άρειος-πάγος-απόφαση-ανατροπή-για-τ-737063
ΚΟΙΝΩΝΙΑ | 31.01.2022 | 09:22

Άρειος Πάγος: Απόφαση-«ανατροπή» για τη δικαστική χρήση βιντεοληπτικού υλικού

Απόφαση-σταθμός που «απελευθερώνει» τη δικαστική χρήση βιντεοληπτικού υλικού ακόμη και από κλειστά κυκλώματα καταγραφής ιδιωτικού χώρου στάθμευσης προχώρησε ο Άρειος Πάγος, απορρίπτοντας αίτηση αναίρεσης στρατιωτικού ο οποίος καταδικάστηκε για τον εμπρησμό του οχήματος της μελλοντικής του κουνιάδας.

Ο καταδικασθείς από το Πενταμελές Αναθεωρητικό Δικαστήριο της Θεσσαλονίκης, προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας ζητώντας την αναίρεση της σε βάρος του απόφασης, υποστηρίζοντας ότι το δικαστήριο «θεμελίωσε την καταδικαστική σε βάρος του κρίση σε απαγορευμένο αποδεικτικό μέσο, και συγκεκριμένα, έλαβε υπόψη του ψηφιακό δίσκο, που περιέχει βιντεοληπτικό υλικό από κλειστό κύκλωμα καταγραφής σκηνών ιδιωτικού χώρου στάθμευσης, παρά τη σχετική ένστασή του, παραβιάζοντας, έτσι τα υπερασπιστικά του δικαιώματα». Κι αυτό γιατί η κάμερα που ήταν τοποθετημένη σε ένα ιδιωτικό πάρκινγκ ήταν το βασικό στοιχείο που κατέδειξε πως ο στρατιωτικός ήταν εκείνος ο οποίος επί δύο βράδια επιχειρούσε να κάψει ολοσχερώς το αμάξι της αδελφής της αρραβωνιαστικιάς του.

Το Ζ’ Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου, με την υπ’ αριθμ. 254/2021 απόφασης του, έκρινε ότι «είναι νόμιμη η δικονομική αξιοποίηση του συγκεκριμένου βιντεοληπτκού υλικού, καθώς και των εξ’ αυτού εξαχθεισών φωτογραφιών, από το κλειστό κύκλωμα καταγραφής ιδιωτικού χώρου στάθμευσης αυτοκινήτων, το οποίο κατασχέθηκε, λόγω της σοβαρότητας των τελεσθέvτων αδικημάτων και ως το μοναδικό αποδεικτικό μέσο, από το οποίο δύναται να προκύψει ο δράστης των υπό κρίση άδικων πράξεων». Σύμφωνα με τους αρεοπαγίτες, «στην εν λόγω περίπτωση το παραβιασθέν συνταγματικό δικαίωμα του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος στα προσωπικά του δεδομένα (άρθρ. 9 Α του Συντάγματος) δεν άπτεται αμέσως του σκληρού πυρήνα της προσωπικής του σφαίρας, που θα απαιτούσε τη συναίνεση αυτού, αφού η συμπεριφορά, που καταγράφηκε και περιέχεται στο ένδικο βιντεοληπτικό υλικό, ουδεμία σχέση έχει με ιδιωτική του πράξη, ούτε έχει καμιά σχέση με την ανάπτυξη της προσωπικότητάς του, δεδομένου ότι, οι κάμερες κλειστού κυκλώματος κατέγραψαν τις κινήσεις του σε δημόσιο χώρο και όχι στην οικία του ή σε ιδιωτικό προσωπικό του χώρο, ενώ επιβάλλεται και από την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας, εν όψει του ότι τα πληγέντα από τις υπό κρίση πράξεις του δράστη αγαθά κρίνονται σαφώς υπέρτερα εκείνου της προστασίας των προσωπικών του δεδομένων».

Όπως μάλιστα, τονίζεται, σε διαφορετική περίπτωση, εάν δηλαδή απαγορευόταν να χρησιμοποιηθεί το συγκεκριμένο αποδεικτικό υλικό, τότε ουσιαστικά θα καταργούνταν το δικαίωμα της παθούσας να προσφύγει στη δικαιοσύνη, αφού «δεν θα μπορούσε να γίνει χρήση του μοναδικού αποδεικτικού μέσου, στο οποίο βασίζεται η καταγγελία της, με αποτέλεσμα να πλήττεται ακόμη και η ανθρώπινη αξία του απροστάτευτου εν λόγω θύματος των άνω αξιοποίνων πράξεων, ήτοι υπέρτερων εννόμων αγαθών, που τυγχάνουν συνταγματικής προστασίας».

Το ιστορικό

Ήταν άνοιξη του 2016, όταν όχι πολύ μακριά από την πλατεία Δικαστηρίων- στη Θεσσαλονίκη ένας άνδρας περιέλουσε με εύφλεκτο υλικό ένα σταθμευμένο όχημα και του έβαλε φωτιά. Αν και ήταν περασμένες 3 π.μ. οι γείτονες αντιλήφθηκαν το περιστατικό και σύντομο η πυρκαγιά έσβησε χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα. Η κοπέλα, αφού προχώρησε σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες, αποφάσισε να μεταβεί στο πατρικό της, εμφανώς φοβισμένη εξαιτίας του συμβάντος. Αν και άφησε τα κλειδιά του αυτοκινήτου στον ξάδελφό της, αστυνομικό στο επάγγελμα, προκειμένου να μεταφέρει το όχημα σε κάποιο συνεργείο, εκείνος το ίδιο βράδυ δεν προχώρησε σε καμία ενέργεια, με αποτέλεσμα το όχημα να μείνει στο ίδιο σημείο. Έτσι το επόμενο ακριβώς βράδυ, την ίδια περίπου ώρα, ο ίδιος άγνωστος άνδρας -όπως θα διαπιστωθεί αργότερα- έσπασε τα τζάμια του αυτοκινήτου και έβαλε φωτιά, αυτή τη φορά στο εσωτερικό του οχήματος.

Τελικά το βιντεοληπτικό υλικό που συγκέντρωσαν οι αστυνομικές αρχές, μπόρεσε να λύσει το μυστήριο, αφού τόσο η κοπέλα όσο και ο ξάδελφός της κατάφεραν να αναγνωρίσουν ως δράστη τον τότε αρραβωνιαστικό της αδελφής της. «Οι υπό κρίση πράξεις εμφανίζουν σαφή χαρακτήρα εκδικητικής ενέργειας» αναφέρεται στη δικαστική απόφαση η οποία επισημαίνει ότι «η παθούσα κατέθεσε στο ακροατήριο ότι ο κατηγορούμενος, όπως άλλωστε ομολόγησε και ο ίδιος, στο αμέσως προηγούμενο της τελέσεως των υπό κρίση αδικημάτων χρονικό διάστημα είχε παρεξηγήσει τη συμπεριφορά της και ειδικότερα το γεγονός ότι αυτή του είχε αρνηθεί να συναντηθούν. Μάλιστα, αυτός θεωρώντας τον εαυτό του θιγέντα εκ της αθετήσεως της υποσχέσεως της να έχει συχνές κοινωνικές επαφές μαζί του, συνδράμοντας µε τον τρόπο αυτόν την αποθεραπεία της καταθλίψεως από την οποία ο κατηγορούμενος είχε προσφάτως διαγνωσθεί ως πάσχων, εξέφρασε µε πολύ έντονο τρόπο την περί αυτού ενόχλησή του τόσο στην ίδια, όσο και στην αδελφή της και αρραβωνιαστικιά του, αν και αντικειμενικώς ένα ανάλογο γεγονός ουδόλως δύναται να θεωρηθεί ως δυνάμενο να προκαλέσει εκνευρισμό και δη έντονο στον κατηγορούμενο. Στο σημείο αυτό επισημαίνεται ότι απαντώντας σε σχετική ερώτηση ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ότι δεν είχε ερωτικές βλέψεις για την αδελφή της μνηστής του, υποστηρίζοντας ότι από την εκτυπωθείσα και αναγνωσθείσα συνομιλία του µε την πολιτικώς ενάγουσα στο facebook κατά το διάστημα που περικλείεται από τις ημερομηνίες 26.05.16 έως 29.05.16, ουδόλως προκύπτει αισθηματική σχέση ή διάθεση, παρά την εμφανώς πέραν του αναμενομένου οικειότητα που ευθέως προκύπτει από αυτά».

Αν και ο ίδιος ο στρατιωτικός αρνήθηκε όλες τις πράξεις που του αποδόθηκαν, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο τον καταδίκασε κατά πλειοψηφία σε συνολική ποινή φυλάκισης 2 ετών για εμπρησμό και διακεκριμένη φθορά, εξαγοράσιμη προς 5 ευρώ ημερησίως, αναγνωρίζοντάς του το ελαφρυντικό του προτέρου εντόπιου βίου. Πάντως, δύο δικαστές είχαν την άποψη ότι «ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί αθώος των αποδιδόμενων σε αυτών πράξεων, καθόσον δεν προέκυψε µε απόλυτη βεβαιότητα, υπάρχουν δηλαδή ζωηρές αμφιβολίες, κατά πόσον αυτός είναι ο δράστης των εγκλημάτων για τα οποία καταδικάστηκε. Και τούτο γιατί από την επισκόπηση του βιντεοληπτικού υλικού και των φωτογραφιών, που υπάρχουν στη δικογραφία, δεν διακρίνεται κατά τον πλέον καθαρό τρόπο το πρόσωπο και τα χαρακτηριστικά του ατόμου, δεν φαίνεται αν πράγματι το άτομο αυτό τελικά κατευθύνεται και προς το αυτοκίνητο αυτής, ούτε φαίνεται το άτομο και τα χαρακτηριστικά αυτού, το οποίο έθεσε τελικά την φωτιά, επί πλέον δε δεν ανευρέθησαv οπουδήποτε δακτυλικά αποτυπώματα του κατηγορουμένου». Τέλος, να σημειωθεί ότι ο Άρειο Πάγος αναίρεσε μερικώς την απόφαση του Δευτεροβάθμιου στρατοδικείου, επιστρέφοντας τη δικογραφία πίσω στο Εφετείο μόνο για το αδίκημα του εμπρησμού, καθώς με το νέο Ποινικό Κώδικα, ορίζεται μερικότερη ποινή.