τι-θα-γίνει-αν-µου-πάρουν-τη-δουλειά-τα-476032
ΚΟΙΝΩΝΙΑ | 25.11.2021 | 13:25

«Τι θα γίνει αν µου πάρουν τη δουλειά τα ρομπότ;»

Ρομπότ: «Η πρώτη Βιοµηχανική Επανάσταση βγήκε από τα καπνισµένα φουγάρα ατµοµηχανών καύσης άνθρακα, η δεύτερη ξεπήδησε από ρευµατοδότες, ενώ η τρίτη είχε τη µορφή του ηλεκτρονικού µικροεπεξεργαστή. Σήµερα βρισκόµαστε εν µέσω µιας τέταρτης Βιοµηχανικής Επανάστασης, που είναι καρπός της ένωσης πλήθους νέων ψηφιακών, βιολογικών και “φυσικών” τεχνολογιών και λέγεται ότι θα είναι πολύ πιο µετασχηµατιστική απ’ ό,τι οι προηγούµενες. Ωστόσο, κανείς δεν γνωρίζει ακόµη πώς θα εξελιχθεί, πέρα από το ότι όλο και περισσότερες εργασίες που εκτελούνται στα εργοστάσια, στις επιχειρήσεις και στα σπίτια µας θα ανατίθενται σε αυτοµατοποιηµένα κυβερνοφυσικά συστήµατα, που θα λειτουργούν µε αλγόριθµους µηχανικής µάθησης. Για κάποιους, η προοπτική ενός αυτοµατοποιηµένου µέλλοντος αναγγέλλει µια πιο άνετη ζωή χάρη στα ροµπότ. Για άλλους είναι ένα ακόµα µοιραίο βήµα προς µια κυβερνοδυστοπία. Αλλά, για πολλούς, η προοπτική της ευρείας αυτοµατοποίησης εγείρει µόνο το εξής φλέγον ερώτηµα: τι θα γίνει αν µου πάρουν τη δουλειά τα ροµπότ;».

Αυτά γράφει στην εισαγωγή του βιβλίου του «Εργασία. Η ιστορία του πώς περνάμε τον χρόνο μας» ο Tζέιμς Σούζμαν (James Suzman). Το βιβλίο κυκλοφορεί αυτές τις ημέρες σε μετάφραση της Λίζας Εκκεκάκη από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Η «Κ» επιλέγει ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα ως προδημοσίευση που σχετίζεται άμεσα με όσα αναφέρει στην εισαγωγή του ο συγγραφέας, ο οποίος καταπιάνεται με το ζήτημα της εργασίας, του ελεύθερου χρόνου, της εργασιομανίας και της υπερκόπωσης διαχρονικά. Το βιβλίο φτάνει στο φλέγον και επίκαιρο ζήτημα των «έξυπνων μηχανών» και του πώς θα εξελίξουν την εργασία στο μέλλον.

 Η νέα µάστιγα

«Σήµερα µας πλήττει µια νέα µάστιγα, την οποία µπορεί να µην έχουν ακούσει ακόµη κάποιοι αναγνώστες, αλλά θα συζητηθεί πολύ τα επόµενα χρόνια: λέγεται τεχνολογική ανεργία», προειδοποιούσε ο Τζον Μέιναρντ Κέινς στην περιγραφή της µετά το τέλος της εργασίας ουτοπίας του. «Πρόκειται για µια µορφή ανεργίας που οφείλεται στο ότι ανακαλύπτονται πιο γρήγορα τρόποι να εξοικονοµηθούν εργαζόµενοι απ’ ό,τι εναλλακτικοί τρόποι αξιοποίησής τους». Ηταν µια εύλογη διευκρίνιση για το κοινό της δεκαετίας του 1930. Ηδη απ’ όταν η Βιοµηχανική Επανάσταση ανέβασε στροφές, οι άνθρωποι ανησυχούσαν µήπως οι νέες τεχνολογίες και µέθοδοι εργασίας παραγκώνιζαν το επάγγελµα ή τον τρόπο βιοπορισµού τους, αλλά ο Κέινς αντιλήφθηκε όσο λίγοι τον βαθµό στον οποίο η ώθηση για ακόµα µεγαλύτερη αποδοτικότητα και αυτοµατοποίηση θα συρρίκνωνε τη ζήτηση της ανθρώπινης εργασίας.

Εκ των υστέρων φαίνεται ότι ο Κέινς υποτίµησε τον βαθµό στον οποίο ο διογκούµενος τοµέας των υπηρεσιών στις «προηγµένες οικονοµίες» θα απορροφούσε σχεδόν αβίαστα τους ανθρώπους που διώχνονταν από αγροκτήµατα, ορυχεία, αλιευτικές επιχειρήσεις και τις όλο και πιο αυτοµατοποιηµένες γραµµές παραγωγής. Η ταχεία επέκταση των υπηρεσιών είναι επίσης ο λόγος που, παρά την ευρεία αυτοματοποίηση πολλών κοινών άλλοτε εργασιών σε πολλές χώρες –από τους υπαλλήλους στα εκδοτήρια εισιτηρίων των σιδηροδροµικών σταθµών έως τους ταµίες στα σούπερ µάρκετ–, η συζήτηση σχετικά µε την προοπτική να καταβροχθίσει η αυτοµατοποίηση θέσεις εργασίας περιοριζόταν µέχρι πρόσφατα κυρίως σε κάποια κέντρα τεχνολογικής καινοτοµίας, αίθουσες εταιρικών συσκέψεων και ακαδηµαϊκά περιοδικά.

Αυτό άλλαξε τον Σεπτέµβριο του 2013, όταν οι Καρλ Φρέι (Carl Frey) και Μάικλ Οσµπορν (Michael Osborne) από το Πανεπιστήµιο της Οξφόρδης δηµοσίευσαν τα αποτελέσµατα µιας έρευνας που αξιολογούσε την ακρίβεια των προβλέψεων του Τζον Μέιναρντ Κέινς σχετικά µε την τεχνολογική ανεργία

Ο λόγος για τον οποίο η µελέτη της Οξφόρδης προκάλεσε θόρυβο ήταν το συµπέρασµα των Φρέι και Οσµπορν πως τα ροµπότ ήταν ήδη προ των πυλών των εργοστασίων και µάλιστα είχαν βάλει στο χάντρινο ροµποτικό τους µάτι σχεδόν τις µισές από τις υπάρχουσες θέσεις εργασίας στις ΗΠΑ. Με βάση έρευνα που πραγµατοποιήθηκε για 702 επαγγέλµατα, υπολογίστηκε ότι το 47% του συνόλου των σύγχρονων θέσεων εργασίας στις ΗΠΑ διέτρεχαν «υψηλό κίνδυνο» να έχουν εξαλειφθεί µέχρι το 2030 λόγω της αυτοµατοποίησης. Οι ερευνητές επισήµαναν επίσης ότι δεν διέτρεχαν τον µεγαλύτερο κίνδυνο οι εργαζόµενοι των παραφουσκωμένων γραφειοκρατιών ή του µεσαίου επιπέδου διοίκησης των επιχειρήσεων, αλλά αυτοί µε τις πιο πρακτικές εργασίες, που συνήθως συνδέονται µε χαµηλότερα επίπεδα τυπικής εκπαίδευσης.

Ακολούθησε καταιγισµός παρόµοιων µελετών. Σε αυτές αναµείχθηκαν κυβερνήσεις, πολυµερείς οργανισµοί, think tanks, λέσχες πλούσιων εταιρειών, όπως το Παγκόσµιο Οικονοµικό Φόρουµ, και, αναπόφευκτα, οι µεγάλες εταιρείες συµβούλων σε θέµατα µάνατζµεντ. Αν και χρησιµοποιούσαν ελαφρώς διαφορετική µεθοδολογία, τα ευρήµατα όλων πρόσθεταν επίπεδα λεπτοµέρειας στη ζοφερή εκτίµηση των Φρέι και Οσµπορν. Μια µελέτη, για παράδειγµα, που διεξήχθη από τον Οργανισµό Οικονοµικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), στον οποίο ανήκουν οι περισσότερες µεγάλες οικονοµίες του κόσµου, κατέληξε στο ότι οι επιπτώσεις της αυτοµατοποίησης θα εµφάνιζαν πιθανότατα γεωγραφική διαφοροποίηση εντός και µεταξύ των κρατών-µελών. Προέβλεπαν ότι κάποιες περιοχές, όπως η Δυτική Σλοβακία, θα αντιµετώπιζαν απώλεια θέσεων εργασίας της τάξης του 40%, ενώ σε άλλες, όπως το Οσλο, πρωτεύουσα της Νορβηγίας, δεν θα υπήρχαν ιδιαίτερα αισθητές επιπτώσεις – η αυτοµατοποίηση θα αφορούσε λιγότερο από το 5% των εργασιών. Σύµφωνα µε τα «κορυφαία ταλέντα» στο Ινστιτούτο Παγκόσµιας Οικονοµίας της McKinsey & Company, στη διάρκεια των επόµενων 15-35 ετών διέτρεχαν κίνδυνο µερικής αυτοµατοποίησης το 30%-70% των θέσεων εργασίας. Μια άλλη µεγάλη εταιρεία συµβούλων, η PricewaterhouseCoopers, προέβλεψε ότι κινδύνευαν το 30% των θέσεων εργασίας στο Ηνωµένο Βασίλειο, το 38% στις ΗΠΑ, το 35% στη Γερµανία και µόνο το 21% στην Ιαπωνία.
Oλες αυτές οι µελέτες συµφωνούσαν ότι ορισµένοι επιµέρους τοµείς ήταν σηµαντικά πιο ευάλωτοι στην αυτοµατοποίηση σε σχέση µε άλλους, γιατί η τεχνολογία ήταν ήδη αρκετά προσιτή οικονοµικά, ώστε οι εταιρείες που θα επένδυαν σε αυτήν να έχουν σχετικά γρήγορα απόδοση. Οι πιο ευάλωτοι επιµέρους τοµείς –µε περισσότερες από τις µισές θέσεις εργασίας να κινδυνεύουν από περικοπή– ήταν η «ύδρευση, αποχέτευση και διαχείριση αποβλήτων» και η «µεταφορά και αποθήκευση». Με µικρή διαφορά ακολουθούσαν η «χονδρική και λιανική πώληση», καθώς και επιµέρους τοµείς της µεταποίησης, που πιθανό να µειώσουν το εργατικό δυναµικό τους κατά 40%-50% στο άµεσο µέλλον.

Οι µελέτες ανέφεραν επίσης ότι κάποια επαγγέλματα φαίνονται εν πολλοίς άτρωτα από την αυτοµατοποίηση, τουλάχιστον βραχυπρόθεσµα. Μεταξύ αυτών είναι τα εξαρτώµενα από τις θολές τέχνες της πειθούς (π.χ. δηµόσιες σχέσεις) και όσα απαιτούν υψηλό βαθμό ενσυναίσθησης (π.χ. ψυχιατρική), δημιουργικότητας (π.χ. σχέδιο μόδας) ή επιδεξιότητας των χεριών ή των δαχτύλων (π.χ. χειρουργική).

Εντούτοις, οι µελέτες δεν επέτρεπαν σε κανέναν να εφησυχάσει οριστικά. Μεγάλα ποσά επενδύονται για να αναπτυχθούν µηχανές µε επιδεξιότητα ανθρώπινου ή ανώτερου επιπέδου, καθώς και άλλες, ικανές να µιµηθούν την κοινωνική νοηµοσύνη και τη δηµιουργικότητα. Κατά συνέπεια, ό,τι φαινόταν πριν από λίγα χρόνια µακρινό ορόσηµο για την αυτοµατοποίηση, τώρα φαίνεται πολύ κοντά µας. Για παράδειγµα, το 2017 το ροµπότ Xiaoyi, δηµιούργηµα του Πανεπιστηµίου Tsinghua στο Πεκίνο και µιας κρατικής επιχείρησης, πέρασε πανεύκολα τις εθνικές εξετάσεις της Κίνας για τη χορήγηση άδειας ασκήσεως ιατρικού επαγγέλµατος, ενώ το πρόγραµµα AlphaGO της Google συνέτριψε τους κορυφαίους παγκοσµίως παίκτες Go. Το τελευταίο θεωρήθηκε σπουδαίος σταθµός, γιατί, σε αντίθεση µε το σκάκι, για να κερδίσεις στο Go δεν αρκεί η ισχύς ως προς την επεξεργασία πληροφοριών. Το 2019, το σύστηµα Project Debater της IBM –εξωτερικά, ένα λιτό, µαύρο, κατακόρυφο κουτί–, το οποίο για κάµποσα χρόνια ακόνιζε τη γλώσσα του σε ιδιωτικές διαλογικές αντιπαραθέσεις µε εργαζοµένους της IBM, έκανε µια εµφάνιση η οποία, αν και όχι νικηφόρα, υπήρξε πειστική και «απρόσµενα γοητευτική», επιχειρηµατολογώντας υπέρ της επιδότησης της προσχολικής αγωγής, µε αντίπαλο έναν πρώην µεγάλο φιναλίστ του Παγκόσµιου Πρωταθλήµατος Διαλογικής Αντιπαράθεσης. Επιπλέον, µε την τεχνολογία δηµιουργίας deepfake βίντεο διαθέσιµη σε όποιον έχει σύνδεση στο Διαδίκτυο, και τις µηχανές να βελτιώνονται διαρκώς όσον αφορά την ερµηνεία της ανθρώπινης γλώσσας και τη δηµιουργική χρήση της, υπάρχει µια ζωηρή αίσθηση ότι κανενός η εργασία δεν είναι απολύτως ασφαλής. Δεν αποτέλεσε, λόγου χάρη, έκπληξη η ανακοίνωση της Unilever το 2018 ότι ανέθετε µέρος των δραστηριοτήτων πρόσληψης σε ένα αυτόµατο σύστηµα τεχνητής νοηµοσύνης, το οποίο θα εξοικονοµούσε 70.000 ανθρωποώρες ετησίως προς όφελος της εταιρείας.

Ενας λόγος για τον οποίο οργανισµοί, όπως ο ΟΟΣΑ, έχουν αµφιβολίες σχετικά µε τις δυνατότητες της τεχνητής νοηµοσύνης και της µηχανικής µάθησης είναι ότι συχνά και αυτοί που σχεδιάζουν τα εν λόγω συστήµατα δεν είναι σίγουροι. Κάποια πρωτόκολλα µηχανικής µάθησης και τεχνητής νοηµοσύνης µοιάζουν αδιέξοδα και η επένδυση περαιτέρω χρόνου σε αυτά µπορεί να είναι µάταια δαπανηρή. Ωστόσο, συνεχώς αναπτύσσονται νέα µοντέλα –πολλά βασισµένα στη νευροψυχολογία– και η τάση έχει µία µόνο κατεύθυνση.

Πολλές αναλύσεις που εξετάζουν τη δυνατότητα της ροµποτικής και της τεχνητής νοηµοσύνης να «φάνε» θέσεις εργασίας διστάζουν περιέργως να θίξουν ορισµένες οικονοµικές συνέπειες που είναι ιδιαίτερα εύκολο να προβλεφθούν, αλλά έχουν βαθιές προεκτάσεις. Για την ακρίβεια, οι περισσότερες αναλύσεις δηλώνουν ενθουσιωδώς ότι η αυτοµατοποίηση θα εγκαινιάσει έναν θαυµαστό κόσµο ακόµα µεγαλύτερης παραγωγικότητας και αποδοτικότητας, και ολοένα µεγαλύτερων µερισµάτων για τους µετόχους.

Μπορεί εύκολα κανείς να καταλάβει γιατί υιοθετεί µια τέτοια στάση η McKinsey & Co. και οι όµοιοί της. Το να ασχοληθούν µε τις υπόλοιπες συνέπειες απαιτεί να αποτολµήσουν ένα ταξίδι σε µια σκουληκότρυπα, δηλαδή στο σενάριο ολικής αναδόµησης του οικονοµικού συστήµατος, το οποίο αυτή τη στιγµή τους ταΐζει μπριζόλες γουάγκιου και τους εξασφαλίζει πτήσεις στην πρώτη θέση. Και βεβαίως ένας από τους πρώτους µύθους που θα κατέρρεαν σε αυτή την περίπτωση είναι η υποτιθέµενη αντιστοιχία µεταξύ ανθρώπινης εργασίας, προσπάθειας και ανταµοιβής. Οµοίως θα έπρεπε να απαντηθεί το ερώτηµα: ποιος θα ωφεληθεί από την αυτοµατοποίηση και πώς;

Πηγή: Εφημερίδα «Καθημερινή»