γιάννης-μπουτάρης-μια-εποχή-μου-στην-209838

Γιάννης Μπουτάρης: “Μια εποχή μου στην κόλαση”

Ένα εξομολογητικό κείμενο έγραψε ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης Γιάννης Μπουτάρης  το χειμώνα του 2000 για το περιοδικό Symbol μιλωντας για μια δύσκολη περίοδο της ζωής του, για τον αλκοολισμό και την απεξάρτηση.

«Πνιγόμουν και πονούσα παντού, χωρίς να ξέρω για ποιον λόγο. Δεν ήταν η πρώτη φορά. Είχα ξαναζήσει ακριβώς το ίδιο συναίσθημα. Για πρώτη φορά όμως δεν είπα: «Θεέ μου, καλύτερα ας πεθάνω». Μέσα στην απίστευτη, απερίγραπτη ντροπή που αισθανόμουν όσο προσπαθούσα να ντυθώ –μη ξέροντας ποιος με είχε ξεντύσει– να κατέβω στην είσοδο του ξενοδοχείου –για να βρεθώ αντιμέτωπος με τη συγκαταβατική περιφρόνηση στα μάτια του θυρωρού– να βγω στον δρόμο και να περπατήσω – για πού όμως; Ήταν η πρώτη φορά που είπα μέσα μου ότι δεν θέλω να πεθάνω έτσι.»

Ολόκληρο το κείμενο έχει ως εξής:

«Άνοιξα τα μάτια μου και ο χώρος όπου βρισκόμουν ήταν τελείως άγνωστος. Μου ήταν αδύνατο να καταλάβω πώς βρισκόμουν εκεί. Στο κεφάλι μου βούιζαν κλεισμένες όλες οι θάλασσες του κόσμου. Πνιγόμουν και πονούσα παντού, χωρίς να ξέρω για ποιον λόγο. Δεν ήταν η πρώτη φορά. Είχα ξαναζήσει ακριβώς το ίδιο συναίσθημα. Για πρώτη φορά όμως δεν είπα: «Θεέ μου, καλύτερα ας πεθάνω». Μέσα στην απίστευτη, απερίγραπτη ντροπή που αισθανόμουν όσο προσπαθούσα να ντυθώ –μη ξέροντας ποιος με είχε ξεντύσει– να κατέβω στην είσοδο του ξενοδοχείου –για να βρεθώ αντιμέτωπος με τη συγκαταβατική περιφρόνηση στα μάτια του θυρωρού– να βγω στον δρόμο και να περπατήσω – για πού όμως; Ήταν η πρώτη φορά που είπα μέσα μου ότι δεν θέλω να πεθάνω έτσι. Ξανάζησα από τότε τις ίδιες σκηνές πολλές φορές. Ξύπνησα πολλές φορές σε μέρη άγνωστα, αλλά και γνωστά, αγαπημένα, έχοντας στο κεφάλι μου μόνο κενό, αυτό το αβάσταχτο μαύρο κενό, που μόνο το αλκοόλ μπορεί να δώσει. Από εκείνο το πρωινό όμως μου είχε μείνει μια αγωνία που γυρνούσε συνέχεια στο κεφάλι μου: δεν θέλω να πεθάνω έτσι, δεν θέλω να ζω έτσι, δεν θέλω να ντρέπομαι. Όταν έπινα, η αγωνία απομακρυνόταν. Νόμιζα ότι όλα θα πήγαιναν καλά. Όμως παρατηρούσα, ακόμη και όντας πιωμένος, ότι τα πράγματα δεν ήταν όπως παλιά. Απέφευγα τα μπαρ όπου σύχναζε κόσμος, πήγαινα μόνο εκεί που βρίσκονταν αυτοί που «καταλάβαιναν». Ήμασταν όλοι, αυτοί οι λίγοι, μόνοι μας, ο ένας δίπλα στον άλλον, διασκεδάζοντας την αφόρητη πλήξη, περιμένοντας ο καθένας την επόμενη ώρα με πλήρη αδιαφορία. Η καθημερινότητά μου άλλαζε και προσαρμοζόταν όλο και πιο πολύ γύρω από την πλήξη, την αδιαφορία, την ανάγκη μου για ποτό. Η σχέση μου με το άλλο φύλο, που παλιότερα μου χάριζε άπειρη ευτυχία κι ευχαρίστηση, δεν με αφορούσε πια. Η θλίψη στα μάτια της Αθηνάς και των παιδιών μου σχεδόν δεν μου έλεγε τίποτα.

Ένα πρωί, στο βάθος του πηγαδιού της απελπισίας, το τόλμησα, πιο πολύ για να κάνω κάτι άλλο. Πήρα έναν φίλο μου, που ήταν είκοσι χρόνια στεγνός και ήξερε πια πώς βγαίνεις από το λούκι, του είπα ότι νομίζω ότι ήρθε η ώρα μου, μπήκα στο αεροπλάνο με τη φροντίδα του και την περιποίησή του και πήγα να μάθω να μην πίνω. Εκεί πήρα δύο μεγάλα μαθήματα. Το πρώτο, ότι υπάρχουν πάρα πολλά πράγματα σ’ αυτό τον κόσμο που δεν μπορείς να ελέγξεις, να κυριαρχήσεις πάνω σ’ αυτά, που είναι πάνω από σένα, γιατί απλά έτσι είναι ο κόσμος. Το δεύτερο, ότι όλα τα πράγματα σε αυτό τον κόσμο μαθαίνονται. Πώς να περπατάς, πώς να γράφεις, πώς να αισθάνεσαι, πώς να αγαπάς. Άλλα πιο εύκολα, άλλα πιο δύσκολα, όμως εν τέλει μαθαίνονται, αν φυσικά θέλεις να μάθεις. Έτσι άρχισα να μαθαίνω να μην πίνω. Να μην πίνω χωρίς να μου λείπουν οι ψευδαισθήσεις του ποτού, χωρίς να αισθάνομαι ότι είμαι ανάπηρος και ανήμπορος. Το αμπέλι βγάζει σταφύλια, δεν βγάζει μήλα και δεν παραπονιέται σε κανέναν γι’ αυτό και ούτε προσπαθεί να βγάζει μήλα. Εγώ δεν μπορώ πια να πιω και όχι μόνο δεν αισθάνομαι δυστυχία, αλλά το διασκεδάζω κιόλας,γιατί αισθάνομαι αυτό που είμαι και δεν θέλω να είμαι κάτι άλλο.

 
Τις πρώτες δυο-τρεις μέρες στην «ιατρική» διαδικασία της απεξάρτησης, η συνεχής φροντίδα δεν άφηνε περιθώριο για φόβο ή επιστροφές. Μετά ξεκίνησε η πορεία. Στην αρχή ήταν δύσκολα, κυρίως τις ώρες που ήμουν μόνος, όταν κυριαρχούσε ο φόβος και η αγωνία του τι θα γίνει μετά. Τις ώρες που ήμασταν όλοι μαζί, όλοι οι «ιδιαίτεροι», όπως όταν πίναμε μόνοι και μαζί στο μπαρ, τα πράγματα ήταν σαν να είσαι στον παράδεισο. Ήμουν αφύλακτος, αισθανόμουν σαν μαθητευόμενος άγγελος, δεν περίμενα το «μετά». Έτσι έμαθα να μην αγωνιώ για το μετά, χωρίς μοιρολατρία. Έμαθα να ζω και να βλέπω, να ακούω, με απόλυτη ανάγκη και προτεραιότητα να είμαι αυτός που είμαι. Μετά γύρισα στον κόσμο των ανθρώπων. Άρχισα να προσπαθώ να διακρίνω του αγγέλους ή υποψήφιους αγγέλους. Άρχισα να αγαπάω τον εαυτό μου, να αισθάνομαι άνθρωπος. Η θλίψη από τα μάτια των παιδιών μου και της Αθηνάς είχε φύγει. Τώρα έβλεπα στα μάτια τους τον παράδεισο που είχα γνωρίσει. Σιγά-σιγά ο κόσμος είχε άλλα χρώματα, άλλους ήχους, άλλη κίνηση, και κυρίως ήμουν μέρος αυτού του κόσμου, ήμουν κόκκος άμμου σε μια μεγάλη παραλία, ήμουν σταγόνα στον αφρό του κύματος.

Σήμερα, εννιά χρόνια μετά, είμαι «στεγνός», αλλά όλο χυμούς. Ζω την επόμενη ζωή με πλήρη συνείδηση και πλήρη ευχαρίστηση, αισθάνομαι μέρος του ποταμιού που κυλάει. Μιλάω με τον εαυτό μου, χαίρομαι, στενοχωριέμαι και κυρίως, και πάνω απ’ όλα, έφυγε η πλήρης αδιαφορία και το πλήρες κενό. Νομίζω ότι τη δυστυχία του πότη δεν μπορώ να την περιγράψω. Ειδικά τώρα που έχω βγει. Δεν κατάλαβα πώς έγινε. Με ενδιαφέρει μόνο ότι έγινε και ξέρω ότι δεν έγινε μόνο για μένα. Ξέρω ότι γίνεται. Τώρα πια, παρ’ όλα τα χρόνια, οι μνήμες μου είναι νωπές. Η ομορφιά της στροφής έμεινε μέσα μου, έγινε κομμάτι του εαυτού μου και δεν μπορώ να ξαναγυρίσω πίσω στο κενό.»

Πηγή:Lifo