Το απόλυτο τρολάρισμα: Ο Κέβιν Σπέισι στην καινούργια του ταινία κυνηγάει παιδεραστές
Παράξενο για αρχές Ιουνίου, αλλά όχι και απίθανο για τους πρόποδες των Αλπεων στη Βόρεια Ιταλία. Η νύχτα ήταν θυελλώδης, η βροχή έπεφτε περιστασιακά σαν χείμαρρος, ενώ βίαιες ριπές ανέμου μαστίγωναν τον οβελίσκο ύψους 121 μέτρων του Μόλε Αντονιελιάνα δίνοντάς του απόκοσμη όψη καθώς φάνταζε να προσπαθεί να τρυπήσει τα μολυβένια σύννεφα. Το επόμενο πρωινό είχε ανατείλει μια υπεροχή, υπέρλαμπρη μέρα, χαρά Θεού. Στην πρωτεύουσα του Μόντεμ, τη βιομηχανική έδρα της Fiat, ο κόσμος είχε ξεχυθεί στους πεζόδρομους και τα ιστορικά καφέ του κέντρου για να σερβιριστεί τα διάσημα γαστριμαργικά τοπικά προϊόντα, τον ντόπιο καφέ Lavazza, συνοδεία σοκολάτας Gianduja, το εκλεκτό κόκκινο κρασί Βarolo με μεζέδες προσούτο crudo, cotto και σαλάμι Piemontese.
Η αλλαγή σκηνικού και διάθεσης μέσα σε λίγες ώρες έμοιαζε να προσεγγίζει του δύο διαφορετικούς κόσμους που βιώνει ο ηθοποιός Κέβιν Σπέισι. Εναν σκοτεινό, μυστήριο, αινιγματικό, αν όχι δαιμονικό, από τη μια, και ένα αστραφτερό με την αίγλη των δύο Οσκαρ του, φωτεινό έστω με τη λάμψη των προβολέων και ακτινοβόλο με το ταλέντο της υποκριτικής του τέχνης, από την άλλη.
Η πρώτη καταγγελία
Ο πλήρως αποκαθηλωμένος από το Χόλιγουντ και αποκλεισμένος από τα στούντιο της κινηματογραφικής βιομηχανίας σταρ επέστρεφε στη μεγάλη οθόνη μετά από σχεδόν τέσσερα χρόνια. Τον υποδέχονταν στη δράση η κινηματογραφικά φιλόξενη Ιταλία και το ανεχτικότερο ευρωπαϊκό σινεμά. Ο σχεδόν 80χρονος παλιός Ιταλός ηθοποιός Φράνκο Νέρο στη δεύτερη σκηνοθετική του απόπειρα τον συμπεριέλαβε στο καστ της χαμηλού προϋπολογισμού ταινίας του «L’ Uomo che Disegno Dio» (Ο άνθρωπος που σχεδίαζε τον Θεό) αναθέτοντάς του έναν μικρό ρόλο.
Η ταινία αφηγείται την άνοδο και την πτώση ενός τυφλού καλλιτέχνη που υποδύεται ο σκηνοθέτης, ο οποίος έχει το χάρισμα να δημιουργεί ρεαλιστικά πορτρέτα μόνο με το άκουσμα της ανθρώπινης φωνής. Η συμμετοχή του Σπέισι θα είναι περιορισμένη αφού θα ενσαρκώσει έναν αστυνομικό ντετέκτιβ που υποτίθεται ότι ερευνά έναν ψευδώς κατηγορούμενο για παιδοφιλία. Αν η ανάθεση του συγκεκριμένου ρόλου δεν έγινε σκόπιμα με στόχο τον ντόρο, πρόκειται για ειρωνεία της μοίρας. Ο ηθοποιός, άλλωστε, έχει κατηγορηθεί επανειλημμένα τα τελευταία χρόνια για αποπλανήσεις και σεξουαλικές παρενοχλήσεις εις βάρος ατόμων που είτε ήταν ανήλικα είτε διένυαν τα πρώτα χρόνια της ενήλικης ζωής τους.
Ολα ξεκίνησαν όταν ο ηθοποιός του «Star Trek: Discovery», Αντονι Ραπ, μίλησε δημοσίως εναντίον του Σπέισι το φθινόπωρο του 2017 ισχυριζόμενος και περιγράφοντας λεπτομερώς τη σεξουαλική επίθεση που δέχτηκε πριν από 30 χρόνια, συγκεκριμένα το 1986, όταν εκείνος ήταν μόλις 14 και ο Σπέισι 26 χρόνων. Ο σάλος «κάτι τρέχει με τον Κέβιν» που ξέσπασε θρυμμάτισε σε συντρίμμια τη μασίφ εικόνα του σταρ.
Ο τελευταίος, με τις συμβουλές προφανώς των δικηγόρων και των δημοσιοσχετιστών του, εξέδωσε δήλωση με μήνυμα που ανάρτησε στο Twitter, λέγοντας ότι δεν θυμόταν τη συνάντηση, δικαιολογήθηκε ότι ήταν μεθυσμένος, ζήτησε συγγνώμη για τη συμπεριφορά του και υποσχέθηκε ότι θα αναζητήσει «αξιολόγηση και θεραπεία». Τέλος, έβγαλε από την ερμητικά κλειστή ντουλάπα των αποσιωπήσεών του τις ομοφυλοφιλικές σεξουαλικές προτιμήσεις του. Σιγά την αποκάλυψη… Από χρόνια άλλωστε το Χόλιγουντ… το ’χε τούμπανο. Σε έντυπα κύρους ήταν ανοιχτά διατυπωμένο, χωρίς να διαψευστεί από τον υποτιθέμενα θιγόμενο, ότι «ο ώριμος και ελκυστικός ηθοποιός που έχει ερωτική σχέση μόνο με την υποκριτική τέχνη ενώ απουσιάζει σταθερά μια ορατή σύντροφος στη ζωή του δεν μπορεί παρά να είναι γκέι».
Οι αγωγές
Ωστόσο, η αμερικανική βιομηχανία του θεάματος τον «ξωπέταξε» με τις κλοτσιές από οποιαδήποτε δραστηριότητα, αμαυρώνοντας ακαριαία και ταυτόχρονα ακυρώνοντας την καλλιτεχνική του σφραγίδα. Η αίγλη του ξέπεσε ταχύτατα και η κατάρρευση της καριέρας του από τη χολιγουντιανή στρατόσφαιρα ολοκληρώθηκε με τον ορυμαγδό επικής ταινίας απόλυτης καταστροφής. Δεν ήταν μόνο ο εξοστρακισμός από στούντιο, πλατό, θεατρικό σανίδι, πλατφόρμες βιντεοπαιχνιδιών ενός διόλου σνομπ οσκαρικού ηθοποιού. Ηταν ακόμη η ταπείνωση και ο διασυρμός ενός φίλου του Μπιλ Κλίντον, υποστηρικτή του Μπαράκ Ομπάμα, ακτιβιστή υπέρ της ευαισθητοποίησης για το AIDS και ιδρυτή φιλανθρωπικού ιδρύματος. Ολη, βέβαια, η κοινωνική του προσφορά επαινέθηκε αναδρομικά με επικοινωνιακά εξωραϊστικές δράσεις που αποσκοπούσαν με τη διάδοση των χθεσινών καλών πράξεών του να αντισταθμίσουν τις σημερινές εις βάρος του κατηγορίες.
Καλλιτεχνικό άσυλο
Νέες καταγγελίες
Πούλησε αντί 11 εκατ. δολαρίων την τριώροφη έπαυλή του σε αρχιτεκτονικό στυλ αγγλικού Τυδώρ στο Λος Αντζελες με τα άφθονα υπνοδωμάτια και μπάνια καθώς και την οβάλ πισίνα, που ήταν κρυμμένη από αδιάκριτα μάτια, πίσω από ηλεκτρονικές πύλες και πυκνούς θάμνους, σε έκταση 1,1 στρέμματος γης. Την κοπάνησε άρον άρον για το Λονδίνο, όπου διαμένει σε ένα άνετο, ανακαινισμένο πολυτελώς διαμέρισμα με θεά στο αγγλικό Κοινοβούλιο που λέγεται ότι χρησιμοποιούσε άλλοτε ως καταφύγιο η βρετανική Αντικατασκοπεία. Αλλά και στην αγγλική πρωτεύουσα δεν έζησε ζωή χαρισάμενη περιμένοντας υπομονετικά σιωπηλός μέχρι να καταλαγιάσει το σκάνδαλο. Η Σκότλαντ Γιαρντ διερευνά τις καταγγελίες που έχουν κάνει εις βάρος του για σεξουαλική παρενόχληση ή κακοποίηση περισσότεροι από 20 άνδρες, εργαζόμενοι στο Old Vic, το λονδρέζικο θέατρο του οποίου ο ίδιος ήταν καλλιτεχνικός διευθυντής από το 2003 έως το 2015. Ως εκ τούτου κρίνεται ότι μετακινείται, χωρίς να κρύβεται, διαρκώς μεταξύ Φλόριντα, Παρισιού και Ρώμης.
Το καλοκαίρι του 2019 στην Αιώνια Πόλη, επικαλούμενος την «ευαισθησία» του αλλά και τη «βαθιά αγάπη για την τέχνη», απήγγειλε ένα ποίημα του Ιταλού Γκάμπριελ Τίντι στο Εθνικό Μουσείο της Ρώμης. Ελάχιστοι παρακολούθησαν την απαγγελία του. Το ίδιο άπατο είχε πάει και το video blog που ανήρτησε στο Διαδίκτυο την παραμονή των Χριστουγέννων του 2018, φορώντας ποδιά κουζίνας με σταμπωτούς Αγιοβασίληδες. Εκεί, υπό το διφορούμενο και υπαινικτικό λογοπαίγνιο «let me be Frank», παρέπεμπε από τη μια στη φιγούρα του Φρανκ Αντεργουντ, από την άλλη σήμαινε κυριολεκτικά «αφήστε με να είμαι ειλικρινής». Με αυτό τον τίτλο επιδόθηκε σε μια αλληγορική αφήγηση που παράπαιε μεταξύ μυθοπλασίας και πραγματικότητας. Στο τέλος της παρλάτας του ρώτησε τους θεατές: «Σας έλειψα;». Ενδεχομένως, σε μερικούς ίσως και να έλειψε.
Ωστόσο η πλειονότητα όσων ανέχτηκαν να τον παρακολουθήσουν μάλλον δεν ήθελε να τον ξαναδεί στα μάτια της, όπως αποδείχθηκε μετά από μετρήσεις. Ο σάλος που είχε ξέσπασε γύρω από το όνομά του και, κυρίως, τις πράξεις του έκανε τόσο την ακρόαση της φωνής όσο και τη θέαση της εικόνας του αυτομάτως τοξική.
Η Επίδαυρος
Ασφαλώς και κανείς δεν τον απέρριπτε αβίαστα ως καλλιτέχνη, εξαίρετο επαγγελματία, συναρπαστικό ηθοποιό και σπουδαίο υποκριτικό ταλέντο στην οθόνη και τη σκηνή. Οσοι, άλλωστε, από το ελληνικό κοινό τον παρακολούθησαν στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου τον Ιούλιο του 2011 στον ρόλο του Ριχάρδου Γ’ έμειναν καθηλωμένοι από τη μεγαλειώδη ερμηνεία του. Σε εκείνη την περίπου τρίωρη παράσταση-υπερπαραγωγή του δράματος του Ουίλιαμ Σαίξπηρ, σε σκηνοθεσία Σαμ Μέντες, ο Σπέισι έδωσε τα ρέστα του υποδυόμενος ρεαλιστικά με μονίμως στρεβλωμένη τη σπονδυλική του στήλη τον πρωταγωνιστικό ρόλο, αποδίδοντας εμφατικά την ιστορικά γνωστή κύφωση και χωλότητα του Ριχάρδου.
Επί τρεις συνεχόμενες ημέρες, αντί των συνήθως δύο παραστάσεων, οι συνολικά 30.000 θεατές «έσπασαν» τις παλάμες τους από το χειροκρότημα προς δόξα του ηθοποιού που απήγγειλε «συνωμοσίες έχω στήσει και σχέδια σατανικά με προφητείες αβάσιμες, λιβέλους κι όνειρα να προκαλέσω μίσος θανάσιμο». Τις ίδιες νύχτες ο ηθοποιός που υποκλινόταν με σεμνότητα στον χώρο της ορχήστρας του αρχαίου θεάτρου, μαζί με την προσωπική 29μελή συνοδεία του, διοργάνωνε με ύφος πριμαντόνας ξεφαντωτικά πισίνα-πάρτι στο ξενοδοχείο «Αριστοτέλης», στο Γιαλάσι της Παλαιάς Επιδαύρου. Προφανώς, άλλο καλλιτέχνης σε σκηνική δράση και άλλο καθημερινός άνθρωπος στην προσωπική του ζωή. Αλλο ο ηθοποιός και άλλο ο ρόλος.
Ο Σπέισι λογικά δεν ταυτίστηκε στη μακρά σταδιοδρομία του με τη μακιαβελική περσόνα του Φράνσις Αντεργουντ στο σίριαλ «House of Cards», τον δήθεν ανάπηρο μικρολωποδύτη Ρότζερ «Βέρμπαλ» Κιντ στην ταινία «Συνήθεις ύποπτοι», τον οικογενειάρχη Λέστερ Μπέρνμαν με το αβάσταχτο υπαρξιακό κενό στο «American Beauty» ή τον παρανοϊκό εγκληματία Τζον Ντο στο «Seven».
Ούτε εξέθρεψε υπερβατικές προσδοκίες στο πιστό κοινό του ακόμη κι όταν έπαιζε αριστοτεχνικά τον κακό Λεξ Λούθορ στο «Superman: Η Επιστροφή». «Διαφορετικό είδος ο κινηματογραφικός χαρακτήρας και εντελώς άλλο ένας άνθρωπος», είχε πει κάποτε ο ίδιος σε μια συνέντευξή του. Σωστά. Εξάλλου, ένας ρόλος μπορεί να χαντακώσει μια καριέρα, αλλά μια πράξη μπορεί να γκρεμίσει μια υπόληψη. Αργότερα, ως ένας από τους καλύτερους ηθοποιούς της γενιάς του θα μάθαινε ότι δεν υπάρχει «αισθητικό άλλοθι».
Η τέχνη δεν δικαιολογεί οποιαδήποτε κακομεταχείριση. Του το υπενθυμίζει, άλλωστε, εμπράκτως η 84χρονη έντιμη ως ακτιβίστρια και ακέραια σε ήθος Βανέσα Ρεντγκρέιβ, η οποία αρνήθηκε να συμμετάσχει σε έναν μικρό ρόλο ως δασκάλα πιάνου μαζί με τον Σπέισι στην ταινία που γυρίζει ο σύζυγός της Φράνκο Νέρο. Η στάση της πολυβραβευμένης ηθοποιού αντικατοπτρίζει με ευθύτητα την αντίληψη ότι ο μύθος της καλλιτεχνικής ιδιοφυΐας και δημιουργικότητας δεν μπορεί να αποτελεί συχωροχάρτι για την όποια παραβατικότητα. Μπορεί η παρατεταμένη απουσία του Κέβιν Σπέισι από τη μικρή ή τη μεγάλη οθόνη να κάνει την υποκριτική τέχνη κάπως φτωχότερη, αλλά η έλλειψή του από το προσκήνιο ενδέχεται να κάνει τον κόσμο λίγο καλύτερο.
πηγή: protothema.gr
Προτεινόμενα άρθρα