε επιδίωξη απόλυτης προτεραιότητας. Δεν θα εκχωρούσαμε πεδία για εύκολη πολιτική εκμετάλλευση και λαϊκισμό στη ρητορική και βία της Χρυσής Αυγής”.

Πιο συγκεκριμένα, ο δήμαρχος Αθηναίων περιέγραψε πως για να ρίξει τις πρώτες γέφυρες με τις κοινότητες μεταναστών στην πρωτεύουσα, η δημοτική αρχή δημιούργησε το Συμβούλιο Ένταξης Μεταναστών του Δήμου Αθηναίων, το πρώτο θεσμικό – μικτό -όργανο του ελληνικού κράτους, στο οποίο, εκτός από μέλη των δημοτικών συμβουλίων, συμμετέχουν και εκπρόσωποι μεταναστών. Το Συμβούλιο αυτό, στο οποίο συμμετέχουν και εκπροσωπούνται 23 κοινότητες, αποτελείται – όπως ορίζει ο νόμος – από 11 μέλη, και συνεδριάζει πλέον τακτικά, μία φορά το μήνα. Καταγράφει και διερευνά προβλήματα μεταναστών σχετικά με την ενσωμάτωσή τους, σε δραστηριότητες της καθημερινότητας, ή κατά τις συναλλαγές τους με τις δημόσιες ή δημοτικές υπηρεσίες. Στηρίζει, παράλληλα, τη δημιουργία συμβουλευτικών ομάδων καθώς και πρωτοβουλίες για την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής.

Επισημάνθηκε δε πως ο δήμος στηρίζει σήμερα 38.000 κατοίκους, με μοναδικό κριτήριο την φτώχεια και την ανέχεια, και πιο συγκεκριμένα:

Στο Δημοτικό Βρεφοκομείο της Αθήνας, [όπου φιλοξενούνται 5.500 παιδιά], γίνονται δεκτά ανεξαιρέτως όλα τα παιδιά, αρκεί να πληρούν τις τυπικές προϋποθέσεις, με αδιάβλητο, ηλεκτρονικό σύστημα. Χωρίς καμία διάκριση ιθαγένειας φιλοξενούνται παιδιά από την Αλβανία, τη Ρουμανία, τη Αίγυπτο, τη Συρία και άλλες χώρες. Επίσης γίνονται επιμορφωτικά προγράμματα προς τους παιδαγωγούς για την αποδοχή και ένταξη της διαφορετικότητας ενώ παρέχεται ψυχοκοινωνική υποστήριξη στις οικογένειες των μεταναστών.

Πρόσβαση και βοήθεια, χωρίς καμία διάκριση, έχουν οι μετανάστες και στον Κόμβο Αλληλοβοήθειας που ιδρύσαμε, για την παροχή τροφίμων, ένδυσης ή άλλων απαραίτητων προϊόντων σε άπορες οικογένειες. Το ίδιο ισχύει και για το Κοινωνικό Παντοπωλείο, το Κέντρο Αλληλεγγύης για την Οικογένεια, ή τα άλλα κοινωνικά προγράμματα που υλοποιεί ο Δήμος της Αθήνας, σε συνεργασία με τον ιδιωτικό φορέα, εθελοντές και ενεργούς πολίτες.

Επιπλέον, προχωρούν προγράμματα μαθημάτων ελληνικής γλώσσας, στην παροχή συμβουλευτικών ή και εκπαιδευτικών υπηρεσιών για εύρεση απασχόλησης ή δραστηριοποίηση μεταναστών στον τομέα της Κοινωνικής Επιχειρηματικότητας. Επίσης, ιδιαίτερα επιτυχημένες αποδείχτηκαν και οι «Δράσεις σε Γειτονιές», για την επικοινωνία και συνάφεια της διαφορετικών παραδόσεων, εθίμων αλλά και συνηθειών της καθημερινότητας.

Όπως επεσήμανε ο κ.Καμίνης “όποιος δεν αναγνωρίζει σήμερα τον πολυφυλετικό χαρακτήρα του δήμου της Αθήνας, απλώς εθελοτυφλεί, με μη κατανοητά πολιτικά κίνητρα. Υπολογίζεται ότι τουλάχιστον το 20% του πληθυσμού είναι μη – ελληνικής καταγωγής, και ότι περισσότεροι από 140.000 μετανάστες ή κάτοικοι με μεταναστευτικό παρελθόν ζουν στα 7 δημοτικά διαμερίσματα – λαμβάνοντας βέβαια ταυτοχρόνως υπόψη ότι επίσημες και συστηματικές καταγραφές δεν υπάρχουν και ότι ο αριθμός των παράνομων μεταναστών είναι δύσκολα εξακριβώσιμος και μετρήσιμος”.

Για τη δημοτική αρχή η ανάδειξη του πολυπολιτισμικού χαρακτήρα της πόλης – όπως άλλωστε συμβαίνει και στις άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες – αποτέλεσε στοίχημα και πρόκληση, τόνισε ο κ.Καμίνης “ευελπιστώντας βεβαίως, ταυτόχρονα, στην άμεση διαμόρφωση μιας σοβαρής μεταναστευτικής πολιτικής, όχι μόνον από το ελληνικό κράτος, αλλά κι ενός κοινού ευρωπαϊκού μετώπου, ειδικά για τις χώρες του Νότου”.