κομισιόν-τα-μέτρα-της-ευρωζώνης-για-το-158418
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ | 02.08.2018 | 18:27

Κομισιόν: Τα μέτρα της ευρωζώνης για το ελληνικό χρέος είναι επαρκή

Τα μέτρα της ευρωζώνης για το ελληνικό χρέος είναι επαρκή κατά την άποψη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, δήλωσε από τις Βρυξέλλες η εκπρόσωπος της Κομισιόν Μίνα Αντρέεβα.

Η εκπρόσωπος κληθείσα να σχολιάσει τις πρόσφατες εκτιμήσεις του ΔΝΤ για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας ανέφερε ότι το ΔΝΤ παγίως είναι πιο συγκρατημένο στις εκτιμήσεις του από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς.

Τις προηγούμενες μέρες, το ΔΝΤ παρουσίασε τις δικές του εκτιμήσεις για την πρόοδο της ελληνικής οικονομίας, επιμένοντας σε σκληρά μέτρα και λιτότητα. Πιο συγκεκριμένα:

1ον. η ελάφρυνση του χρέους είναι ανεπαρκής για μετά το 2032 και τότε θα πρέπει να παρέμβουν ξανά οι δανειστές

2ον: δεν υπάρχει δημοσιονομικός χώρος για παροχές που ευαγγελίζεται η κυβέρνηση

3ον: οι συντάξεις πρέπει να κοπούν το 2019 όπως έχει συμφωνηθεί

4ον: η χώρα γερνάει και το δημογραφικό πρόβλημα επιβάλλει να συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις

5ον: πρέπει να μειωθούν οι υψηλές φορολογικές και ασφαλιστικές επιβαρύνσεις, για να τονωθεί η Ανάπτυξη. Δηλαδή πρέπει να μειωθεί το αφορολόγητο όπως έχει ψηφιστεί, για να διευρυνθεί η φορολογική βάση

6ον: πολλές μεταρρυθμίσεις έχουν «σκαλώσει» και δεν πρέπει να επιστρέψει η χώρα στο προηγούμενο καθεστώς συλλογικών συμβάσεων, όπως ήδη κάνει πράξη η κυβέρνηση

7ον: απαιτείται μεγαλύτερη και πιο φιλόδοξη προσπάθεια για να μειωθούν τα μη εξυπηρετούμενα «κόκκινα» δάνεια ώστε να αποκατασταθεί ο τραπεζικός δανεισμός και να τελειώσουν ταχύτερα οι κεφαλαιακοί περιορισμοί –capital controls.

8ον: Το ΔΝΤ θα παραμείνει και στην μετα-προγραμματική περίοδο στην Ελλάδα, εκδίδοντας εκθέσεις δύο φορέρς τον χρόνο σε συνεργασία με τους ευρωπαίους, αλλά και με Τεχνική Βοήθεια σε τομείς όπως στην φορολογία

Με βάση την ανακοίνωση του ΔΝΤ, η Ανάπτυξη στην Ελλάδα θα ανέλθει σε 2% (ξεπερνώντας και τις τελευταίς προβλέψεις της Κομισιόν για Ανάπτυξη 1,9%) και θα αυξηθεί 2,4% το 2019. Αλλά για την συνέχεια προβλέπει ότι η Ανάπτυξη θα πέσει στο 2,2% το 2020 και στο 1,6% το 2021, ενώ θα «σέρνεται» στο 1,2% στην διετία 2022-2023.

Ειδικά για τις περικοπές των συντάξεων, ο Πήτερ Ντόλμαν τόνισε ότι «η συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση είναι ζωτικής σημασίας για τη διασφάλιση ότι το σύστημα μπορεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του έναντι των συνταξιούχων μακροπρόθεσμα» και «το 2015, οι συντάξεις απορρόφησαν το 38% των δαπανών του γενικού κρατικού προϋπολογισμού, απαιτώντας κρατικές μεταβιβάσεις στο συνταξιοδοτικό σύστημα κατά 9,5% του ΑΕΠ.

Όπως αναφέρει, «το σύστημα κοινωνικής στήριξης της Ελλάδας ήταν εκείνο το καιρό έντονα επικεντρωμένο στις συντάξεις που ήταν εξαιρετικά γενναιόδωρες, με βάση τους μισθούς ή τις εισφορές που κατέβαλαν οι συνταξιούχοι στο σύστημα ενώ εργάζονταν. Οι μεγάλες δαπάνες για τις συντάξεις, συμπεριλαμβανομένων των συντάξεων για τους σχετικά εύπορους, δεν άφησαν περιθώρια για άμεση στήριξη του πληθυσμού που κινδυνεύει περισσότερο από τη φτώχεια, συμπεριλαμβανομένων των νοικοκυριών με χαμηλό εισόδημα και των ανέργων».

Το ΔΝΤ ανησυχεί για τα σχέδια των αρχών να επιστρέψουν στο παλιό σύστημα συλλογικών διαπραγματεύσεων. Όπως αναφέρει ο Πήτερ Ντόλμαν «ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματα στην Ελλάδα τα τελευταία 8 χρόνια είναι μια πιο ευέλικτη αγορά εργασίας και μια πιο ανταγωνιστική μισθολογική δομή μετά τις μεταρρυθμίσεις των συλλογικών διαπραγματεύσεων του 2011, οι οποίες και οι δύο ήταν σημαντικές για την ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας στην ευρωζώνη».

Ωστόσο, τονίζει, οι αρχές θεωρούσαν πάντοτε αυτές τις αλλαγές ως προσωρινές και τώρα σχεδιάζουν να τις αντιστρέψουν, πράγμα που σημαίνει ότι η κυβέρνηση θα μπορεί και πάλι να επεκτείνει τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας (..) Αυτό θα μειώσει την ευελιξία της εργασίας και θα διακινδυνεύσει την αποσύνδεση των μισθών από την παραγωγικότητα σε επίπεδο επιχείρησης, γεγονός που δεν αποτελεί καλό στοιχείο για την άμβλυνση της ανεργίας και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ. Επίσης, θα περιορίσει την ευελιξία των επιχειρήσεων στην αναδιάρθρωση, η οποία παραμένει αναγκαία υπό το πρίσμα των τραπεζικών, φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων».

Οι ελληνικές τράπεζες χτυπήθηκαν σκληρά από την κρίση, αλλά σημειώθηκε σταδιακή βελτίωση σε όλες τις βασικές διαστάσεις, συμπεριλαμβανομένης της συνολικής ρευστότητας, της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων και της διακυβέρνησης. Ωστόσο, τα χαρτοφυλάκια των τραπεζών συνεχίζουν να συρρικνώνονται, με αρνητικές συνέπειες για τις δανειοδοτήσεις και απαιτούνται ουσιαστικές περαιτέρω ενέργειες για την αποκατάσταση της πλήρους εμπιστοσύνης στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και για την αναζωογόνηση του ενδιάμεσου ρόλου των τραπεζών.

Η ελάφρυνση του χρέους και το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος του δημόσιου χρέους της Ελλάδας είναι χρέος προς τον επίσημο τομέα (κράτη, ΕΚΤ και ΔΝΤ) ενισχύει σημαντικά τις προοπτικές της Ελλάδας «μεσοπρόθεσμα». Ωστόσο, επισημαίνει ο επικεφαλής του ΔΝΤ, «καθώς το επίσημο χρέος του τομέα ωριμάζει και αντικαθίσταται από πιο ακριβό χρέος της αγοράς, η ικανότητα της Ελλάδας να εξυπηρετεί το χρέος της θα γίνει σταδιακά πιο δύσκολη (..) Η δέσμευση των ευρωπαίων εταίρων να παράσχουν πρόσθετη βοήθεια αν χρειαστεί, μετά από αναθεώρηση το 2032, προβλέπει ένα σημαντικό δίχτυ ασφαλείας σε αυτό το σημείο».