δ-θεσσαλονίκης-άνω-πόλη-6-προβλήματα-6-λ-291857
ΔΗΜΟΙ | 19.12.2011 | 10:36

Δ. Θεσσαλονίκης-Άνω Πόλη: 6 προβλήματα, 6 λύσεις

Tα προβλήματα που οδήγησαν στην απώλεια του ιστορικού χαρακτήρα της Ανω Πόλης και σε όλες τις παθογένειες που αντί να την καθιστούν στολίδι της Θεσσαλονίκης την έχουν μετατρέψει σε προβληματικό παραδοσιακό οικισμό, κατέγραψαν σε εισήγησή τους οι αρχιτέκτονες του ΑΠΘ Πάνος Σταθακόπουλος και Πάνος Ασήμος, που παρουσιάστηκε στην ημερίδα που διοργάνωσε το ΤΕΕ/ΤΚΜ.

Ο κ. Σταθακόπουλος, μιλώντας στον «ΑτΚ», ανέδειξε παράλληλα και τις προσπάθειες – προτάσεις διάσωσης και ανάδειξης του παραδοσιακού οικισμού, καταδεικνύοντας και τους αρμόδιους φορείς για να γίνει η περιοχή αξιοθέατη.

Πέντε σημεία-κλειδιά, όπως χαρακτηριστικά είπε ο κ. Σταθακόπουλος, είναι:

1. Εάν υπήρχε σήμερα πρόταση ανάπλασης για την Ανω Πόλη, θα μπορούσε να χρηματοδοτηθεί από το πρόγραμμα JESSICA, το οποίο ειναι βασικό εργαλείο αναπλάσεων.

2. Οποια πρόταση κι αν υπάρξει για να χρηματοδοτηθεί από τα ευρωπαϊκά κονδύλια, προϋπόθεση είναι η επαναστέγαση – τακτοποίηση των μειονοτήτων, δηλαδή χρειάζεται ένα πρόγραμμα αυτοστέγασης σε μια περιοχή π.χ. οργανωμένης δόμησης.

3. Το γραφείο Ανω Πόλης πρέπει να το διαχειρίζεται ο δήμος και να είναι ένα γραφείο σχεδιασμού, όχι εποπτείας και ελέγχου, δηλαδή εξουσίας, που σημαίνει αποφάσεις και πολιτικό κόστος.

4. Χρειάζεται η ογκοπλασία για τις φυγές και τις προοπτικές, που σημαίνει ότι μπορείς να μειώσεις το συντελεστή δόμησης, όποιος και να είναι, όπου χρειάζεται, για την αισθητική και περιβαλλοντική αρμονία.

5. Ο Οργανισμός Ρυθμιστικού Θεσσαλονίκης δεν μπορεί να παίξει αυτό το παιχνίδι του γραφείου Ανω Πόλης, γιατί δεν είναι στην κλίμακα η επέμβαση του Ρυθμιστικού, γιατί απαιτούνται μελέτες κι όχι εποπτεία, γιατί δεν έχει το απαραίτητο προσωπικό (και τη θέληση).

Σύγκρουση αρμοδιοτήτων

«Κάτω από τις έντονες οικονομικές πιέσεις που οδήγησαν στην έντονη αστικοποίηση στην υπόλοιπη πόλη και εμφανίστηκαν και στην περίπτωση της Ανω Πόλης κατά την τελευταία δεκαπενταετία, ο οικισμός κινδυνεύει σοβαρά πια να χάσει οριστικά τον παραδοσιακό χαρακτήρα του και υπόκειται προοδευτικά σε ένα ριζικό μετασχηματισμό τόσο της κοινωνικής σύνθεσής του, όσο και της οικιστικής φυσιογνωμίας του», επισημαίνουν στην εισήγησή τους οι αρχιτέκτονες.

Ο κίνδυνος να χάσει η Ανω Πόλη τον ιστορικό χαρακτήρα της διαγνώστηκε πριν από 33 χρόνια. Το 1979 θεσμοθετήθηκε με Προεδρικό Διάταγμα το Ρυμοτομικό Σχέδιο και ο ειδικός οικοδομικός κανονισμός του οικισμού, ενώ ακολούθησαν οι αναθεωρήσεις του 1980 και του 1985.

Το 1979, με απόφαση του υπουργείου Πολιτισμού, χαρακτηρίστηκαν ως έργα τέχνης και προτάθηκε να διατηρηθούν μόλις 48 κτίρια κατοικιών (1% του συνολικού αριθμού τους). «Με βάση αυτό το σκεπτικό διαπιστώνεται μία πρώτη αντίφαση στην προτεινόμενη πολιτική προστασίας, καθώς δεν νοείται παραδοσιακός χαρακτήρας οικισμού με αυτό το ελάχιστο ποσοστό διατηρούμενων κτιρίων, τα οποία μάλιστα είναι μεμονώμενα και όχι αξιόλογα οικιστικά σύνολα. Πολύ αργότερα (1986) η ευθύνη προστασίας του οικισμού μεταφέρεται στο υπουργείο Μακεδονίας – Θράκης και αρχίζουν να εμφανίζονται τα πρώτα δείγματα σύγχυσης αρμοδιοτήτων και εμπλοκής πολλών φορέων στα ζητήματα διαχείρισης των ζητημάτων της Ανω Πόλης. Δέκα χρόνια αργότερα (1996) εμπλέκεται και ο δήμος Θεσσαλονίκης, ως όφειλε να κάνει πολύ νωρίτερα, αφού η Ανω Πόλη αποτελεί δημοτικό διαμέρισμά του και θα έπρεπε ήδη να έχει την αποκλειστική ευθύνη της, όπως συμβαίνει σε όλες τις ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις», τονίζουν οι εισηγητές.

Το Ρυθμιστικό της Ανω Πόλης άρχισε να υλοποιείται από την εποχή της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας (1997), με κατεδάφιση κάποιων κτισμάτων, καθώς και αγορά, επισκευή και επανάχρηση διατηρητέων κτιρίων.

Επειτα από την αξιολόγηση όλων αυτών, οι επιστήμονες σημειώνουν ως κυρίαρχα προβλήματα στη λειτουργία του οικισμού τα κυκλοφοριακά (συμφό­ρηση του βασικού οδικού δικτύου και αδυναμία επέ­κτασης και ολοκλήρωσής του βάσει των κατευθύνσεων του Ρυθμιστικού), καθώς και την έλλειψη χώρων στάθμευσης και εξυπηρέτησης κατοίκων από τα μέσα μαζικής μεταφοράς.

«Ταυτόχρονα, το κυ­ρίαρχο ζήτημα που αναδεικνύεται είναι ο ρόλος και η άμεση σχέση των χρήσεων γης και των δικτύων κυκλοφορίας. Διαπιστώνεται μια ταχύτατα εξε­λισ­σόμενη, διογκούμενη και μορφολογικά προδιαγεγραμμένη ανάπτυξη της κα­τοικίας, καθώς και ότι η οργάνωση και χωροθέτηση των κεντρικών λειτουργιών επε­κτείνεται χωρίς να υπακούει στις κατευθύνσεις του Ρυθμιστικού και γίνεται βάσει των κανόνων της αγο­ράς. Η ανάπτυξή τους γίνεται κυρίως επί των βασικών οδικών αξόνων. Παράλληλα σημαντικά ζητήματα που σχετίζονται με τις χρήσεις γης (αξιοποίηση διατηρητέων, ανά­δειξη μνημείων) παραμένουν χωρίς λύση. Καταγράφεται έντονη και ανε­ξέλεγκτη παρουσία ορισμένων οχλουσών χρήσεων (π.χ. αναψυχή), που αναπτύσσονται συνήθως επί βασικών κυκλοφοριακών κόμβων, αλλά και έλλειψη ανα­γκαίων επιφανειών για μερικές κεντρικές λειτουργίες και συνοδευτικούς αυτών χώρων στάθμευσης», επισημαίνουν οι αρχιτέκτονες.

Μια ανάγκη, που υφίσταται ακόμη και σήμερα, είναι η υλοποίηση ενός ολοκληρωμένου συστήματος πεζοδρόμων. Το Ρυθμιστικό του 1979 ήθελε πεζοδρομημένο όλο τον οικισμό.

Ο δήμος Θεσσαλονίκης ανέθεσε μελέτη για τις χρήσεις γης και τις πολεοδομικές παρεμβάσεις στην Ανω Πόλη το 1998 (ολοκληρώθηκε το 2002, θεσμοθετήθηκε το 2007) και η πρώτη επέμβαση στο καθεστώς δόμησης έγινε το 1999 από το ΥΜΑ-Θ, ενώ χαρακτηρίστηκαν ως διατηρητέα 280 ακόμη κτίρια, καθώς και 46 στοιχεία πολεοδομικού εξοπλισμού.

Προβλήματα

Η προσπάθεια αυτή για όσο το δυνατόν πιο ολοκληρωμένη πολιτική διαχείρισης του χώρου (ρυμοτομία, καθεστώς διατήρησης κτιρίων, όρος και έλεγχος δόμησης) δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα.

«Ούτε η ρυμοτομία έχει εφαρμοστεί στο σύνολό της, λόγω της έλλειψης σχετικών πόρων και μηχανισμού, ούτε ο χαρακτηρισμός των διατηρητέων υπήρξε ικανοποιητικός και ανταποδοτικός, λόγω του μεγάλου αριθμού ιδιωτικών κτιρίων και της μη δυνατότητας αξιοποιήσής τους (π.χ. έλλειψη κινήτρων) από τους ιδιοκτήτες τους. Ούτε η δόμηση κατέστη δυνατόν να ελεγχθεί, καθώς παρά τη θέσπιση αυστηρότερων όρων και τα νέα κτίρια έγιναν ογκωδέστερα και τα προτεινόμενα μορφολογικά πρότυπα δεν τηρούνται, ενώ διαπιστώνεται και αυθαίρετη δόμηση σε εκτεταμένο βαθμό», τονίζουν οι εισηγητές.

Στα μείζονα προβλήματα οι κ.κ. Σταθακόπουλος και Ασήμος εντάσσουν τα εξής:

1. Πολυνομία και πολυαρμοδιότητα: Οι διατάξεις αλληλοαναιρούνται, υπάρχει πολυδιάσπαση υπηρεσιών σε κρατικό, περιφερειακό και σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης, μη ανάληψη των ευθυνών και μη ικανοποιητική συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων φορέων που είναι οι κατ’ εξοχήν αρμόδιοι (δήμος, πρώην Περιφέρεια, ΟΡΘ).

2. Δημογραφία – Κοινωνική σύνθεση: Ο πληθυσμός της Ανω Πόλης έχει αυξηθεί κατά πολύ και δεν είναι γνωστός (αναμένονται σαφή στοιχεία από την πρόσφατη απογραφή). Εδώ και μια δεκαετία παρατηρούνται πολύ υψηλές πυκνότητες, ακατάλληλες για παραδοσιακό οικισμό. Την περίοδο 1999 – 2001, η μικτή πυκνότητα για το σύνολο της Ανω Πόλης ήταν 340 άτομα ανά εκτάριο, με μέγιστη στην περιοχή περί την πλατεία Τερψιθέας (445) και ελάχιστη στο βόρειο τμήμα, στην περιοχή της Μονής Βλατάδων (215). Στο σύνολο του δήμου Θεσσαλονίκης το 2001 η πυκνότητα ήταν 205! Ζητούμενο είναι και η σύνθεση του πληθυσμού. Την τελευταία δεκαετία τμήματα έχουν κατοικηθεί από πολύ διαφορετικές μεταξύ τους κοινωνικές ομάδες και οικονομικούς μετανάστες (ιδιαίτερα εκεί όπου καταγράφεται απαξιωμένο παραδοσιακό κτιριακό δυναμικό – δυτικό και βορειοδυτικό τμήμα). Προοδευτικά δημιουργούνται συνθήκες «γκετοποίησης».

3. Χρήσεις γης: Η διευθέτηση των χρήσεων γης παραμένει χωρίς ουσιαστική εφαρμογή. Πρέπει να ιδωθεί εκ νέου, σε σχέση με τις σύγχρονες αυξημένες λειτουργικές ανάγκες του υφιστάμενου πληθυσμού (π.χ. σε θέματα καθημερινού εμπορίου), αλλά και με τη λογική της αποφυγής οχλήσεων στους κατοίκους. Πρέπει να επανεξεταστεί, με βάση και τα δεδομένα της τρέχουσας δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας, η χωροθέτηση οχλουσών λειτουργιών σε μια περιοχή κατοικίας, όπως είναι, για παράδειγμα, οι μονάδες της αναψυχής.

4. Διαχείριση και ανάδειξη του δημόσιου χώρου: Τα προβλήματα που εντοπίζονται αφορούν αφενός τη μη διατήρηση της παραδοσιακής φυσιογνωμίας του παραδοσιακού ιστού (π.χ. άσκοπες ασφαλτοστρώσεις λιθόστρωτων καλντεριμιών), καθώς και τη μη πραγματοποίηση των απαιτούμενων απαλλοτριώσεων για την ολοκλήρωση της απαιτούμενης κατά τόπους οδοποιίας, αφετέρου την έλλειψη αστικού πράσινου (π.χ. δενδροφυτεύσεων) και τη σχεδόν παντελή απουσία ικανοποιητικών, σε μέγεθος και σε αστικό εξοπλισμό, κοινόχρηστων χώρων. Για τη βελτίωση ιδιαίτερη έμφαση πρέπει να δοθεί τόσο στην ανάδειξη του περιβάλλοντος χώρου των μνημείων (όπως αποσπασματικά γίνεται στα Τείχη με την κατεδάφιση κτισμάτων), όσο και στη σύνδεσή τους στο πλαίσιο ενός δικτύου περιπάτου και ελεύθερων χώρων, μέσω εκτεταμένων πεζοδρομήσεων.

5. Αρχιτεκτονική φυσιογνωμία – Διαχείριση κτηριακού αποθεματικού: Παραμένουν σε εκκρεμότητα ο επαναπροσδιορισμός των όρων δόμησης με την ανάγκη ένταξης νέων θεωρήσεων (π.χ. της ογκοπλασίας ή cabarit) και η προσπάθεια βιώσιμης διαχείρισης του παραδοσιακού κτιριακού αποθεματικού. Η τελευταία μπορεί να εφαρμοστεί με την αξιοποίηση μεγαλύτερου αριθμού διατηρητέων και με την αποκατάσταση – επανάχρηση άλλων αξιόλογων κελυφών. Απαιτείται και η ρύθμιση των αυθαίρετων κατασκευών, με ιδιαίτερο τρόπο και σίγουρα όχι με τον ισοπεδωτικό τρόπο της τρέχουσας νομοθεσίας.

6. Ζητήματα βιώσιμης κινητικότητας: Επιβάλλεται η σύνταξη μιας επικαιροποιημένης κυκλοφοριακής μελέτης, στην οποία πρέπει να ενσωματωθούν οι αρχές της βιώσιμης αστικής κινητικότητας, που στοχεύει στην προστασία του περιβάλλοντος του οικισμού μέσω της μείωσης της χρήσης των ΙΧ αυτοκινήτων, της αύξησης της χρήσης των μέσων μαζικής μεταφοράς που θα προταθούν να κυκλοφορήσουν στο εσωτερικό του οικισμού, καθώς και της αύξησης της πεζή κυκλοφορίας.

Προτάσεις

Οι επιστήμονες θεωρούν ότι πρέπει να γίνει ένας συνολικός και πολυεπίπεδος στρατηγικός σχεδιασμός για την Ανω Πόλη. Στόχος προτείνουν να είναι η ανάδειξη και προβολή του οικισμού.

Οι προτάσεις των κ.κ. Σταθακόπουλου και Ασήμου είναι:

1. Εκσυγχρονισμός και ενιαία κωδικοποίηση της νομοθεσίας. Διαχείριση του οικισμού από ενιαίο φορέα (ενεργός συμμετοχή του δήμου Θεσσαλονίκης).

2. Καθορισμός χρήσεων γης ανά οικοδομικό τετράγωνο και κανονισμός λειτουργίας του οικισμού. Καθορισμός τριών κατηγοριών: κατοίκηση (αμιγής και γενική κατοικία), κοινόχρηστοι χώροι, χώροι που υπάγονται στο ειδικό καθεστώς αρχαιολογικών χώρων και μνημείων. Ειδικές προδιαγραφές χωροθέτησης, ελέγχου και απαγορεύσεων οχλουσών χρήσεων, με έμφαση στην αναψυχή. Τρόπος λειτουργίας και εκδόσεις αδειών καταστημάτων.

3. Επανακαθορισμός όρων δόμησης (μείωση συντελεστή). Εισαγωγή της έννοιας της ογκοπλασίας και νέων μορφολογικών κανόνων δόμησης. Αντιμετώπιση ζητημάτων κατάτμησης και συνενώσεων των εναπομεινάντων προς δόμηση οικοπέδων. Βιώσιμη διαχείριση διατηρητέων και αντιμετώπιση των ζητημάτων για δυνατότητα επιπλέον δόμησης σε περιπτώσεις καταστροφής τους. Τακτοποίηση ζητημάτων αυθαίρετης δόμησης.

4. Απαλλοτριώσεις για δημιουργία κοινόχρηστων χώρων. Ενίσχυση αστικού πρασίνου, με εκτεταμένες δενδροφυτεύσεις.

5. Εκπόνηση νέας κυκλοφοριακής μελέτης, με έμφαση σε: ιεράρχηση του οδικού δικτύου, δημιουργία υποδομών κίνησης ΑμεΑ και υλοποίηση προτάσεων πολιτικής στάθμευσης. Υλοποίηση οχτώ πεζοδιαδρομών και περιπάτων ανάδειξης της πολιτιστικής κληρονομιάς (μια για ενδοεπικοινωνία ανατολικού – δυτικού τμήματος και επτά για σύνδεση με σημεία της Κάτω Πόλης). Σύνταξη κανονισμού λειτουργίας πεζοδρόμων. Υλοποίηση προτάσεων συγκοινωνιακού σχεδιασμού για δρομολόγηση mini buses στο εσωτερικό του οικισμού.

6. Αξιοποίηση και εφαρμογή προγραμμάτων αστικών αναπλάσεων, έλξη δημοτικών επενδύσεων, χρηματοδότηση τομεακών μελετών (π.χ. δημογραφικών χαρακτηριστικών).

ΠΗΓΗ: «Αγγελιοφόρος»