μάτι-η-κόρη-μου-κάηκε-140-βήματα-από-τη-θά-1120820
ΚΟΙΝΩΝΙΑ | 12.01.2023 | 13:26

Μάτι: «Η κόρη μου κάηκε 140 βήματα από τη θάλασσα»

Με τους συγγενείς των θυμάτων της φονικής πυρκαγιάς στο Μάτι να φτάνουν σήμερα (12.01.2023) στην αίθουσα κρατώντας ένα λευκό τριαντάφυλλο στη μνήμη του 6 μηνών βρέφους που κάηκε στη φονική πυρκαγιά, συνεχίζεται η δίκη για την εθνική τραγωδία στο Τριμελές Πλημμελειοδικείου της Αθήνας. Παράλληλα, τοποθετήθηκαν και μαύρες σημαίες στα κάγκελα του Εφετείου.

Στη δίκη κατέθεσε ο πυροσβέστης Ανδρέας Δημητρίου που έχασε στη φωτιά στο Μάτι το έξι μηνών παιδί του και λίγες ημέρες αργότερα τη γυναίκα του. «Είμαι πυροσβέστης. Βρισκόμουν στο σπίτι μου. Είχε γίνει γνωστό ότι υπήρχε φωτιά στην Κινέτα και ήμουν σε κατάσταση αναμονής. Μου ήρθε μήνυμα από την υπηρεσία να πάω εκεί, όπως και έκανα», είπε ο μάρτυρας, προσθέτοντας πως η γυναίκα του Μαργαρίτα και το έξι μηνών παιδί τους παρέμειναν στο σπίτι τους στο Μάτι.

Ο μάρτυρας τόνισε πως αφού έφτασε στην υπηρεσία του, άρχισε να δέχονται τηλεφωνήματα ότι έχει «φύγει» η πυρκαγιά και κατευθύνεται προς το Νέο Βουτσά, ενώ και κάτοικοι της περιοχής τηλεφωνούσα και έλεγαν ότι υπήρχε φωτιά.

«Έπειτα από αρκετή ώρα που προσπαθήσαμε να μιλήσουμε με τη γυναίκα μου, κατάλαβα ότι τα πράγματα δεν ήταν καλά. Δεν καταλάβαινα που βρισκόταν και τι μου έλεγε. Άκουγα τον αέρα. Δεν μπορούσε να μιλήσει σωστά, δεν είχε ειρμό», περιέγραψε ο μάρτυρας, προσθέτοντας πως δέχθηκε κλήση από την υπηρεσία του να πάει με το προσωπικό του αυτοκίνητο, γιατί δεν υπήρχε υπηρεσιακό και να πει κόσμο να φύγει από τα σπίτια του.

«Γύρω στις 7 έγινε αυτό. Προσπαθούσα να επικοινωνήσω με τη Μαργαρίτα. Βρισκόταν σε πανικό. Πίστευα ότι είχαν βρει ασφαλές καταφύγιο στην παραλία με το παιδί. Δέχομαι κλήση από τον πεθερό μου να είμαι προετοιμασμένος ότι τα πράγματα δεν είναι καλά.

Έφτασα και είδα το μικρό με έναν άγνωστο που προσπαθούσε να του δώσει πρώτες βοήθειες. Η συζυγος μου βρισκόταν καθισμένη στην παραλία. Ήταν με τα μάτια κλειστά. Εκείνη τη στιγμή την πήρα αγκαλιά. Εντόπισα ένα πυροσβεστικό όχημα και τους είπα να πάρουν το μικρό μαζί με τον κύριο που έκανε προσπάθειες ανάνηψης», εξιστόρησε ο μάρτυρας.

Δυστυχώς η συνέχεια για τον πυροσβέστη ήταν τραγική. Πήγε μαζί με τον πεθερό του στο νοσοκομείο Παίδων και εκεί κατάλαβε πως το παιδάκι του, δεν θα τα καταφέρει.

«Με βάλανε σε χώρο και με ενημερώσανε. Από τον τρόπο που μου μιλήσαμε κατάλαβα ότι έπρεπε να είμαι έτοιμος για χειρότερο. Μετά από λίγο με ενημέρωσαν ότι δεν κατάφεραν να τον επαναφέρουν. Με βάλαμε μέσα εκεί που τον είχαν, εκεί ήταν το τελευταίο αντίο που του είπα. Μετά έπρεπε να πάω στην Μαργαρίτα. Φτάνοντας στο νοσοκομείο, διαπιστώνω ότι έχει διασωληνωθεί, είχε εγκαύματα σε όλο το πρόσωπο. Όταν την είδα δυσκολεύτηκα να την αναγνωρίσω, ήταν σαν να βλέπω άλλον άνθρωπο. Εκεί πήγαινα επί δέκα ημέρες μέχρι που κατέληξε», τόνισε ο μάρτυρας.

«Ζωντανοί-νεκροί»

Στο δικαστήριο κατέθεσαν και οι εγκαυματίες που έζησαν τον απόλυτο εφιάλτη.

Η μάρτυρας, Δήμητρα Γουναρίδη, τόνισε πως βγήκαν από αυτή την τραγωδία «ζωντανοί – νεκροί».

Όπως περιέγραψε η κάτοικος Ματιού, βρισκόταν γύρω στις 17.30 στο σπίτι της όταν την πήρε τηλέφωνο μία φίλη της. Εκείνη της είπε να μαζέψει τα πράγματα της. «Ο ουρανός σκοτείνιαζε και άρχισαν να φτάνουν αποκαΐδια. Ήμουν σίγουρη ότι δεν έρχεται σε εμάς η φωτιά γιατί κανείς δεν μας είχε ειδοποιήσει», τόνισε η μάρτυρας.

Περίπου στις 18.10 άκουσε κορναρίσματα στην πόρτα της. Ήταν η φίλη της που είχε έρθει να της πει να φύγουν. «Στα 200 μέτρα έχουν μποτιλιαριστεί όλα τα αυτοκίνητα. Εκεί έγινε χαμός.

Ερχόντουσαν αμάξια από όλες τις κατευθύνσεις. Τρέξαμε στη θάλασσα. Το θερμικό κύμα εκείνη την ώρα με έκανε νιώθω πως θα πεθάνω 40 μέτρα από τη θάλασσα. Μπήκαμε στη θάλασσα. Γινόταν πόλεμος. Ακούγαμε αμάξια να σκάνε. Εκρήξεις. Το μαγαζί στην Αργυρά Ακτή να έχει εκρήξεις, να πέφτουν στην θάλασσα ξύλα, τέντες μέσα στη θάλασσα κι εμείς να πηγαινοερχόμαστε να μη καούμε. Βγήκαμε νεκροί – ζωντανοί. Βγάλαμε τις μπλούζες και τις κάναμε μάσκα. Τα ουρλιαχτά από τους καμένους ανθρώπους δε θα τα ξεχάσω ποτέ. Παιδάκια ούρλιαζαν, σκυλιά έκλαιγαν».

Η μάρτυρας περιέγραψε συγκλονιστικές εικόνες στο δικαστήριο, κατά τη διάρκεια των έξι ωρών που έμεινε στη θάλασσα. «Δίπλα μου ήταν η Μαργαρίτα με το μωράκι της το νεογέννητο. Καμένη εκείνη, καμένο και το μωρό. Το θήλαζε για να το έχει στη ζωή», περιέγραψε η μάρτυρας.

«Πράγματι ο Θεός μας βοήθησε…», τόνισε επίσης η κυρία Γουναρίδη, προσθέτοντας: «Περνάγανε οι ώρες αβοήθητοι στη θάλασσα χωρίς να έχουμε ακούσει το παραμικρό. Παίρναμε τηλέφωνο στην πυροσβεστική και δεν απάνταγαν.

ταν σαν να είμαστε σε ταινία επιστημονικής φαντασίας. Συνέχεια ένιωθα ότι θα σβήσω. Εύχομαι κανένας να μην το ζήσει αυτό, εν καιρώ ειρήνης να έχουμε αυτόν τον πόλεμο. Έξι ώρες μας είχαν αφήσει αβοήθητους.

Όταν κάηκαν και τελευταία δέντρα στην παραλία, βγήκαμε έξω. Εκεί ήταν μία κυρία, καμένη, που βοηθήσαμε να βγει στην παραλία. Την πιάσαμε στα χέρια και μας έμειναν οι σάρκες της, δεν θα το ξεχάσω. Στο λιμάνι της Ραφήνας αντίκρισα απόλυτο χάος, δεν υπήρχε ούτε ένα ασθενοφόρο. Δεν υπήρχε ένας να μας βοηθήσει μετά από εξίμιση ώρες, που είναι το κράτος;», επισήμανε οργισμένη η μάρτυρας.

«Αυτή είναι η κόλαση»

Για το χαμό της 56χρονης μητέρας του και της 26χρονης αδελφής του κατέθεσε στο δικαστήριο ο Ιωάννης Χαρδαλούπας.

«Γυρίζοντας το απόγευμα σπίτι είδα την αδερφή μου στον κήπο να ρίχνει ήδη νερό στα δέντρα. Κανένας δεν είχε καταλάβει τη σοβαρότητα της κατάστασης. Μου είπε εδώ είναι Ελλάδα πρέπει να τα κάνουμε όλα μόνοι μας, δεν είναι Νέα Υόρκη. Κάποια στιγμή είμαστε στη αυλή και πέρασε ένα περιπολικό και μας είπε για καλό και για κακό φύγετε.

Πήγαμε να πάρουμε τα αυτοκίνητα. Η αδερφή μου μπήκε στο ίδιο με τη μητέρα μου και εγώ ακολουθούσα με το δεύτερο αυτοκίνητο», είπε ο μάρτυρας.

Όπως εξήγησε, ο δρόμος προς την λεωφόρο Μαραθώνος ήταν απροσπέλαστος από τις φλόγες. «Αν υπάρχει κόλαση έτσι πρέπει να είναι», σχολίασε και περιέγραψε το απόλυτο κομφούζιο στους δρόμους.

«Το αυτοκίνητο που επέβαιναν η αδερφή και η μητέρα μου ήταν φλεγόμενο. Τις έβαλα στο δικό μου αυτοκίνητο ήταν καμένες. Βγήκα στην Μαραθώνος και πήγα στο κέντρο υγείας στη Νέα Μάκρη. Συνάντησα μπλόκο της αστυνομίας και μου είπαν ότι θα πας μέσα από το Μάτι. Νομιζα ότι κάτι ήξεραν.

Μόλις μπήκα στο Μάτι κατάλαβα ότι αν δεν έπαιρνα την κατάσταση στα χέρια μου θα καιγόμασταν όλοι», είπε ο μάρτυρας περιγράφοντας στη συνέχεια σκηνές ταινίας με τον ίδιο να κατευθύνεται με μεγάλη ταχύτητα στο αντίθετο ρεύμα. Φτάσαμε στο Μαρούσι τις διασωλήνωσαν. Τις έχασα και τις δύο».

«Η κόρη μου κάηκε 140 βήματα από τη θάλασσα»

Για την τραγική απώλεια της κόρης του αλλά και το δράμα που ζει το εγγονάκι του που μεγαλώνει χωρίς μητέρα κατέθεσε στο δικαστήριο, ο Αγγελος Σιαπκάρας.

«Την ημέρα της φωτιάς η κόρη μου ξύπνησε το γαμπρό μου από τους καπνούς. Αποφάσισαν να φύγουν. Ο γαμπρός μου πήρε το παιδί του και έφυγε προς τη θάλασσα. Η κόρη μου κάηκε… Εκατόν σαράντα βήματα δικά μου ήταν η θάλασσα και μέχρι να φύγουν το σπίτι είχε πάρει φωτιά. Δεν μπορώ να διανοηθώ πως έγινε και κάηκε η κόρη μου σε ένα σπίτι δίπλα στη θάλασσα. Αν κάποιος τους ειδοποιούσε πιο νωρίς, ως όφειλε, θα είχε σωθεί η κόρη μου και τόσοι άλλοι», περιέγραψε ο μάρτυρας.

Το βάρος της οικογένειας έπεσε στο παιδί της κόρης του μάρτυρα, που όπως περιέγραψε, έχει κλονιστεί. «Αναπολεί τη μαμά του. «Θα ήθελα να μην είχε πεθάνει», έγραψε σε μια εργασία του στο σχολείο για τη μαμά του. Τώρα στις γιορτές μου είπε παππού να πάμε να πούμε τα κάλαντα στη μαμά και πήγαμε πάνω από τον τάφο της να πούμε τα κάλαντα. Ξυπνάμε και κοιμόμαστε με αυτό», είπε ο μάρτυρας στην κατάθεση του.