νέος-νόμος-για-ασεπ-και-προσλήψεις-καμ-381852
ΧΩΡΙΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ | 25.11.2020 | 07:05

Νέος νόμος για ΑΣΕΠ και προσλήψεις -Καμία εμπιστοσύνη, κανένας εφησυχασμός.

Του Γρηγόρη Θεοδωράκη*

Η ίδρυση του ΑΣΕΠ αποτελεί μία από τις σημαντικότερες μεταρρυθμίσεις της μεταπολιτευτικής περιόδου καθώς επέτρεψε τη δημοκρατική στελέχωση του δημοσίου τομέα, επιφέροντας καίριο πλήγμα στις πελατειακές πρακτικές του παρελθόντος.

Το πολυδιαφημισμένο σχέδιο νόμου του Υπουργείου Εσωτερικών με τίτλο «Εκσυγχρονισμός του συστήματος προσλήψεων στον δημόσιο τομέα και ενίσχυση του Ανώτατου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.) – Αξιοκρατία στον δημόσιο τομέα», τέθηκε προσφάτως σε δημόσια διαβούλευση.

Υποτίθεται ότι η σημαντικότερη καινοτομία του σχεδίου, έγκειται στην καθιέρωση του γραπτού διαγωνισμού ως τη βασική διαδικασία πρόσληψης των δημοσίων υπαλλήλων. Είναι όμως προφανές ότι αυτό δεν συνιστά  καινοτομία. Οι γραπτοί διαγωνισμοί προβλέπονται ήδη από τον ιδρυτικό νόμο του ΑΣΕΠ και έχουν διεξαχθεί με επιτυχία στο παρελθόν.

Είναι προφανές επίσης ότι το σχέδιο εμφανίζει μία βασική ανισορροπία. Κανείς δεν αμφισβητεί την αξία ενός γραπτού διαγωνισμού. Όμως η  απαλοιφή της προσμέτρησης της εργασιακής εμπειρίας, σε συνδυασμό με την περιορισμένη επιρροή των ακαδημαϊκών τίτλων, δημιουργεί προβληματισμό. Η ολιστική θεώρηση των υποψηφίων μέσω της εύρεσης του βέλτιστου βαθμού ισορροπίας μεταξύ γραπτής εξέτασης, τίτλων σπουδών και εργασιακής εμπειρίας, αποτελεί αναγκαία συνθήκη για την επιτυχία του συστήματος.

Υπάρχουν πολλά ακόμη αμφιλεγόμενα σημεία, όπως για παράδειγμα, η μείωση των ποσοστών προσλήψεων που αφορούν σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες (πολύτεκνοι, τρίτεκνοι, συγγενείς ατόμων με αναπηρία). Τα ζητήματα αυτά θα αναδειχθούν στο δημόσιο διάλογο και ευχή όλων αποτελεί το Υπουργείο να δεχθεί τη διόρθωση κάποιων προφανών «ανορθογραφιών».

Όμως το βασικό ζήτημα είναι άλλο. Όπως συμβαίνει αρκετές φορές στην ελληνική διοικητική πραγματικότητα το πρόβλημα δεν έγκειται στην απουσία επαρκούς νομοθετικού πλαισίου αλλά στην εφαρμογή του.

Όπως αναφέρθηκε, οι γραπτοί διαγωνισμοί προβλέπονται ήδη στο υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο. Επίσης ήδη προβλέπονται ο στρατηγικός προγραμματισμός προσλήψεων, η δυνατότητα έκδοσης ενοποιημένων προκηρύξεων, η ηλεκτρονική υποβολή των αιτήσεων και των απαιτούμενων δικαιολογητικών, δηλαδή όλα αυτά που υποτίθεται ότι αποτελούν τα καινοτόμα στοιχεία του σχεδίου.

Άρα, δικαιολογημένα αναρωτιέται κανείς: Προς τι όλη αυτή η επικοινωνιακή καταιγίδα των τελευταίων ημερών; Η αλήθεια είναι ότι η κυβέρνηση για μια ακόμη φορά προτάσσει την επικοινωνία έναντι της ουσίας.

Από τη μία πλευρά  θέλει να εμφανιστεί ως δήθεν μεταρρυθμιστική δύναμη, ενώ στην ουσία επαναλαμβάνει ήδη ψηφισμένες ρυθμίσεις και εφαρμοζόμενες πρακτικές. Από την άλλη, θέλει να δημιουργήσει ένα κλίμα προσδοκίας στους χιλιάδες ανέργους, στους εργασιακά ανασφαλείς εξ αιτίας της κατεδάφισης της εργατικής νομοθεσίας ή χαμηλά αμειβόμενους νέους ανθρώπους προαναγγέλλοντας ένα μεγάλο γραπτό διαγωνισμό για το μέλλον, ενδεχομένως και σε προεκλογική περίοδο.

Αφήνοντας κατά μέρος,  τις προφανείς επικοινωνιακές μεθοδεύσεις και στοχεύσεις, το κρίσιμο ερώτημα είναι το εξής: Υπάρχει τουλάχιστον  ειλικρινής διάθεση από πλευράς της κυβέρνησης για την ενδυνάμωση του ΑΣΕΠ και την αναγκαία επιτάχυνση των διαδικασιών πρόσληψης, χωρίς εκπτώσεις σε θέματα αξιοκρατίας, αντικειμενικότητας και διαφάνειας;

Δυστυχώς η προφανής ανακολουθία λόγων και έργων της κυβέρνησης της ΝΔ δεν αφήνει περιθώρια αισιοδοξίας. Πρόσφατο παράδειγμα: Αφού η κυβέρνηση στελέχωσε όλες τις διοικήσεις του δημόσιου τομέα, με αμιγώς κομματικά κριτήρια και για πλήρη θητεία,  ήρθε στη συνέχεια και νομοθέτησε με το ν. 4735/2020, ένα νέο, δήθεν αξιοκρατικό, σύστημα επιλογής των διοικήσεων του δημόσιου τομέα. Ουσιαστικά παρέπεμψε την εφαρμογή του νόμου στην επόμενη κυβέρνηση…

Δεν αφήνουν περιθώρια αισιοδοξίας επίσης, τα συνολικά πεπραγμένα της κυβέρνησης στο χώρο της δημόσιας διοίκησης. Η διαρκής παράκαμψη των διαδικασιών του ΑΣΕΠ στις προσλήψεις προσωπικού, η  διαρκής τοποθέτηση μετακλητών σε θέσεις ευθύνης και γενικότερα σε θέσεις της πάγιας διοικητικής ιεραρχίας, οι απευθείας  τοποθετήσεις προϊσταμένων των διαφόρων βαθμίδων της διοίκησης χωρίς διαδικασία κρίσεων,  η ανεξέλεγκτη εκτόξευση του αριθμού των μετακλητών και του συνακόλουθου κόστους, η αχαλίνωτη άλωση του κρατικού μηχανισμού με γαλάζιους πολιτευτές και λοιπούς αρεστούς και φίλους, είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα επαναφοράς των χειρότερων πρακτικών του παρελθόντος στη λειτουργία του δημόσιου τομέα.

Επί 16 μήνες η δημόσια διοίκηση λειτουργεί σε ένα ιδιότυπο καθεστώς.  Οι αρχές της αξιοκρατίας, της διαφάνειας και της χρηστής διοίκησης βρίσκονται σε μόνιμο lock down.

H κυβέρνηση ακολουθεί – και στη δημόσια διοίκηση – τη μέθοδο της πολιτικής εξαπάτησης. Μεταρρύθμιση στα χαρτιά, παλαιοκομματισμός και πελατειακές σχέσεις στην πράξη.

Σε αυτό το πλαίσιο, η επιμονή της κυβέρνησης να  εισαγάγει το νομοσχέδιο  προς ψήφιση εν μέσω πανδημίας και περιορισμού των λειτουργιών του Κοινοβουλίου δεν αφήνει περιθώρια εφησυχασμού. Άλλωστε, κατά πάγια πρακτική της κυβέρνησης, τα νομοσχέδια που κατατίθενται στη Βουλή δεν έχουν καμία σχέση με αυτά που αναρτώνται προς διαβούλευση. Και βεβαίως, τα φαινόμενα εμφάνισης τροπολογιών της τελευταίας στιγμής που αλλοιώνουν πλήρως το πνεύμα του αρχικού κειμένου είναι επαναλαμβανόμενα.

Κανένας εφησυχασμός λοιπόν.

Η διατήρηση του κύρους του ΑΣΕΠ και η υπεράσπιση των αρχών της αξιοκρατίας, της ισότητας και της διαφάνειας στη στελέχωση του δημοσίου τομέα, αποτελούν χρέος όλων των θεσμικών παραγόντων της χώρας, των συλλογικών εκφράσεων των δημοσίων υπαλλήλων, αλλά  και συνολικά της Ελληνικής  κοινωνίας.  Γιατί ο εκδημοκρατισμός της Δημόσιας Διοίκησης είναι μια ιστορική κατάκτηση που δεν επιδέχεται πισωγυρίσματα.

*Πρώην Γενικός Γραμματέας Υπουργείου Διοικητικής Ανασυγκρότησης