μετα-οι-αλήθειες-και-τα-ψέματα-βρούτ-627616
ΕΡΓΑΣΙΑΚΑ | 04.02.2020 | 20:27

ΜΕΤΑ: Οι «αλήθειες» και τα ψέματα Βρούτση για το ασφαλιστικό

Με άρθρο – παρέμβαση του, ο γραμματέας του ΜΕΤΑ, Γιώργος Χαρίσης, σχολιάζει το νέο μόνο Βρούτση για το ασφαλιστικό.

Συγκεκριμένα γράφει:

1. Ο κ. Βρούτσης με το νομοσχέδιο που κατέθεσε για διαβούλευση, συζήτηση και ψήφιση στη βουλή, επιχειρεί να αντιστρέψει την πραγματικότητα και να δημιουργήσει μια εικονική πραγματικότητα. Λέει ότι αυτό το νομοσχέδιο αποτελεί τομή στο ασφαλιστικό σύστημα, κατοχυρώνει το δημόσιο χαρακτήρα του, δίνει αυξήσεις στους συνταξιούχους και το κάνει βιώσιμο με ορίζοντα το 2070!

Δεν υπάρχει υπουργός τα τελευταία 30 χρόνια που δεν ισχυρίστηκε κάτι τέτοιο! Και όμως, πριν περάσουν 4-5 χρόνια, ψηφίζονταν άλλος νόμος, για να σώσει το ασφαλιστικό σύστημα απ’ την επαπειλούμενη κατάρρευση, ώσπου να έρθει ο επόμενος υπουργός να ισχυριστεί τα ίδια. Αυτό κάνει και ο κ. Βρούτσης σήμερα. Μάλιστα, στο θέμα των καθυστερήσεων για την έκδοση των συντάξεων, υποσχέθηκε τον Ιούνιο του 2020 θα έχουμε την «πρώτη ψηφιακή σύνταξη», μόνο που και τον Οκτώβρη του 2013 έλεγε ότι από 1-1-2015 «…θα καταστήσει την έκδοση σύνταξης μια “καθαρά τυπική διαδικασία”, που δεν απαιτεί περισσότερο από έναν μήνα...».

2. Το νομοσχέδιο αυτό δεν αποτελεί τομή και δεν διασφαλίζει το δημόσιο κοινωνικό χαρακτήρα του ασφαλιστικού συστήματος. Αντιθέτως, ανοίγει το δρόμο για την πλήρη ιδιωτικοποίηση της επικουρικής ασφάλισης και της πρόνοιας και την παγίωση των κύριων συντάξεων σε προνοιακά επίπεδα.

Η κυβέρνηση της ΝΔ δεν καταργεί το νόμο Κατρούγκαλου, ούτε πολύ περισσότερο τις ασφαλιστικές ανατροπές και τους αντιασφαλιστικούς νόμους της τελευταίας μνημονιακής δεκαετίας. Αντιθέτως, παγιώνει και συνταγματοποιεί τις ανατροπές που έχουν συντελεστεί, αφού το μόνο που κάνει ουσιαστικά είναι μια μερική και οριακή προσαρμογή και συμμόρφωση στην απόφαση του ΣτΕ, γι’ αυτό και αυξάνει οριακά τα ποσοστά αναπλήρωσης, από 30 έως τα 40 χρόνια ασφάλισης, διατηρεί τα ίδια μέχρι τα 30 και τα μειώνει για πάνω από 40, καθώς και τις περικοπές που έγιναν για το άθροισμα κύριων και επικουρικών συντάξεων και το πλαφόν που είχε μπει των 1.300€.

3. Τα ΜΜΕ και η κυβερνητική προπαγάνδα διαλαλούν ότι οι συνταξιούχοι θα πάρουν αυξήσεις. Αυτό αποτελεί την μεγαλύτερη απάτη γιατί, δεν δίνει αυξήσεις αφού:

α) Αυξάνει τα ποσοστά αναπλήρωσης, όπως είπαμε, μόνο σε όσους είναι 30 έως 40 χρόνια ασφαλισμένοι και κυρίως σ’ αυτούς που είναι πάνω από 35. Η πλειονότητα όμως των συνταξιούχων αυτών, που είχαν βγει δηλαδή πριν από τις 12 Μάη του 2016, έχουν προσωπική διαφορά και άρα στην καλύτερη περίπτωση οι συνταξιούχοι αυτή θα δουν μια λογιστική και όχι πραγματική αύξηση.

β) Η όποια αύξηση θα προκύψει σε κάποιους, πέρα από το ότι θα είναι μικρή, θα καταβληθεί σε πέντε ετήσιες δόσεις.

γ) Καταργεί το επίδομα που δίνονταν έναντι 13ης σύνταξης και άρα πολλοί συνταξιούχοι θα δουν μείωση στις ετήσιες αποδοχές τους και οι όποιες μηνιαίες αυξήσεις κάποιων θα μειωθούν ή θα μηδενιστούν. Η κατάργηση αυτή του επιδόματος θα πλήξει κυρίως τους χαμηλοσυνταξιούχους, που θα περικοπεί εντελώς, ενώ σ’ αυτούς δεν θα γίνει και καμιά αύξηση των ποσοστών αναπλήρωσης, αφού έχουν κάτω από 30 χρόνια συντάξιμα.

δ) Από τη στιγμή που δεν αλλάζει ο τρόπος υπολογισμού των συντάξεων και δεν αυξάνονται τα ποσοστά αναπλήρωσης για τους συνταξιούχους που έχουν κάτω από 30 χρόνια ασφάλισης, στο μέλλον πολύ λίγοι συνταξιούχοι θα έχουν τόσα χρόνια συντάξιμο βίο, αφού υπάρχει υψηλό ποσοστό ανεργίας, που στο ορατό μέλλον δεν φαίνεται καμιά ριζική μείωσή της και οι νέοι μπαίνουν σε μεγαλύτερη ηλικία στην αγορά εργασίας και στην πλειονότητά τους με ελαστική, μερική και εκ περιτροπής εργασία. Άρα τα ευνοϊκότερα ποσοστά αναπλήρωσης θα είναι για μια πολύ μικρή μερίδα συνταξιούχων.

4. Δεν αγγίζει τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης που είναι πλέον 40 χρόνια εργασίας με όρια ηλικίας από τα 62 έως τα 67 (σ.σ.: τρίτο μνημόνιο που ψήφισαν μαζί ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ – ΠΑΣΟΚ). Δεν καταργεί τη ρήτρα σχετικά με το προσδόκιμο ζωής που σημαίνει ότι στο μέλλον θα υπάρξει νέα αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης. Μελέτες λένε ότι στα επόμενα 50 χρόνια θα αυξηθούν έως και 5 χρόνια τα όρια ηλικίας.

5. Παραμένει ο διαχωρισμός της κύριας σύνταξης σε Εθνική και Ανταποδοτική και επαναδιατυπώνεται η μνημονιακή υποχρέωση στο άρθρο 25, παρ. 5 που λέει ότι «…Από την 1.1.2017 και ανά τριετία, η Εθνική Αναλογιστική Αρχή εκπονεί υποχρεωτικά αναλογιστικές μελέτες […] με αντικείμενο τη συνεχή παρακολούθηση της εξέλιξης της εθνικής συνταξιοδοτικής δαπάνης. Με ειδικό νόμο ανακαθορίζονται οι συντάξεις με στόχο τη διασφάλιση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος». Αυτό σημαίνει ότι θα υπάρχουν διορθωτικές παρεμβάσεις και ενδεχόμενες μελλοντικές μειώσεις και ουσιαστικά το κράτος θα εγγυάται αντί για συντάξεις, προνοιακά επιδόματα επιβίωσης.

6. Μπορεί να μην ρυθμίζεται με το νομοσχέδιο αυτό η άμεση εισδοχή των ιδιωτικών εταιριών στο σύστημα επικουρικής ασφάλισης και εφάπαξ, όπως προβλέπεται στο κυβερνητικό πρόγραμμα της ΝΔ και είχε προαναγγελθεί από τον τέως υφυπουργό Κοινωνικής Ασφάλισης, κ. Μηταράκη, η συγχώνευση όμως του ΕΤΕΑΕΠ στον ΕΦΚΑ δεν γίνεται για λόγους λειτουργικούς και για την καλύτερη εξυπηρέτηση των ασφαλισμένων, όπως διατείνεται ο αρμόδιος υπουργός. Με την συρρίκνωση του ύψους της επικουρικής σύνταξης και των παροχών του εφάπαξ, επιδιώκεται η κατάργησή τους και η ενσωμάτωσή τους στην κύρια σύνταξη. Έτσι θα ανοίξει ο δρόμος, για όλους όσοι θέλουν μια πιο αυξημένη σύνταξη και περισσότερες παροχές, να ασφαλίζονται σε ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες, μέσω της δημιουργίας επαγγελματικών ταμείων κλπ.

7. Η βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος, όπως είναι γνωστό, σχετίζεται με τη σχέση εργαζομένων – συνταξιούχων, το ύψος των ανέργων και την έκταση της ελαστικής, μερικής, εκ περιτροπής, «μαύρης» και ανασφάλιστης εργασίας, την εγγύηση και χρηματοδότηση από το κράτος κ.λπ.

Όταν όλα τα παραπάνω δεν συνηγορούν και όταν το κράτος έχει ουσιαστικά αποσυρθεί από την κρατική χρηματοδότηση του συστήματος, η δε κυριαρχούσα νεοφιλελεύθερη αντίληψη θεωρεί τις δαπάνες αυτές ως αντιπαραγωγικές και τις περιορίζει στο ύψος «…για την εθνική, την ανταποδοτική και την επικουρική σύνταξη, προβαλλόμενο έως το έτος 2060, δεν πρέπει να υπερβαίνει το περιθώριο αύξησης των 2,5 ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ, με έτος αναφοράς το 2009…» (άρθρο 25, παρ. 5), τότε δεν υπάρχει καμιά εγγύηση βιωσιμότητας του συστήματος. Έτσι η λύση θα βρίσκεται στη διαρκή μείωση των συντάξεων, στην πλήρη ιδιωτικοποίηση του συστήματος, και στο τζογάρισμα των αποθεματικών των ταμείων και για όσους θέλουν κάποια αυξημένη σύνταξη, να πληρώνουν επιπλέον σε ασφαλιστικά προγράμματα, μέσω ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιριών, τη δημιουργία και την επέκταση των επαγγελματικών ταμείων.

8. Έχοντας υπόψη όλα αυτά το συνδικαλιστικό κίνημα πρέπει να αντιμετωπίσει και αυτή τη ασφαλιστική «μεταρρύθμιση» απ’ τη σκοπιά των συμφερόντων των εργαζομένων και των συνταξιούχων. Βασικές συνιστώσες του πρέπει να είναι:

α) Το ασφαλιστικό σύστημα πρέπει να είναι δημόσιο, κοινωνικό, αλληλέγγυο και αναδιανεμητικό, με προσδιορισμένες εισφορές και συγκεκριμένες και εγγυημένες παροχές και η βιωσιμότητά του να στηρίζεται στην τρίμερη χρηματοδότηση (κράτος – εργοδότες – εργαζόμενοι). Η νεοφιλελεύθερη επιλογή… της ανταποδοτικότητας (δηλαδή, ό,τι δίνεις παίρνεις) σημαίνει απόσυρση του κράτους και της εργοδοσίας από τις υποχρεώσεις τους στην κοινωνική ασφάλιση, μια κατάκτηση για την οποία έδωσαν κυριολεκτικά αίμα οι εργαζόμενοι.

β) Το ύψος των συντάξιμων αποδοχών, για την πλήρη σύνταξη, δεν θα πρέπει να ανατρέπει το επίπεδο ζωής του συνταξιούχου απ’ αυτό που είχε ως εργαζόμενος. Αυτός ήταν ο λόγος που το ύψος των κύριων συντάξεων υπολογίζονταν στο 80% των αποδοχών και το υπόλοιπο καλύπτονταν από το επικουρικό κομμάτι της σύνταξης. Αυτή η αρχή δεν πρέπει να εγκαταλειφθεί από το συνδικαλιστικό κίνημα και να αποτελεί μόνιμο στόχο πάλης και επιδίωξης.

γ) Συνεχίζουμε τον αγώνα για τη μείωση των χρόνων και των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης. Παλεύουμε για την επαναφορά της 35ετίας, για πλήρη, και της 15ετίας, ως ελάχιστο χρόνο συνταξιοδότησης και γενικά όρια ηλικίας συνταξιοδότησης τα 60 χρόνια και στα 30 χρόνια και 55 στα ΒΑΕ, καθώς και της 37ετίας χωρίς όριο ηλικίας. Να σημειώσουμε εδώ αυτό που τονίσαμε και παραπάνω, δηλαδή ότι στο μέλλον ακόμα και αυτές οι προϋποθέσεις θα είναι δύσκολο να εξασφαλίζονται λόγω της υψηλής ανεργίας, της μερικής και εκ περιτροπής εργασίας και της αύξησης του ορίου ηλικίας εισόδου στην εργασία.

δ) Συνεχίζουμε τον αγώνα, όχι μόνον για δημόσιο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, αλλά και για δωρεάν σύστημα δημόσιας υγείας και πρόνοιας, χωρίς περιορισμούς και αστερίσκους. Και η ασφάλιση και η υγεία είναι δημόσια κοινωνικά αγαθά και δεν εμπορευματοποιούνται.

δ) Συνεχίζουμε τον αγώνα για την επαναφορά των Δώρων και των επιδομάτων (13ου και 14ου μισθού και σύνταξης). Κι εδώ, να υπογραμμίσουμε, πως η δικαίωσή μας δεν έρχεται μέσα από τις δικαστικές αίθουσες και τα δικηγορικά γραφεία που θησαυρίζουν, και με τις ευλογίες της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, αλλά μέσα από τη διαρκή πάλη στους δρόμους.

Τα παραπάνω μπορεί να φαντάζουν εξωπραγματικά, κάτι βεβαίως που είναι λάθος: μην ξεχνάμε ότι πολλά απ’ αυτά τα αιτήματα είχαν γίνει πραγματικότητα, με σκληρούς αγώνες της εργατικής τάξης τον προηγούμενο αιώνα. Τα αιτήματα αυτά μπορούν πάλι να επανακτηθούν με τον αγώνα μας και με την πάλη για την ανατροπή των μνημονιακών νεοφιλευθερων πολιτικών.

Κι όσον αφορά στην κοινωνική ασφάλιση, ο αγώνας δεν πρέπει να κινείται μόνον προς την κατεύθυνση της κατάργησης όλων των αντασφαλιστικών νόμων και όλων των ερμηνευτικών εγκυκλίων τους, αλλά και για τη διασφάλιση του δημόσιου κοινωνικού χαρακτήρα της ασφάλισης αλλά και για την επιστροφή όλων των κλεμμένων που έχουν χάσει ασφαλισμένοι και συνταξιούχοι, όχι μόνον στα μνημονιακά χρόνια με τις περικοπές αλλά και διαχρονικά (σ.σ.: υπολογίζονται γύρω στα 80 δισ. ευρώ).

Εν κατακλείδι, και με βάση τις αποφάσεις και τις αρχές του ΜΕΤΑ, πιστεύουμε πως το συνδικαλιστικό κίνημα οφείλει να μην συμβιβαστεί με την υπάρχουσα κατάσταση. Διότι αυτό θα σημαίνει πως -σε μια περίοδο που η είσοδος της πληροφορικής και της ρομποτικής στην παραγωγική διαδικασία είναι γεγονός και επεκτείνεται- αποδέχεται να χειροτερεύει η θέση των εργαζομένων και να οξύνονται οι κοινωνικές αντιθέσεις.