στο-39-ενισχύθηκε-η-συνολική-συμβολή-το-869158
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ | 04.05.2022 | 19:29

Στο 3,9% ενισχύθηκε η συνολική συμβολή του γερμανικού επιχειρείν στο ελληνικό ΑΕΠ

Αυτό προκύπτει από τη μελέτη του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών-ΙΟΒΕ με τίτλο «Το αποτύπωμα του γερμανικού επιχειρείν στην ελληνική οικονομία», που εκπονήθηκε για λογαριασμό τού Ελληνογερμανικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου και παρουσιάστηκε, σήμερα, σε κοινή διαδικτυακή εκδήλωση.

Οι στενοί οικονομικοί δεσμοί και η προνομιακή εμπορική σχέση Ελλάδας-Γερμανίας επιβεβαιώθηκαν και το 2020 παρά τις μεγάλες προκλήσεις και την αναταραχή που προκάλεσε η πανδημία, ενώ το 2021 καταγράφονται ανοδικές τάσεις στις οικονομικές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών και σταδιακή επιστροφή στην κανονικότητα.

Όπως αναφέρθηκε, η Γερμανία εν μέσω πανδημίας διατήρησε και σε αρκετούς δείκτες ενίσχυσε τη θέση της, ως ένας από τους μεγαλύτερους εμπορικούς και επενδυτικούς εταίρους της Ελλάδας. Παράλληλα, εξαιρετικά σημαντική είναι η συμβολή των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στις δύο χώρες στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.

Σύμφωνα με τη μελέτη του ΙΟΒΕ η συνολική συμβολή των επιχειρήσεων-μελών του Ελληνογερμανικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου εκτιμάται σε 3,9% του ΑΕΠ το 2020 (6,4 δισ. ευρώ), ενισχυμένη σε σύγκριση με το 2019 (3,3% του ΑΕΠ), ενώ, για κάθε ευρώ προστιθέμενης αξίας από τη λειτουργία και τις επενδύσεις των εταιρειών-μελών δημιουργούνται άλλα 0,5 ευρώ ΑΕΠ σε άλλους τομείς της ελληνικής οικονομίας (1,5 ευρώ συνολικά).

Η μελέτη, όπως αναφέρεται σε ανακοίνωση, παρουσιάστηκε από τον υπεύθυνο τμήματος Μικροοικονομικής Ανάλυσης και Πολιτικής του ΙΟΒΕ, Σβέτοσλαβ Ντάνχεβ, με εισαγωγή και σχολιασμό από τον γενικό διευθυντή του ΙΟΒΕ, καθηγητή Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Νίκο Βέττα.

Απευθύνοντας μήνυμα στην εκδήλωση, ο υφυπουργός Εξωτερικών για την Οικονομική Διπλωματία και την Εξωστρέφεια, Κώστας Φραγκογιάννης, αναφέρθηκε στις προοπτικές περαιτέρω τόνωσης των ήδη ισχυρών ελληνογερμανικών εμπορικών και επενδυτικών συνεργασιών, σημειώνοντας ότι «οι δύο χώρες πορεύονται από κοινού στον δρόμο της ανάπτυξης, με την Ελλάδα να αποτελεί ιδανικό προορισμό για τις γερμανικές επιχειρήσεις, οι οποίες δείχνουν πλέον το πόσο πιστεύουν και εμπιστεύονται τη χώρα μας και το υψηλού επιπέδου ανθρώπινο δυναμικό της».

Κάνοντας ειδική μνεία στο Εθνικό Στρατηγικό Σχέδιο Εξωστρέφειας, ο κ. Φραγκογιάννης υπογράμμισε ότι ειδικότερα για τη Γερμανία προβλέπεται φέτος η υλοποίηση 50 δράσεων που επικεντρώνονται στην προσέλκυση νέων επενδύσεων και στην ενίσχυση των εξαγωγών με την υποστήριξη ελληνικών συμμετοχών σε διεθνείς εκθέσεις, τη διοργάνωση εκδηλώσεων προώθησης ελληνικών προϊόντων αλλά και πιο στοχευμένων εκδηλώσεων με αντικείμενο τη βελτίωση της πρόσβασης ελληνικών αγαθών στη γερμανική αγορά.

Ο υφυπουργός δεν παρέλειψε να σταθεί και στην πολύ δραστήρια, όπως τη χαρακτήρισε, κοινότητα των πάνω από 360.000 Ελλήνων στη Γερμανία αλλά και στις εμβληματικές γερμανικές επενδύσεις στην Ελλάδα, όπως της Fraport, του ΟΤΕ, της RWE, της VW, αλλά και μικρότερων επενδύσεων με χαρακτηριστικότερη αυτή της TeamViewer στα Ιωάννινα.

Τέλος, σχολιάζοντας τις τρέχουσες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ευρώπη και ολόκληρος ο κόσμος, o κ. Φραγκογιάννης, υπογράμμισε με έμφαση ότι «το δημοκρατικό και πλουραλιστικό αξιακό μας σύστημα, οι κοινές ευρωπαϊκές αξίες μας και το κοινό ευρωπαϊκό πεπρωμένο μας ενώνουν και μας δεσμεύουν να αναζητήσουμε κοινές απαντήσεις».

Από την πλευρά του ο πρόεδρος του Ελληνογερμανικού Επιμελητηρίου, Κωνσταντίνος Μαραγκός, στο σύντομο χαιρετισμό του σημείωσε ότι «ένα από τα βασικότερα χαρακτηριστικά του γερμανικού επενδυτικού αποτυπώματος στην ελληνική οικονομία, πέραν βέβαια της διαχρονικότητάς του και της πολλαπλασιαστικής αξίας που έχει για το εγχώριο ΑΕΠ, είναι ο πολυδιάστατος χαρακτήρας του». Όπως διευκρίνισε, τα γερμανικά επενδυτικά κεφάλαια έχουν και γεωγραφική αλλά και τομεακή διασπορά.

Ουσιαστικά διαχέονται τόσο στην Αττική όσο και σε άλλες περιοχές της χώρας, όπως η Βόρεια και η Δυτική Ελλάδα, καθώς και σε νησιωτικές περιοχές, ενώ σε επίπεδο κλάδων της οικονομίας εστιάζουν στην παραγωγή προϊόντων και την παροχή υπηρεσιών σε τομείς, όπως η αγορά ενέργειας, η φαρμακοβιομηχανία, η αγροδιατροφή, οι τηλεπικοινωνίες, ο τουρισμός, το εμπόριο, το real estate, η ιδιωτική ασφάλιση, το R&D, η οργανωμένη λιανική και οι νέες τεχνολογίες.

Αναφερόμενος, τέλος, στις επιπτώσεις της ρωσο-ουκρανικής κρίσης στην παγκόσμια οικονομία, ο κ. Μαραγκός υπογράμμισε ότι η πορεία δεν θα είναι εύκολη για καμία εθνική αγορά, ωστόσο η Ελλάδα διαθέτει σήμερα όλες τις προδιαγραφές διατήρησης του ΑΕΠ της σε αναπτυξιακό ρυθμό και αυτό θα το επιτύχει, δίνοντας τη δική της μάχη, με τη συνδρομή και τη στήριξη και των νέων προς επένδυση γερμανικών κεφαλαίων.

«H επενδυτική αυτή ορμή από τη Γερμανία, είμαι πεπεισμένος ότι θα έχει και συνέχεια, ως ένα επιτυχημένο case story, απολαμβάνοντας την υποστήριξη της ελληνικής κυβέρνησης» συμπλήρωσε.

Ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ, καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Νίκος Βέττας, υπογράμμισε ότι τόσο οι γερμανικές επενδύσεις στην Ελλάδα όσο και οι εξαγωγές από την Ελλάδα στη Γερμανία, έχουν κρίσιμη σημασία για την ελληνική οικονομία, όχι μόνο γιατί διατηρούνται σε σχετικά υψηλό επίπεδο αλλά και γιατί έχουν μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο χαρακτήρα. Αυτός ο σταθερός και όχι ευκαιριακός χαρακτήρας αποτελεί θετική βάση για την περαιτέρω ανάπτυξή τους.

Ειδικότερα, η προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων από μεγάλες και τεχνολογικά προηγμένες οικονομίες δεν λειτουργεί ανταγωνιστικά αλλά συμπληρωματικά και υποστηρικτικά προς άλλες επενδύσεις στη χώρα. Ταυτόχρονα, η περαιτέρω συστηματική ανάπτυξη των εξαγωγών προς τις μεγάλες ευρωπαϊκές οικονομίες είναι προϋπόθεση συνολικής ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.

Ο γενικός διευθυντής και μέλος του Δ.Σ. του Ελληνογερμανικού Επιμελητηρίου, Δρ Αθανάσιος Κελέμης, επισήμανε ότι η μελέτη του ΙΟΒΕ ανέδειξε την ισχυρή θέση της γερμανικής οικονομίας στην Ελλάδα, τη σταθερότητα και την πιστότητα των διμερών σχέσεων, καθώς και τα όσα προσφέρει στην εγχώρια αγορά ένας τόσο ισχυρός επενδυτικός εταίρος.

Ειδικότερα, στάθηκε στην υψηλή υπεραξία των γερμανικών επενδύσεων, για το ΑΕΠ της χώρας και την αγορά εργασίας και εξέφρασε την αισιοδοξία του ότι ανεξάρτητα από τις προκλήσεις που κατά καιρούς αντιμετωπίζει η παγκόσμια οικονομία, μαζί κι η ελληνική, οι Γερμανοί επενδυτές θα επιμένουν στην πάγια στρατηγική ενίσχυσης της θέσης τους στην Ελλάδα, γνωρίζοντας ότι τα μακροπρόθεσμα οφέλη προδιαγράφονται πολλά και σημαντικά για τους ίδιους.

Εξάλλου, όπως συμπλήρωσε ο κ. Κελέμης, στις δύο τελευταίες μεγάλες κρίσεις, της κρίσης χρέους και της πανδημικής, οι Γερμανοί επενδυτές, όχι απλά διατήρησαν τις θέσεις τους στην Ελλάδα, αλλά τις αναβάθμισαν όπου διαπίστωσαν ευκαιρίες.