στη-βουλή-ν-σ-για-καλές-πρακτικές-στη-χο-78794
ΠΟΛΙΤΙΚΗ | 18.11.2016 | 14:05

Στη Βουλή ν/σ για καλές πρακτικές στη χορήγηση δανείων

Νομοσχέδιο του υπουργείου Οικονομικών με το οποίο επιχειρείται η καλύτερη δυνατή ενημέρωση του δανειολήπτη για τους όρους τύπου δανείου πριν τη λήψη του αναμένεται μα ψηφιστεί στη Βουλή.

Με το νομοσχέδιο ενσωματώνεται στο εθνικό δίκαιο η κοινοτική οδηγία 2014/17/ΕΕ για τη ενυπόθηκη πίστη που αφορά δάνεια τα οποία θα ληφθούν από τούδε και στο εξής βρίσκεται στις αρμόδιες επιτροπές της Βουλής. Προβλέπεται, επίσης, η υποχρέωση να πραγματοποιείται αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας του δανειολήπτη πριν από τη χορήγηση πίστωσης, καθώς επίσης και η καθιέρωση συγκεκριμένων υποχρεώσεων για τους πιστωτικούς φορείς/μεσίτες πιστώσεων που πρέπει να τηρούνται κατά το στάδιο που προηγείται της σύναψης της σύμβασης πίστωσης αλλά και μετά τη σύναψη αυτής.

Συγκεκριμένα το νομοσχέδιο προβλέπει τα εξής:

– Σε περίπτωση συμβάσεων πίστωσης σε ξένο νόμισμα, ο πιστωτικός φορέας θα πρέπει είτε να συμπεριλάβει στη σύμβαση πίστωσης όρο, σύμφωνα με τον οποίο, ο καταναλωτής δικαιούται να μετατρέψει τη σύμβαση πίστωσης σε εναλλακτικό νόμισμα, τουλάχιστον όταν η διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας υπερβαίνει το 20% σε σχέση με αυτή που ίσχυε κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης. Είτε να διασφαλίζει ότι η σύμβαση πίστωσης συνοδεύεται καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής με χρηματοπιστωτικό μέσο αντιστάθμισης συναλλαγματικού κινδύνου.

– Σε ότι αφορά το κυμαινόμενο επιτόκιο προβλέπεται πως οι δείκτες ή τα επιτόκια αναφοράς που χρησιμοποιούνται από τον πιστωτικό φορέα για τον υπολογισμό του επιτοκίου χορήγησης πρέπει να είναι σαφείς, προσιτοί και επαληθεύσιμοι από τον δανειολήπτη.

– Σε ότι αφορά την πρόωρη αποπληρωμή, προβλέπεται πως ο καταναλωτής έχει δικαίωμα να εκπληρώσει πλήρως ή εν μέρει τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από τη σύμβαση πίστωσης πριν τη λήξη της. Στην περίπτωση αυτή, ο καταναλωτής δικαιούται μείωση του συνολικού κόστους της πίστωσης. Η μείωση συνίσταται στους τόκους και τις επιβαρύνσεις για το εναπομένον χρονικό διάστημα μέχρι τη λήξη της σύμβασης. Αν η άσκηση του δικαιώματος πρόωρης εξόφλησης εκ μέρους του καταναλωτή γίνεται εντός χρονικού διαστήματος για το οποίο έχει συμφωνηθεί σταθερό επιτόκιο χορηγήσεων, ο πιστωτικός φορέας δικαιούται εύλογη και αντικειμενικά αιτιολογημένη αποζημίωση προς αποκατάσταση. Η εν λόγω αποζημίωση δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό των τόκων που θα κατέβαλλε ο καταναλωτής για το χρονικό διάστημα μεταξύ της πρόωρης εξόφλησης και της συμφωνηθείσας ημερομηνίας λήξης του σταθερού επιτοκίου.

– Δεν επιτρέπονται αθέμιτες, ασαφείς, ή παραπλανητικές διαφημιστικές και εμπορικές ανακοινώσεις σχετικά με συμβάσεις πίστωσης. Επίσης απαγορεύονται ιδίως οι διατυπώσεις που ενδέχεται να δημιουργήσουν ψευδείς προσδοκίες στον καταναλωτή όσον αφορά τη διαθεσιμότητα ή το κόστος της πίστωσης.

– Ο πιστωτικός φορέας και κατά περίπτωση ο μεσίτης πιστώσεων παρέχουν στον καταναλωτή τις εξατομικευμένες πληροφορίες οι οποίες είναι απαραίτητες για τη σύγκριση των πιστώσεων που διατίθενται στην αγορά, την αξιολόγηση των επιπτώσεων τους και τη λήψη τεκμηριωμένης απόφασης σχετικά με τη σύναψη σύμβασης πίστωσης: α) χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση αφού ο καταναλωτής δώσει τις απαραίτητες πληροφορίες για τις ανάγκες του, την οικονομική του κατάσταση και τις προτιμήσεις του, και β) εγκαίρως, πριν από την παροχή δεσμευτικής για τον πιστωτικό φορέα προσφοράς και σε κάθε περίπτωση, πριν ο καταναλωτής δεσμευθεί με σύμβαση ή προσφορά πίστωσης.

– Όταν παρέχεται στον καταναλωτή προσφορά που είναι δεσμευτική για τον πιστωτικό φορέα, αυτή παρέχεται εγγράφως.

– Μεταξύ της παροχής δεσμευτικής προσφοράς και της σύναψης σύμβασης πίστωσης, μεσολαβεί χρονικό διάστημα μελέτης 10 ημερολογιακών ημερών ώστε ο καταναλωτής να συγκρίνει τις προσφορές και να αξιολογήσει τις συνέπειές τους προκειμένου να λάβει τεκμηριωμένη απόφαση.

– Ο πιστωτικός φορέας πριν από την παροχή δεσμευτικής προσφοράς πραγματοποιεί ενδελεχή αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή. Επίσης η αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας δεν βασίζεται κατά κύριο λόγο στην παραδοχή ότι η αξία του ακινήτου που προορίζεται για κατοικία υπερβαίνει το ποσό της πίστωσης ή στην παραδοχή ότι η αξία του εν λόγω ακινήτου θα αυξηθεί, εκτός αν ο σκοπός της σύμβασης πίστωσης είναι η κατασκευή ή ανακαίνιση ακινήτου που προορίζεται για κατοικία.

– Τα συμβαλλόμενα στη σύμβαση πίστωσης μέρη μπορεί να προβλέπουν ρητώς ότι η επιστροφή ή μεταβίβαση της εξασφάλισης ή των εσόδων από την πώληση της εξασφάλισης αρκεί για την αποπληρωμή της πίστωσης (σ.σ αφορά μη εξυπηρετούμενο δάνειο).

– Αν δεν υπάρχει συμφωνία και μετά τις διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης παραμένει ανεξόφλητο ποσό, ο πιστωτικός φορέας διευκολύνει την αποπληρωμή του λαμβάνοντας υπόψη ιδίως τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης καθώς και την ύπαρξη τυχόν άλλων περιουσιακών στοιχείων.