δικαστική-νίκη-αράπογλου-κατά-παπαγε-319921
ΔΗΜΟΙ | 20.01.2009 | 00:00

δικαστική νίκη Αράπογλου κατά Παπαγεωργόπουλου. Όλο το κείμενο της απόφασης

Την απόρριψη της αγωγής για συκοφαντική δυσφήμιση, που είχε καταθέσει ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης Βασίλης Παπαγεωργόπουλος σε βάρος της επικεφαλής της μείζονος αντιπολίτευσης στο δημοτικό Συμβούλιο Χρύσας Αράπογλου σχετικά με όσα είχε πει σε συνεντεύξεις Τύπου για οικονομικά σκάνδαλα και κακοδιαχείριση στον δήμο, αποφάσισε το Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Το δικαστήριο απέρριψε την αγωγή «ως ουσία αβάσιμη» και επιδίκασε στον κ. Παπαγεωργόπουλο να καταβάλει τα δικαστικά έξοδα της κ. Αράπογλου, τα οποία όρισε στο ποσό των 21.000 ευρώ.

Παρουσιάζοντας σε συνέντευξη Τύπου την απόφαση η κ. Αράπογλου έκανε λόγο «νομική, ηθική και πολιτική δικαίωση» για την ίδια και την παράταξη της και κάλεσε το δήμαρχο «να απομακρύνει άμεσα τα πρόσωπα που αναφέρονται στην απόφαση του δικαστηρίου, με πρώτο τον γενικό γραμματέα του δήμου κ. Λεμούσια, να συγκροτήσει διαπαραταξιακή επιτροπή η οποία θα εξετάσει τα οικονομικά του δήμου, να βοηθήσει τους ελέγχους που βρίσκονται σε εξέλιξη, να ζητήσει συγγνώμη από τη Θεσσαλονίκη και να αποχωρήσει».

«Οι πολιτικές διαφορές δεν λύνονται στα δικαστήρια», επισήμανε η κ. Αράπογλου και δήλωσε πως η ίδια θα συνεχίσει να ασκεί αντιπολίτευση στο δήμο με γνώμονα τα συμφέροντα της πόλης.

Σε ότι αφορά τη διερεύνηση των υποθέσεων με την υπεξαίρεση κονδυλίων από την Ταμειακή Υπηρεσία του δήμου και το έλλειμμα στην Παγία Προκαταβολή τόνισε ότι υπάρχει μεγάλη καθυστέρηση και καταλόγισε ευθύνες στην κυβέρνηση για «εσκεμμένη αδράνεια».

H ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ δΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

Αριθμός απόφασης: 269/2009
(Αριθμός κατάθεσης αγωγής: 14206/16-4-2008)
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟδΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΕΙδΙΚΗ δΙΑδΙΚΑΣΙΑ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ σττό τους δικαστές: Μαγδαληνή Καρανάσιου – Καγκελίδη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Καλλιόπη Λόλα, Πρωτοδίκη, Μαρία Παπαδοπούλου, Πρωτοδίκη – Εισηγήτρια, και τον Γραμματέα Αλκιβιάδη Παυλίδη.
ΣΥΝΕδΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 22 και στις 29 Οκτωβρίου 2008, για να δικάσει την υπ’ αριθμ. καταθ. 14206/16-4-2008 αγωγή με αντικείμενο επιδίκαση αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας, μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: Βασιλείου Παπαγεωργόπουλου του Νικήτα, κατοίκου Θεσσαλονίκης, ο οποίος παραστάθηκε στο δικαστήριο δια των πληρεξουσίων δικηγόρων δημητρίου Σούσουρα (A.M.δ.Σ. Θεσσαλονίκης 7068), Αλέξανδρου Κρυσταλλίδη (A.M.δ.Σ. Αθηνών 11497) και Αλεξάνδρου Κατσαντώνη (Α. Μ.δ. Σ. Αθηνών 1094), και κατέθεσε προτάσεις.
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Χρυσής (Χρύσας) Αράπογλου, κατοίκου Θεσσαλονίκης, η οποία παραστάθηκε στο δικαστήριο μετά των πληρεξουσίων δικηγόρων Κωνσταντίνου Μαμέλη (Α.Μ.δ.Σ. Θεσσαλονίκης 1063) και Νικολάου Κωνσταντόπουλου (A.M.δ.Σ. Αθηνών 6557), και κατέθεσε προτάσεις.
Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, μετά από νόμιμη εκ του πινακίου αναβολή κατά τη δικάσιμο της 28-5-2008, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ δΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 57 ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητα του, έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 59 ΑΚ, στις περιπτώσεις των δύο προηγούμενων άρθρων (επομένως και του άρθρου 57), το δικαστήριο με απόφαση του, ύστερα από αίτηση αυτού που είχε προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της (13° φύλλο της υπ’ αριθμ. 269/2009 απόφασης του ΠολΠρωτΘεσ/νίκης)
Αποσπάσματα της ανωτέρω συνέντευξης μεταδόθηκαν από τηλεοπτικούς σταθμούς πανελλήνιας εμβέλειας ενώ παράλληλα δημοσιεύθηκαν και σε φύλλα εφημερίδων ευρείας κυκλοφορίας {βλ. τα προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως φύλλα των εφημερίδων ΕΘΝΟΣ”, “ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ” “ΜΑΚΕδΟΝΙΑ”, “ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ”, “Η ΕΦΗΜΕΡΙδΑ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ”, “ΚΕΡδΟΣ”, “Metrosport”). Ο ενάγων διατείνεται, με το αγωγικό δικόγραφο, ότι το περιεχόμενο της επίδικης συνέντευξης έχει χαρακτήρα συκοφαντικό και εξυβριστικό για το πρόσωπο του. Ωστόσο, από όλα τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε ότι οι αναφορές της εναγομένης κατά το μέρος που συνιστούν ισχυρισμό γεγονότων, ήτοι περιστατικών του εξωτερικού κόσμου αναγόμενων στο παρελθόν ή το παρόν που μπορούν να υποπέσουν στις ανθρώπινες αισθήσεις και είναι δεκτικά απόδειξης, είναι κατά βάσιν αληθείς. Ειδικότερα, τόσο από τις καταθέσεις αμφοτέρων των εξετασθέντων μαρτύρων, όσο και από τα προσκομιζόμενα έγγραφα, αποδείχθηκε ότι από το έτος 2002 και μετά είδαν το φως της δημοσιότητας τρία κρούσματα οικονομικών ατασθαλιών στο δήμο Θεσσαλονίκης και συγκεκριμένα, υπεξαιρέσεις μεγάλων χρηματικών ποσών του δήμου, που φέρονται ότι τελέσθηκαν από δημοτικούς υπαλλήλους, και εκκρεμούν ήδη ενώπιον των αρμόδιων ποινικών δικαστηρίων. Ειδικότερα, κατά το έτος 2003 αποκαλύφθηκε ότι μία δημοτική υπάλληλος ιδιοποιήθηκε παρανόμως, σε χρονικό διάστημα δύο ετών περίπου, ποσό άνω των 100.000 ευρώ, προερχόμενο από έσοδα των δημοτικών γυμναστηρίων ενώ τέσσερα χρόνια αργότερα αποκαλύφθηκε ότι έτερη δημοτική υπάλληλος υπεξαίρεσε, με μερικότερες πράξεις τελεσθείσες σε χρονικό διάστημα πενταετίας, ποσό 327.000 ευρώ, που προερχόταν από το λογαριασμό της παγίας προκαταβολής. Τέλος, στις αρχές του έτους 2008 αποκαλύφθηκε τρίτο κρούσμα υπεξαίρεσης, το οποίο αποτέλεσε και την αφορμή για την παραχώρηση της επίδικης συνέντευξης εκ μέρους της εναγομένης, και συγκεκριμένα, παράνομη ιδιοποίηση από δημοτικό υπάλληλο ποσού το οποίο, κατά τις εκτιμήσεις του μάρτυρος ανταπόδειξης – βουλευτού του ΠΑΣΟΚ και ορισθέντος από το κόμμα του ως υπεύθυνου για θέματα Μακεδονίας και Θράκης – αγγίζει ή ακόμα και υπερβαίνει το ποσό των 22.000.000 ευρώ, και αφορά κυρίως τις αναλογούσες στα έτη 2003 – 2008 ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων του δήμου, οι οποίες και ήταν αποδοτέες στους ασφαλιστικούς φορείς. Αποδείχθηκε μάλιστα ότι ο υπάλληλος που φέρεται ως αυτουργός του ανωτέρω αδικήματος και ο οποίος σημειωτέον έκανε κατ’ εξακολούθηση χρήση πλαστών παραστατικών της Εθνικής Τράπεζας, έτσι ώστε να εμφανίζονται ως καταβληθείσες οι ασφαλιστικές εισφορές, προκαλούσε το δημόσιο αίσθημα, καθόσον, όντας ιδιοκτήτης νυχτερινών κέντρων και καλαθοσφαιρικής ομάδας, διήγε πολυτελή βίο που δεν συνάδει με την επαγγελματική του ιδιότητα και τα εισοδήματα ενός δημοτικού υπαλλήλου. Παρόλο δε που ήταν γνωστές στους δημοτικούς κύκλους οι ανωτέρω δραστηριότητες του, καθόσον κατά το παρελθόν είχε διαπραγματευθεί και με τους υπεύθυνους της δημοτικής τηλεόρασης Θεσσαλονίκης (TV 100) την τηλεοπτική κάλυψη των αγώνων της ομάδας του, εντούτοις παρέμενε στη νευραλγική θέση του υπαλλήλου της ταμειακής υπηρεσίας του δήμου από το έτος 1991 μέχρι και το έτος 2008, ήτοι επί δεκαεπτά συναπτά έτη, όπως αποδείχθηκε τόσο από τις καταθέσεις αμφοτέρων των μαρτύρων όσο και από την ενώπιον του δημοτικού συμβουλίου ομιλία του ίδιου του ενάγοντος (βλ. απόσπασμα πρακτικών συνεδρίασης δημοτικού συμβουλίου της 15ης Απριλίου 2008). Πρόσφορο έδαφος για την ως άνω έκνομη δραστηριότητα του δημιουργήθηκε τόσο από την παράνομη διακίνηση των χρημάτων του δήμου που προορίζονταν για την πληρωμή ασφαλιστικών εισφορών, τα οποία, κατά παράβαση του νόμου, διακινούνταν σε μετρητά ή με απλές (και όχι δίγραμμες) επιταγές, όπως αποδείχθηκε από τη σαφή κατάθεση του μάρτυρος ανταπόδειξης, ο οποίος και έκανε λόγο για παράνομη διακίνηση ποσού της τάξεως των 18.000.000 ευρώ, όσο και από τις παράνομες εντολές του αντιδημάρχου οικονομικών προς τον προϊστάμενο της διεύθυνσης ταμειακής υπηρεσίας, για μη καταβολή εισφορών των εργαζομένων του δήμου προς τα ασφαλιστικά ταμεία ΙΚΑ, ΤΥδΚΥ και ΤΑδΚΥ (βλ. αντίγραφα της υπ’ αριθμ. πρωτ. 887/2007 εντολής, της υπ’ αριθμ. πρωτ. 19302/2007 απάντησης του προϊσταμένου της διεύθυνσης ταμειακής υπηρεσίας, με την οποία αρνείται να εκτελέσει την εντολή ως προδήλως παράνομη, καθώς και – της υπ’ αριθμ. πρωτ. 888/2007

(14ο φύλλο της υπ’ αριθμ. 269/2009 απόφασης του ΠολΠρωτΘεσ/νίκης)
ανταπάντησης του αντιδημάρχου οικονομικών, με την οποία εμμένει στην αρχική εντολή του), Μάλιστα, ο προϊστάμενος της διεύθυνσης ταμειακής υπηρεσίας γνωστοποίησε στον ίδιο τον ενάγοντα την αντίθεση του προς την εντολή του αντιδημάρχου οικονομικών, με υπόμνηση του παράνομου χαρακτήρα της, όπως αποδεικνύεται από το προσκομιζόμενο αντίγραφο του υπ! αριθμ. πρωτ. 58970/2007 εγγράφου που απεστάλη στον τελευταίο. Εξάλλου, η γνώση του ενάγοντος όσον αφορά το ληξιπρόθεσμο χαρακτήρα ορισμένων εκ των οφειλών του δήμου προς τους ασφαλιστικούς οργανισμούς, αποδεικνύεται και από το προσκομιζόμενο υπ; αριθμ. πρωτ. Φ90022/10459/861/23-4-2008 έγγραφο που απεστάλη από το Υπουργείο .Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας προς τη διεύθυνση Κοινοβουλευτικού Ελέγχου της Βουλής, στο οποίο γίνεται αναφορά τόσο για οφειλές προς ασφαλιστικά ταμεία, όσο και για το γεγονός ότι ο δήμος Θεσσαλονίκης είχε ειδοποιηθεί επανειλημμένως από το οικείο κατάστημα του ΤΣΜΕδΕ, προκειμένου να προσκομίσει στον ανωτέρω οργανισμό μισθολογικές καταστάσεις και γραμμάτια καταβολής πληρωμών, χωρίς, ωστόσο, να ανταποκριθεί στις εν λόγω υποχρεώσεις του. Ενέργειες που άπτονται της διαχείρισης του δημοτικού χρήματος και κινούνται στα όρια της νομιμότητας και ενίοτε εκτός επισημάνθηκαν και στην πορισματική έκθεση του οικονομικού επιθεωρητή Απόστολου Γιωτάκη. Στην έκθεση αυτή γίνεται εκτενής αναφορά σε συστηματική και διαχρονική πληρωμή δαπανών χωρίς έκδοση χρηματικών ενταλμάτων πληρωμής, το συνολικό ποσό των οποίων ανερχόταν στις 21-11-2000 σε 93.611.469 δραχμές και αφορούσε παρελθόντα έτη ενώ κατά το έτος 2000 ανήλθε σε 333.048.506 δραχμές ενώ, επιπλέον, γίνεται, έστω και ακροθιγώς, αναφορά και σε τήρηση διπλών βιβλίων (βλ. το προσκομιζόμενο μετ’ επικλήσεως αντίγραφο της υπ’ αριθμ. πρωτ. 6154/2008 έκθεσης). Μάλιστα, αξίζει να σημειωθεί ότι ο προϊστάμενος της διεύθυνσης ταμειακής υπηρεσίας του δήμου είχε εναντιωθεί κατ’ επανάληψη στην πληρωμή δαπανών κατ’ αυτόν τον τρόπο, αρνούμενος να εκτελέσει τις σχετικές εντολές του εκάστοτε αντιδημάρχου οικονομικών, ο οποίος, ωστόσο, παρά την υπόδειξη του προδήλως παράνομου χαρακτήρα τους, ενέμενε σε αυτές (βλ. τα προσκομιζόμενα αντίγραφα των υπ’ αριθμ. πρωτ. 846/2000, 332/2001 και 1360/2002 εγγράφων του προϊσταμένου της διεύθυνσης ταμειακής υπηρεσίας προς τον αντιδήμαρχο οικονομικών καθώς και τα αντίγραφα των υπ’ αριθμ. πρωτ. 263/2000, 159/2001 και 827/2002 αντίστοιχων απαντητικών εγγράφων του αντιδημάρχου οικονομικών, με τα οποία εμμένει στις αρχικές εντολές). Γνώση του μη σύννομου τρόπου πληρωμής έλαβε επανειλημμένως και ο ενάγων, όπως αποδεικνύεται από τις υπ’ αριθμ. πρωτ. 23810/2000, 5019/2001 και 32695/2002 επιστολές του προϊσταμένου της διεύθυνσης ταμειακής υπηρεσίας, με τις οποίες τον ενημέρωνε ότι αναγκάσθηκε, παρά την εναντίωσή του, να εκτελέσει τις παράνομες εντολές του αντιδημάρχου οικονομικών. Περαιτέρω, σύμφωνα με το νομό, το ύψος της παγίας προκαταβολής, ήτοι του χρηματικού ποσού που τίθεται στη διάθεση ενός δημοτικού υπαλλήλου προκειμένου να πληρώνει άμεσα με αυτό ορισμένες δαπάνες, ανέρχεται σε 6.000 ευρώ, το οποίο για να ανανεωθεί, ήτοι να εκταμιευθεί εκ νέου μόλις αναλωθεί, πρέπει ο υπόλογος υπάλληλος να προσκομίσει στην αρμόδια ταμειακή υπηρεσία τα παραστατικά που αποδεικνύουν τις δαπάνες για τις οποίες αναλώθηκε. Εντούτοις η διαχειρίστρια της παγίας, που φέρεται ότι υπεξαίρεσε ποσό 327.000 ευρώ, έλαβε πολλαπλάσια των 6.000 ευρώ ποσά, χωρίς ποτέ να προσκομίσει τα απαιτούμενα παραστατικά, κατά παράβαση των επιτασσομένων από το νόμο. Όταν δε αποκαλύφθηκε η παράνομη ιδιοποίηση των χρημάτων αυτών και διενεργήθηκε Ε.δ.Ε., ισχυρίσθηκε ενώπιον του ενεργήσαντος αυτήν ότι το σύννομο των δαπανών αποδεικνυόταν από 1.800 τιμολόγια, τα οποία, όμως, ουδέποτε προσκόμισε, διατεινόμενη ότι απωλέσθηκαν. Οι ανωτέρω ενέργειες της εν λόγω υπαλλήλου αλλά και η παράλειψη άσκησης ελέγχου εκ μέρους των κατά νόμο προϊσταμένων της, επιβεβαιώθηκαν από τις καταθέσεις αμφοτέρων των μαρτύρων. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι η παράνομη ιδιοποίηση χρηματικών ποσών του δήμου, ήτοι αυτών που προέρχονταν από τα έσοδα των δημοτικών γυμναστηρίων, από την παγία προκαταβολή, καθώς και αυτών που προορίζονταν για καταβολή ασφαλιστικών εισφορών, τελούνταν επί σειρά ετών, εντούτοις δεν εμφανιζόταν έλλειμμα στους ετήσιους ισολογισμούς που συνέτασσαν ορκωτοί λογιστές, όπως επισημάνθηκε και από τους δύο
(15ο φύλλο της υπ’ αριθμ. 269/2009 απόφασης του ΠολΠρωτΘεσ/νίκης)
εξετασθέντες μάρτυρες Για τις δύο τελευταίες υποθέσεις διενεργήθηκαν Ε.δ.Ε. (βλ. τα προσκομιζόμενα αντίγραφα των σχετικών εκθέσεων), οι οποίες, ωστόσο, επέρριψαν κατά βάσιν ευθύνες μόνο σε χαμηλόβαθμους υπαλλήλους. Περαιτέρω ενέργειες που δημιουργούν εύλογα ερωτηματικά για τον τρόπο της οικονομικής διαχείρισης αναφέρθηκαν τόσο σε έκθεση του ‘’Συνηγόρου του Πολίτη’’, όπου γίνεται λόγος για σωρεία παραβάσεων εκ μέρους της διεύθυνσης προσόδων του δήμου, σχετικών με τις διατάξεις που ρυθμίζουν την παραχώρηση χρήσης και την κατανομή του κοινόχρηστου χώρου σε καταστήματα (βλ. το προσκομιζόμενο αντίγραφο της έκθεσης) όσο και κατά την επ’ ακροατηρίω κατάθεση του μάρτυρος απόδειξης – προέδρου του δημοτικού συμβουλίου – ο οποίος ανέλυσε διεξοδικά τον τρόπο με τον οποίο ο δήμος δημιούργησε τεχνητό έλλειμμα με σκοπό το δανεισμό του από το Ταμείο Παρακαταθηκών και δανείων, σκοπός ο οποίος και πράγματι επετεύχθη με την εκούσια αποφυγή πληρωμής των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων, έτσι ώστε να εμφανίζεται ότι τα δημοτικά χρέη υπερβαίνουν ποσοστό 10% του προϋπολογισμού του δήμου και να πληροί έτσι ο τελευταίος τις προϋποθέσεις λήψης δανείου. Περαιτέρω, αναφορικά με τους λοιπούς ισχυρισμούς της εναγομένης στην επίδικη συνέντευξη τύπου, αποδείχθηκε, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, ότι ο γενικός γραμματέας του δήμου πράγματι δεν είναι κάτοχος πτυχίου Α.Ε.Ι. ή Τ.Ε.Ι., ήτοι δεν έχει το τυπικό προσόν για τη θέση που κατέχει, βάσει του Ν. 3584/2007 “Κύρωση του Κώδικα Κατάστασης δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων”. Ωστόσο, επειδή προσελήφθη υπό το καθεστώς του προϊσχύσαντος Κωδικός Προσωπικού Ο.Τ.Α., υπό το κράτος του οποίου δεν απαιτούνταν η κατοχή πτυχίου, νομίμως εξακολουθεί και ασκεί τα καθήκοντα του μέχρι πέρατος της θητείας του. Αποδείχθηκε, επίσης, ότι ο ανωτέρω υπάλληλος έλαβε πράγματι δωρεά από δημότη της Θεσσαλονίκης, καθόσον δυνάμει του υπ’ αριθμ. 1653/31 -5-2006 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Μαρίας Σαχίνίδου, η Στέλλα συζ. Σπυρίδωνος Τσαπακίδη το γένος Χρήστου Φυλακούδη δώρισε και μεταβίβασε σε αυτόν κατά πλήρη κυριότητα ποσοστό 9,232% εξ αδιαιρέτου επί ενός οικοπέδου της,
κειμένου στη Θεσσαλονίκη, αξίας (του δωρηθέντος ποσοστού) 57.358,64 ευρώ, σύμφωνα με τον αντικειμενικό προσδιορισμό. Στο συνταχθέν συμβόλαιο αναφέρεται ότι η δωρεά αυτή γίνεται από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον και από λόγους ευπρέπειας και σε ένδειξη ευγνωμοσύνης της δωρήτριας προς τον δωρεοδόχο (χωρίς όμως να εξειδικεύονται αυτοί οι λόγοι) ενώ οι συμβαλλόμενοι δηλώνουν ότι δεν τους συνδέει καμία συγγενική σχέση (βλ. το προσκομιζόμενο αντίγραφο συμβολαίου). Αποδείχθηκε, επίσης, ότι η ως άνω δωρήτρια είχε αντιδικία με το δήμο Θεσσαλονίκης, καθόσον είχε ασκήσει και κατά του τελευταίου αναγνωριστική κυριότητας αγωγή, η οποία, ωστόσο, δεν αφορούσε το ανωτέρω ακίνητο, και η οποία απερρίφθη σε πρώτο βαθμό (βλ. αντίγραφο της υπ’ αριθμ. 6184/2008 απόφασης αυτού του δικαστηρίου). Η σύναψη της ανωτέρω σύμβασης είδε το φως της δημοσιότητας και τροφοδότησε σωρεία αρνητικών σχολίων από μερίδα του τύπου (βλ. τα προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως φύλλα των εφημερίδων “ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ”, “ΜΑΚΕδΟΝΙΑ” και “ΑΥΓΗ”). Και ναι μεν δεν αποδείχθηκε ότι οι λόγοι που οδήγησαν σε αυτή τη δωρεά ήταν μη σύννομοι, καθόσον δεν προέκυψαν από κανένα αποδεικτικό μέσο τα παραγωγικά αίτια αυτής, ωστόσο, η περιρρέουσα ατμόσφαιρα που δημιουργήθηκε από τα σε βάρος του γενικού γραμματέα δημοσιεύματα σε συνδυασμό και με το αντικειμενικό γεγονός της εκ μέρους του έλλειψης των απαιτούμενων τυπικών προσόντων – ασχέτως αν η έλλειψη αυτή δεν καθιστά παράνομη την εξακολούθηση άσκησης των καθηκόντων του -δημιουργούν ζητήματα ηθικής και πολιτικής τάξης και γεννούν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, εύλογα ερωτηματικά για το αν θα έπρεπε να εξακολουθεί ή όχι να είναι φορέας διαχειριστικής εξουσίας του δήμου παραμένοντας στην καίρια θέση που κατέχει. Αποδείχθηκε, περαιτέρω, ότι μεταξύ των εργαζομέ

ων στο δήμο είναι και άτομα τα οποία πράγματι συνδέονται με πρόσωπα του περιβάλλοντος του ενάγοντος, όπως είναι η κουμπάρα αυτού, η κόρη και ο γαμπρός του προαναφερθέντος γενικού γραμματέα, η κόρη ενός δημοτικού συμβούλου της συμπολίτευσης καθώς και ο γιος της προαναφερθείσας δωρήτριας, ορισμένοι δε εξ αυτών, ενώ καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες,• δεν έχουν προσληφθεί μέσω της διαδικασίας ΑΣΕΠ, αλλά δυνάμει συμβάσεων ορισμένου χρόνου ή έργου.

(16ο φύλλο της υπ’ αριθμ. 269/2009 απόφασης του ΠολΠρωτΘεσ/νίκής)
Μάλιστα, οι προσλήψεις των προσώπων αυτών καυτηριάστηκαν και από τα ΜΜΕ, τα οποία κατά καιρούς έκαναν εκτενείς αναφορές ενώ παρόμοια, αρνητικά, σχόλια έγιναν από μερίδα του τύπου και για το σύστημα προμηθειών και εργολαβιών που επικρατεί στο δήμο Θεσσαλονίκης, το οποίο επιβεβαίωσε και ο μάρτυρας ανταπόδειξης, και ειδικότερα, για την ανάθεση του έργου ανοικοδόμησης δημοτικών οικοπέδων σε συνεργάτες του γενικού γραμματέα, για την ανάθεση εργασιών εκτελωνισμού στον σύζυγο της διευθύντριας μουσικών δραστηριοτήτων του δήμου, για την προμήθεια δομικών υλικών από εταιρία συμφερόντων της συζύγου του διευθυντή προσωπικού και για την αγορά ειδών εξοπλισμού εθελοντών δασοπροστασίας από πρόσωπο του στενού περιβάλλοντος του ενάγοντος (βλ. τα προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως φύλλα των εφημερίδων ΚΎΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ”, “ΜΑΚΕδΟΝΙΑ” και “ΑΥΓΉ”). Με βάση όλα τα προαναφερθέντα, το δικαστήριο κρίνει ότι τα όσα ανέφερε η εναγομένη στην επίδικη συνέντευξη της, περί συγκεκριμένων σκανδάλων, οικονομικών ατασθαλιών και καταλήστευσης δημοτικού χρήματος, καθώς και περί μη αξιοκρατικών μεθόδων διορισμών, προμηθειών και ανάθεσης εργολάβων, συνιστούν ισχυρισμό γεγονότων, τα οποία, ωστόσο, αποδείχθηκαν κατά βάσιν αληθή. Συνεπώς, ο εκ μέρους της ισχυρισμός των γεγονότων αυτών δεν πληροί τη νομοτυπική μορφή του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης, πληροί, ωστόσο, αυτή της απλής δυσφήμησης, διότι τα γεγονότα αυτά κρίνονται ικανά, κατά την κοινή αντίληψη, να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του ενάγοντος, καθόσον, παρότι δεν συνδέει τον ίδιο με παράνομες δραστηριότητες, εντούτοις αποδίδει σαφώς σε αυτόν την πολιτική ευθύνη για τη δυσλειτουργία των δημοτικών υπηρεσιών και τη δεινή οικονομική κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει ο δήμος. Περαιτέρω, τα όσα ανέφερε περί παράλειψης του ενάγοντος να προβεί στις επιβεβλημένες, εκ της θέσεως του, ενέργειες μετά την αποκάλυψη του τρίτου φαινομένου υπεξαίρεσης, συνιστούν επίσης ισχυρισμό γεγονότος, ο οποίος, όμως, δεν είναι αληθής, καθόσον πριν την επίδικη συνέντευξη ο ενάγων είχε ήδη προβεί σε νόμιμες ενέργειες και συγκεκριμένα, στις 18-2-2008 διέταξε τη διενέργεια Ε.δ. Ε. και ταυτόχρονα απήλλαξε τον φερόμενο ως υπαίτιο από τα καθήκοντα του ενώ στη συνέχεια κίνησε την προβλεπόμενη εκ του νόμου διαδικασία τόσο για την εξασφάλιση των δικαιωμάτων του δήμου όσο και για τον ποινικό κολασμό του φερομένου ως δράστη, καθόσον στις 20-2-2008 υπέβαλε ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου αίτημα χορήγησης προσωρινής διαταγής, προκειμένου να απαγορευθεί η μεταβολή της περιουσιακής κατάστασης αυτού, αίτημα το οποίο έγινε δεκτό, ενώ την επομένη ημέρα συγκάλεσε έκτακτη συνεδρίαση της δημαρχιακής επιτροπής, προκειμένου να αποφασιστεί η υποβολή έγκλησης σε βάρος του εν λόγω υπαλλήλου, όπως και πράγματι αποφασίσθηκε κατά τη συνεδρίαση της 22ας Φεβρουαρίου 2008. Ακολούθως, κατέθεσε ενώπιον του αρμοδίου Εισαγγελέα έγκληση τόσο κατά του συγκεκριμένου υπαλλήλου όσο και κατά παντός υπευθύνου, με ταυτόχρονη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής, ενώ στη συνέχεια προέβη και σε περαιτέρω ενέργειες, που αποδεικνύουν εμπράκτως την πρόθεση του για πάταξη της αξιόμεμπτης συμπεριφοράς, οι οποίες, ωστόσο, δεν χρήζουν ειδικότερης αναφοράς, διότι έλαβαν χώρα μετά την επίδικη συνέντευξη και ως εκ τούτου δεν είχαν περιέλθει κατά το χρόνο αυτής εις γνώσιν της εναγομένης. Ωστόσο, παρά την αναλήθεια του γεγονότος που, κατά τα ανωτέρω, ισχυρίσθηκε η τελευταία, δεν στοιχειοθετείται εν προκειμένω το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης, καθόσον η εναγομένη, έχοντας την εύλογη πεποίθηση ότι η συγκεκριμένη υπόθεση ήταν γνωστή στους δημοτικούς κύκλους ήδη από τον Ιανουάριο του έτους 2008, όπως συνάγεται και από το περιεχόμενο του υπ’ αριθμ. πρωτ. 33826/2008 εγγράφου που απέστειλε η διεύθυνση προσωπικού του δήμου προς τη δημαρχιακή επιτροπή, όπου γίνεται αναφορά σε εντολή διενέργειας ελέγχου ήδη από τις 23-1-2008 (βλ. το προσκομιζόμενο αντίγραφο του ανωτέρω εγγράφου), αξιολόγησε ουσιαστικά ως καθυστερημένες και ατελείς τις συγκεκριμένες ενέργειες του ενάγοντος, που είχαν ήδη λάβει χώρα, τις οποίες, ωστόσο, δεν αρνήθηκε, όταν δέχθηκε ερωτήσεις από δημοσιογράφους αναφορικά με αυτές. Εξάλλου, το γεγονός της υποβολής έγκλησης σε βάρος του φερομένου ως δράστη, δεν το γνώριζε κατά το χρόνο της συνέντευξης, καθόσον η έγκληση υπεβλήθη μεταγενέστερα. Συνεπώς, η απάντηση της σε ερώτηση του δημοσιογράφου “μέχρι σήμερα δεν ξέρουμε για καμία μήνυση από
(17ο φύλλο της υπ’ αριθμ 259/2Ü09 απόφασης του ΠολΠρωτθεσ/νίκης)
κανέναν προς κανένα”, δεν συνιστούσε ισχυρισμό ψευδούς γεγονότος. Ούτε, εξάλλου, αποδείχθηκε ότι είχε λάβει γνώση της σύγκλησης έκτακτης συνεδρίασης της δημαρχιακής επιτροπής με θέμα την υποβολή έγκλησης, καθόσον η εν λόγω επιτροπή συνεδρίασε την επομένη της συνέντευξης, οι δε προσκλήσεις προς τα μέλη επιδόθηκαν την ίδια ημέρα που έλαβε χώρα η συνέντευξη, χωρίς, ωστόσο, να προκύπτει, από τα προσκομιζόμενα αντίγραφα των επιδοτηρίων, η ώρα της επίδοσης, μη δυναμένου έτσι του δικαστηρίου να οδηγηθεί στην κρίση ότι η εναγομένη γνώριζε ήδη την πρόθεση υποβολής έγκλησης. Συνεπώς, ο εκ μέρους της ισχυρισμός των ανωτέρω γεγονότων δεν πληροί τη νομοτυπική μορφή του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης, πληροί, ωστόσο, αυτή της απλής δυσφήμησης, διότι τα γεγονότα αυτά αξιολογούνται ως ικανά να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του ενάγοντος, καθόσον, η ήδη αντίδικός του του επιρρίπτει ευθύνες για καθυστερημένη και μειωμένη αντίδραση απέναντι σε πειθαρχικό και ποινικό παράπτωμα δημοτικού υπαλλήλου καθώς και για παράλειψη αξιοποίησης των ελεγκτικών και εποπτικών δυνατοτήτων που έχει εκ της θέσεως του. Αντίθετα, η εκ μέρους της απόδοση των κρουσμάτων υπεξαίρεσης στον τρόπο διοίκησης και στην έλλειψη ελεγκτικών μηχανισμών, ο χαρακτηρισμός των διενεργηθεισών ΕδΕ ως διάτρητων και στημένων, η κρίση περί αδυναμίας του ενάγοντος να προβεί σε κάθαρση και η διατύπωση αμφιβολιών περί του αν θέλει και μπορεί να διοικήσει, συνιστούν προσωπικά συμπεράσματα και αξιολογικές κρίσεις, που ωστόσο σχετίζονται με τα αληθινά γεγονότα της υπεξαίρεσης ιδιαίτερα μεγάλων χρηματικών ποσών από δημοτικούς υπαλλήλους, οι οποίοι πράγματι παρέμεναν για μεγάλο χρονικό διάστημα στην ίδια θέση, ιδιοποιούμενοι παρανόμως χρήματα του δήμου, με μερικότερες πράξεις τελεσθείσες επί σειρά ετών, εκμεταλλευόμενοι το μη σύννομο τρόπο διακίνησης του δημοτικού χρήματος και τις παράνομες εντολές των εκάστοτε αντιδημάρχων οικονομικών, χωρίς οι έκνομες ενέργειες τους να γίνονται αντιληπτές από τους προϊσταμένους τους – στους οποίους και δεν αποδόθηκαν ευθύνες για την εκ μέρους τους παράλειψη άσκησης ελέγχου – και χωρίς να εμφανίζεται οικονομικό έλλειμμα στους ετήσιους
ισολογισμούς που συνέτασσαν οι ορκωτοί λογιστές, γεγονότα που αφενός
γεννούν εύλογη αμφιβολία για την αποτελεσματικότητα και τη χρηστότητα του επιλεγέντος τρόπου διοίκησης και αφετέρου δημιουργούν, επίσης εύλογα, στους έχοντες την κοινή αντίληψη, την πεποίθηση ότι οι ελεγκτικοί μηχανισμοί του δήμου λειτούργησαν πλημμελώς τόσο ως προς τον προληπτικό όσο και ως προς τον κατασταλτικό ρόλο τους. Ομοίως, τα όσα υπαινίχθη η εναγομένη περί των σχέσεων του ενάγοντος με τον γενικό γραμματέα του δήμου, επίσης δεν αποτελούν ισχυρισμό ή διάδοση γεγονότων δυσφημιστικών για τον ήδη αντίδικο της – καθόσον τα όσα ισχυρίσθηκε περί δωρητηρίων συμβολαίων συνταχθέντων σε αντάλλαγμα διευθέτησης υποθέσεων δημοτών, αφορούσαν το πρόσωπο του γενικού γραμματέα και όχι του ενάγοντος – αλλά αποτελούν διατύπωση ερωτημάτων και προβληματισμών εκ μέρους της για τα αίτια της μη απομάκρυνσης του συγκεκριμένου προσώπου από τη νευραλγική θέση του γενικού γραμματέα, παρά τους λόγους ηθικής και πολιτικής τάξης που πράγματι συνέτρεχαν εν προκειμένω, όπως αναφέρθηκε στην οικεία θέση της παρούσας. Επίσης, τα όσα ανέφερε περί μη συνεργασίας του ενάγοντος με τους εργαζομένους και περί του φόβου δυσμένειας που διακατέχει τους τελευταίους, συνιστούν κρίσεις αυτής, οφειλόμενες στην υποκειμενική άποψη που διαμόρφωσε κατά τις επαφές και συζητήσεις της με υπαλλήλους, και όχι ισχυρισμό γεγονότων, καθόσον τα όσα ελέχθησαν δεν συνοδεύτηκαν από παράθεση περιστατικών που μπορούν να αποδειχθούν κατά τρόπο αντικειμενικό. Τέλος, η εκ μέρους της παράθεση όρων, όπως “θερμοκήπιο σκανδάλων”, “πέπλο μυστικότητας”, “αδιαφάνεια”, “κύκλωμα κολλητών”, “ενδιαιτήματα διαφθοράς”, “εκκολαπτήρια σκανδάλων”, “αλαζονεία δημάρχου” και “συνώνυμο της διοίκησης Παπαγεωργόπουλου με τη διαφθορά, τη συγκάλυψη και την κακοδιοίκηση”, συνιστούν επίσης διατύπωση αξιολογικών κρίσεων και χαρακτηρισμών που, ωστόσο, σχετίζονται με τα αληθή, κατά βάσιν, γεγονότα της συστηματικής παραβατικής συμπεριφοράς ορισμένων υπαλλήλων και ανώτερων στελεχών του δήμου, σε κάποια εκ των οποίων δεν αποδόθηκαν οι ευθύνες στο βαθμό που τους αναλογούσε, της δυσπραγίας των ελεγκτικών μηχανισμών που οδηγούσε – έστω και κατ’ αποτέλεσμα – σε συγκάλυψη, των εν μέρει μη αξιοκρατικών κριτηρίων (18ο φύλλο της υπ’ αριθμ. 259/2009 απόφασης του ΠολΠρωτΘεσ/νίκης) προσλήψεων και εργολαβιών και της διατήρησης προσώπων, σε βάρος των οποίων δημιουργήθηκαν υπόνοιες διαφθοράς, σε καίριες θέσεις εξουσίας. Γ2στόσο, όλες οι προαναφερθείσες περικοπές της συνέντευξης της εναγομένης, ήτοι τόσο αυτές που συνιστούν ισχυρισμό γεγονότων και πληρούν τη νομοτυπική μορφή της απλής δυσφήμισης, όπως ανωτέρω αναφέρθηκε, όσο και αυτές που συνιστούν απλώς διατύπωση αξιολογικών κρίσεων, συμπερασμάτων και χαρακτηρισμών, και οι οποίες στοιχειοθετούν το αδίκημα της εξύβρισης, καθόσον πράγματι κρίνονται από το δικαστήριο ως μειωτικές της τιμής του ενάγοντος, συνιστούν εκδηλώσεις που έγιναν στο πλαίσιο άσκησης εκ μέρους της εναγομένης πολιτικής κριτικής, την οποία επιτάσσει ο αντιπολιτευτικός ρόλος της και η διττή ιδιότητα που φέρει, ήτοι της βουλευτού και της επικεφαλής της μείζονος αντιπολίτευσης στο δημοτικό συμβούλιο του δήμου, εκπορεύονταν δε οι εκδηλώσεις αυτές από το δικαιολογημένο ενδιαφέρον της για τη χρηστή διοίκηση των δημοτικών υποθέσεων και την ανάδειξη των προβλημάτων που χρήζουν επίλυσης και όχι από αντιπολιτευτικό μένος ή πρόθεση βλάβης του πολιτικού της αντιπάλου με σκοπό να αποκομίσει ίδιον όφελος, δεδομένου του γεγονότος αφενός ότι η επίδικη συνέντευξη παραχωρήθηκε σε ανύποπτο χρόνο και όχι σε προεκλογική περίοδο και αφετέρου ότι μετά από αυτήν ακολούθησε πληθώρα επιστολών της εναγομένης προς θεσμοθετημένους ελεγκτικούς μηχανισμούς, καθώς και επερώτηση της στη Βουλή, σχετικά με την υπόθεση της υπεξαίρεσης των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων του δήμου, ενέργειες που ενισχύουν την κρίση περί ύπαρξης δικαιολογημένου ενδιαφέροντος στο πρόσωπο της (βλ. αντίγραφα του υπ’ αριθμ. πρωτ. 1022094/753-A/4-3-2008 εγγράφου της Γενικής Γραμματείας Φορολογικών & Τελωνειακών Θεμάτων, του υπ’ αριθμ. πρωτ. 17427/19-3-2008 εγγράφου του Υπουργείου Εσωτερικών, του υπ’ αριθμ. πρωτ. ΕΠ6/7-3-2008 εγγράφου της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, στα οποία μνημονεύονται τα υπομνήματα που υπέβαλε η εναγομένη σχετικά με την ανωτέρω υπόθεση, καθώς και αντίγραφο της υπ’ αριθμ. πρωτ. 75/20-5-2008 επερώτησης). Εξάλλου, λόγω των προαναφερθεισών ιδιοτήτων της, ήταν το κατ’ εξοχήν νομιμοποιούμενο πρόσωπο να θίξει ζητήματα που άπτονταν της διαχείρισης των υποθέσεων του δήμου, τα οποία και απασχολούσαν αποδεδειγμένα κατά την επίδικη περίοδο τον τύπο και την τοπική κοινή γνώμη, ο δε αντίδικος της, ως εκ του νόμου προϊστάμενος όλων των υπηρεσιών του δήμου, είναι ο κατ’ εξοχήν φορέας της πολιτικής ευθύνης και για το λόγο αυτό, αποδέκτης της πολιτικής κριτικής. Παρά δε την οξύτητα των χαρακτηρισμών που χρησιμοποίησε και τις φραστικές υπερβολές που αυτοί εμπεριέχουν, δεν κρίνεται ότι εξέφυγε των ορίων της πολιτικής κριτικής, κατά την άσκηση της οποίας ανταλλάσσονται συχνά, αν όχι πάντοτε, βαρύτατες εκφράσεις και οξείς χαρακτηρισμοί μεταξύ των πολιτικών αντιπάλων. Με βάση τα ανωτέρω, το δικαστήριο κρίνει ότι από τον τρόπο και τις περιστάσεις υπό τις οποίες προέβη στις εν λόγω εκδηλώσεις δεν προκύπτει σκοπός εξύβρισης, απορριπτόμενης, ως ουσία αβάσιμης, της αντένστασης του ενάγοντος και γενομένης αντίστοιχα δεκτής, ως ουσία βάσιμης, της ένστασης της εναγομένης. Επομένως, αίρεται ο άδικος χαρακτήρας των προαναφερθεισών αξιόποινων πράξεων, αποκλείεται δε και το στοιχείο του παρανόμου της επιζήμιας συμπεριφοράς, ως όρος της αντίστοιχης αδικοπραξίας του αστικού δικαίου, με συνέπεια οι ως άνω εκδηλώσεις της εναγομένης να μην συνιστούν αδικοπραξία σε βάρος του αντιδίκου της, ούτε και παράνομη προσβολή της προσωπικότητας αυτού. Όσον αφορά δε τις περικοπές της συνέντευξης που αναφέρονται σε άλλες υποθέσεις που έγιναν γνωστές στο πανελλήνιο και απασχόλησαν ευρέως την κοινή γνώμη, όπως η απόπειρα αυτοκτονίας στελέχους της κυβέρνησης και η υπόθεση γνωστής εταιρίας γάλακτος, αυτές (περικοπές) δεν πληρούν τη νομοτυπική μορφή του εγκλήματος της δυσφήμησης ούτε της εξύβρισης, καθόσον οι σχετικές αναφορές της εναγομένης ουδόλως συνδέονται με το πρόσωπο του αντιδίκου της, με συνέπεια να μην καθίσταται καν ερευνητέο αν είναι ικανές να βλάψουν την τιμή του ή να προσβάλουν την προσωπικότητα του. Ακόμα και ο ισχυρισμός της ότι ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, το οποίο ενεπλάκη στην υπόθεση της εταιρίας γάλακτος, είχε συμμετάσχει και στην επιτροπή επίλυσης οικονομικών διαφορών του δήμου, δεν πραγματώνει κάποιο από τα ανωτέρω αδικήματα, καθόσον η εναγομένη δεν ισχυρίσθηκε ότι το πρόσωπο αυτό εξακολουθεί να συμμετέχει στην
(19ο φύλλο της υπ’ αριθμ. 269/2009 απόφασης ΠολΠρωτΘεσ/νίκης)
ανωτέρω επιτροπή παρά το γεγονός ότι προέκυψαν σε βάρος του ενδείξεις παραβατικότητας, ώστε να θεωρηθεί ενδεχομένως ότι αποδίδει μομφή στον ενάγοντα, αλλά ότι συμμετείχε κατά το παρελθόν, ισχυρισμός ο οποίος δεν ενέχει κατά την κοινή αντίληψη διαμφισβήτηση της ηθικής ή κοινωνικής αξίας του ενάγοντος ούτε κρίνεται ικανός να βλάψει την τιμή του ή να προσβάλει την προσωπικότητα του. Περαιτέρω, τα όσα ο τελευταίος διατείνεται ότι ισχυρίσθηκε η εναγομένη σχετικά με τη σύζυγο του και την εκ μέρους της άσκηση του επαγγέλματος του οδοντιάτρου, ελέγχονται ως αβάσιμα στην ουσία τους, καθόσον, όπως αποδεικνύεται από το προσκομιζόμενο από τον ίδιο απομαγνητοφωνημένο κείμενο της επίδικης συνέντευξης, η εναγομένη απάντησε αρνητικά σε ερώτηση δημοσιογράφου αν ΟΙ αμοιβές οδοντιάτρων σχετίζονται με τη σύζυγο του ενάγοντος. Συνεπώς, η απάντηση της δεν στοιχειοθετεί ούτε καν την αντικειμενική – πολλώ δε μάλλον την υποκειμενική – υπόσταση κάποιου από τα αδικήματα που επικαλείται ο αντίδικος τ