Έπιασε και πάλι δουλειά, από την Κωνσταντινούπολη αυτή τη φορά, το 1985, και μάλιστα ρίσκαρε για να παραδώσει τις πληροφορίες του περνώντας πολλές φορές τα σύνορα. Μετά την Ταϊβάν, το 1990, ο Λάλας τοποθετήθηκε στην Α΄ Πρεσβεία των ΗΠΑ στην Αθήνα, στο πόστο της Επικοινωνίας Προγραμμάτων. Με λίγα λόγια, ήταν ο υπεύθυνος για τη διαβίβαση κάθε απορρήτου και ειδικά διαβαθμισμένου σήματος που κατέφτανε είτε από τη CIA, είτε από το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ. Η καλύτερη θέση για τα συμφέροντα της Ελλάδας. Ο ταξίαρχος Αναξαγόρας Σπιτάς, χειρίστηκε ιδανικά τον Στίβεν Λάλας και πολύ συχνά τον συναντούσε σε διαμέρισμα στου Ζωγράφου, όπου είχε νοικιάσει η ΕΥΠ, ώστε να του δίνει όλα τα σκισμένα έγγραφα που είχε πάρει από τους Αμερικανούς.
Το 1992 όμως ξεκίνησε να χαλάει αυτή η καλοστημένη κατασκοπευτική δουλειά, καθώς εκτός από τον Σπιτά, τον Λάλα ξεκίνησαν να χειρίζονται δύο ακόμη στρατιωτικοί αποσπασμένοι στην ΕΥΠ. Μέχρι τότε, οι φάκελοι που παρέδιδε πήγαιναν μυστικά και προσεκτικά μόνο στον πρωθυπουργό (Κωνσταντίνο Μητσοτάκη) και τον Υπουργό Εξωτερικών. Φυσικά, κανείς δεν γνώριζε την ταυτότητα του Λάλα, εκτός από τους απολύτως απαραίτητους.
Από το ΄92 και μετά όμως, οι φάκελοι έκαναν… βόλτες στα γραφεία, δεν κρατούσαν ούτε τα προσχήματα ενώ ο ένας από τους στρατιωτικούς που χειριζόταν τον Λάλα, χρησιμοποιούσε το διαμέρισμα στου Ζωγράφου ακόμα και για ερωτική φωλιά. Μετά τη σύλληψη του Λάλα άλλωστε «μεγαλούργησε» και πήρε απανωτές προαγωγές. Οι σχέσεις της Ελλάδας με τους πράκτορες της CIA είχαν γίνει ξανά άριστες, με αποτέλεσμα πολλοί να μιλούν για «ξεπούλημα»!
Είτε από τα σκισμένα απόρρητα έγγραφα των Αμερικανών που είχαν ξεκινήσει να φεύγουν δεξιά και αριστερά, είτε από την «γκάφα» στην οποία φαίνεται πως έπαιξε ρόλο η αείμνηστη πρώην υφυπουργός Εξωτερικών Βιργινία Τσουδερού, αποκαλύφθηκε η ταυτότητα του Λάλα.
Με το θέμα των Σκοπίων να «καίει» τότε την Αθήνα, η πίεση στον Λάλα έγινε ασφυκτική, με αποτέλεσμα να πηγαίνει κάθε βράδυ σκισμένα έγγραφα από την πρεσβεία των ΗΠΑ στο διαμέρισμα του Ζωγράφου.
Ένα από αυτά ήταν η επιστολή του τότε Αμερικανού πρεσβευτή στην Αθήνα Μάικλ Σωτήρχου για την θέση της χώρας του στο Σκοπιανό, η οποία έφτασε στα χέρια του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και της Βιργινίας Τσουδερού.
Η Υφυπουργός φαίνεται πως ενημέρωσε τον τότε πρεσβευτή της Ελλάδας στις ΗΠΑ Χρήστο Ζαχαράκη για μια άγνωστη πτυχή του θέματος, την οποία κανονικά γνώριζαν μόνο οι Αμερικανοί και του ζήτησε να κάνει διάβημα στο State Department. Οι Αμερικανοί έπεσαν από τα σύννεφα για το πως οι Έλληνες γνώριζαν λεπτομέρειες του διαβήματος, αφού βασιζόταν εξ’ ολοκλήρου σε μια πληροφορία που δεν έπρεπε να γνωρίζει η Αθήνα.
Μια άλλη εκδοχή αναφέρει ότι η Βιργινία Τσουδερού «έδωσε» κατά λάθος τον Στίβεν Λάλα σε μια συνομιλία της με τον Μάικλ Σωτήρχο, νομίζοντας ότι η άλλη πλευρά ήταν γνώστης της δράσης του Ελληνοαμερικανού.
Όποια κι αν από τις δύο εκδοχές ισχύει τελικά, οι Αμερικανοί δεν θα το άφηναν έτσι και ανέλαβαν δράση. Έφτασε στην Αθήνα υπό άκρα μυστικότητα κλιμάκιο του FBI για να ερευνήσει την υπόθεση των διαρροών.
Δεν άργησαν οι έρευνες του FBI να επικεντρωθούν στους εφτά υπαλλήλους που είχαν πρόσβαση στην Μονάδα Επικοινωνίας Προγραμμάτων της Αμερικάνικης πρεσβείας και στα απόρρητα έγγραφα. Τοποθέτησαν κάμερες οι οποίες κατέγραψαν τον Λάλα να παίρνει έγγραφα τα οποία κανονικά θα έπρεπε να είχε καταστρέψει. Η παρακολούθηση συνεχίστηκε και εκτός πρεσβείας που τον είδαν (και τον φωτογράφισαν) να μπαίνει στο διαμέρισμα στου Ζωγράφου.
Δεν αρνήθηκε το παραμικρό. Τι θα μπορούσε να αρνηθεί άλλωστε όταν του έδειξαν φωτογραφίες με την παρακράτηση των σημάτων που έφταναν στα χέρια του; Οδηγήθηκε σε Στρατοδικείο με την κατηγορία της «συνωμοσίας με σκοπό την κατασκοπεία προς όφελος συμμάχου χώρας» και καταδικάστηκε για «προδοσία» σε 14ετή κάθειρξη και σε καθεστώς επιτήρησης πέντε ετών και οδηγήθηκε σε φυλακές υψίστης ασφαλείας.
Το πόσο τον στήριξαν στη συνέχεια φάνηκε από την φράση που είχε πει μέσα από τη φυλακή για όλους αυτούς που του γύρισαν την πλάτη: «Αυτό που με στεναχώρησε περισσότερο απ’ όλα ήταν ότι έκαναν πως δεν με ήξεραν».
Ο Σταύρος Λάλας αφέθηκε στην τύχη του. Δεν λήφθηκε καμία μέριμνα ούτε καν για την οικογένειά του, που είχε αφήσει στην Χρυσούπολη. Τη σύζυγο με τους δύο γιους του, ο μεγαλύτερος εκ των οποίων είχε γεννηθεί με σύνδρομο down.