γ-σωτηρέλης-γιατί-δεν-άλλαξε-το-εκλογι-147436

Γ.Σωτηρέλης*: Γιατί δεν άλλαξε το εκλογικό σύστημα;

Ενα από τα μείζονα ζητήματα που σχετίζονται με αυτές τις εκλογές είναι κατά την άποψή μου το ακόλουθο:

Γιατί παραμένει σε ισχύ ένα αντιδημοκρατικό και αντισυνταγματικό εκλογικό σύστημα, το οποίο ταυτόχρονα αλλοιώνει καθοριστικά τον εκάστοτε συσχετισμό πολιτικών δυνάμεων και νοθεύει τους βασικούς όρους της εκλογικής διαμάχης;

Ας συγκεκριμενοποιήσουμε όμως αυτό το ερώτημα:

Α. Είναι δημοκρατικά θεμιτό και συνταγματικά ανεκτό ένα σύστημα που εισάγει δυσμενή μεταχείριση των συνασπισμών ως προς το πριμ των 50 εδρών και δεν αφήνει κανένα περιθώριο για προεκλογικές συνεργασίες βάσει επεξεργασμένων προγραμματικών συγκλίσεων;

(Η αναλυτική και νομολογιακά τεκμηριωμένη γνωμοδότηση του αείμνηστου δασκάλου μου Αριστόβουλου Μάνεση –ως προέδρου του Επιστημονικού Συμβουλίου της Βουλής– δεν αφήνει καμία αμφιβολία ως προς την κατάφωρη παραβίαση των αρχών της λαϊκής κυριαρχίας και της ισοδυναμίας της ψήφου.

Πλην όμως αυτό δεν μπορεί να ελεγχθεί δικαστικά, διότι κανένα κόμμα δεν τολμά να κατέλθει στις εκλογές με συνασπισμό, να χάσει το πριμ από ένα μεμονωμένο κόμμα με μικρότερο ποσοστό και στη συνέχεια να προσβάλει τη συγκεκριμένη ρύθμιση ως αντισυνταγματική στο Εκλογοδικείο.)

Β. Είναι δημοκρατικά θεμιτό και συνταγματικά ανεκτό να απονέμεται πριμ 50 εδρών στο πρώτο κόμμα χωρίς καμία προϋπόθεση, τόσο ως προς το ποσοστό όσο και ως προς τη διαφορά του από το δεύτερο, με αποτέλεσμα αφ’ ενός μεν να ευνοείται σκανδαλωδώς ακόμη και ένα μικρό πρώτο κόμμα (όπως συνέβη στις εκλογές του Μαΐου του 2012 με τη Νέα Δημοκρατία του 18,85%), αφ’ ετέρου δε να συμπιέζονται υπέρμετρα τα μικρότερα κόμματα μετατρεπόμενα σε θύματα μιας τεχνητής και χειραγωγικής πόλωσης;

Γ. Είναι δημοκρατικά θεμιτό και συνταγματικά ανεκτό να υπάρχουν εκλογικές περιφέρειες στις οποίες παραβιάζεται κάθε έννοια ισοδυναμίας της ψήφου, καθώς το μέγιστο μέρος –ενίοτε δε και το σύνολο…– των εδρών τους απονέμεται στο πρώτο κόμμα στην επικράτεια, χωρίς κανένα κριτήριο και ασχέτως του ποιο είναι το πρώτο κόμμα στη συγκεκριμένη εκλογική περιφέρεια;

Με βάση λοιπόν αυτά τα δεδομένα, που αναπτύχθηκαν κατ’ ανάγκην σχηματικά και ελλειπτικά, η προέκταση των ανωτέρω ερωτημάτων είναι εύλογη:

Ποιος ευθύνεται για το ότι δεν έχει αλλάξει έως τώρα το εκτρωματικό αυτό εκλογικό σύστημα, που παραβιάζει ευθέως, πέραν των άλλων, τη θεμελιώδη συνταγματική επιταγή (του άρθρου 52) για «ελεύθερη και ανόθευτη εκδήλωση της εκλογικής θέλησης»;

Για τη Νέα Δημοκρατία η απάντηση είναι μάλλον αυτονόητη: αυτή ψήφισε, με μικροκομματικό σχεδιασμό, το εκλογικό σύστημα στη σημερινή άκρως προβληματική εκδοχή του (εισάγοντας τη διαφοροποίηση των συνασπισμών και προσθέτοντας 10 έδρες στο αρχικό πριμ του νόμου Σκανδαλίδη) και αυτή άντλησε έως τώρα τα περισσότερα οφέλη, με αποκορύφωμα τις εκλογές του Μαΐου του 2012, κατά τις οποίες κυριολεκτικά διασώθηκε χάρη στο πριμ…

Για το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ, αντίθετα, η στάση τους δεν είναι ευεξήγητη. Γιατί άραγε δεν επέβαλαν αλλαγή του εκλογικού συστήματος ούτε μετά τις εκλογές του Μαΐου του 2012 (όταν είχαν λάβει συνολικά 19,31%, δηλαδή ποσοστό μεγαλύτερο από αυτό της Ν.Δ. και του ΣΥΡΙΖΑ) αλλά ούτε και μετά τις εκλογές του Ιουνίου του 2012, παρότι συμμετείχαν (αρχικά από κοινού και στη συνέχεια μόνο το ΠΑΣΟΚ) σε κυβέρνηση συνεργασίας;

Και τι νόημα είχε το ότι κατέθεσαν, μετά την απομάκρυνση από την κυβέρνηση (και αφού υπέστησαν –και λόγω εκλογικού συστήματος– ταπεινωτικές ήττες), παραπλήσιες προτάσεις απλής αναλογικής;

Ακόμη μεγαλύτερη, όμως, είναι η απορία για τον ΣΥΡΙΖΑ (πολλώ δε μάλλον όταν ηχούν ακόμη στα αυτιά μας οι βεβαιώσεις του κ. Τσίπρα ότι ταυτίζεται με «κάθε λέξη του Συντάγματος»). Γιατί δεν επέβαλε, παρότι είχε και τη χρονική ευχέρεια αλλά και την κοινοβουλευτική ισχύ, ένα σύστημα απλής αναλογικής άμεσης εφαρμογής (καθώς είναι βέβαιο ότι ψηφιζόταν από τα 2/3 της Βουλής, με μόνη πιθανή αντίδραση της Νέας Δημοκρατίας);

Γιατί, έστω, δεν θέσπισε έναν εκλογικό νόμο μακράς πνοής, για τις μεθεπόμενες εκλογές, που θα αντιμετώπιζε με μεγαλύτερη περίσκεψη, εν όψει και των νέων εκλογικών δεδομένων, όλα τα επίμαχα ζητήματα που άπτονται της πολιτικής ισότητας, της ισοδυναμίας της ψήφου (αλλά με ασφαλιστικές δικλίδες κυβερνησιμότητας) και του τρόπου ανάδειξης των βουλευτών;

Αντί όλων αυτών ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πήρε καμιά πρωτοβουλία, καταφεύγοντας και αυτός, με τη σειρά του, στον παραδεδομένο μακιαβελισμό των κομμάτων εξουσίας, είτε μέσω κυνικών υπαναχωρήσεων και υπεκφυγών είτε μέσω της αιδήμονος σιωπής (η οποία χαρακτηρίζει βέβαια, με τιμητική εξαίρεση τον κ. Γλέζο, και όλα τα –λαλίστατα κατά τα άλλα– στελέχη της ΛΑ.Ε., καθώς και τον πολιτικά ανεκδιήγητο κυβερνητικό εταίρο του ΣΥΡΙΖΑ).

Εύχομαι και ελπίζω η επιλογή αυτή να μην αποδειχθεί μπούμερανγκ για τον ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή να μην καταλήξει σε μια τεχνητή και εκβιασμένη αναδιάταξη των πολιτικών συσχετισμών προς όφελος της Νέας Δημοκρατίας.

Σε κάθε όμως περίπτωση, το κρίσιμο είναι ότι τα κόμματα που αυτοπροσδιορίζονται σαν «προοδευτικά» ή «αριστερά» (ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ) πρέπει αφ’ ενός μεν να κάνουν επιτέλους την αυτοκριτική τους για τις ουκ ολίγες έως τώρα τραυματικές για τους θεσμούς επιλογές τους, αφ’ ετέρου δε να θέσουν το ζήτημα του εκλογικού συστήματος σε πρώτη προτεραιότητα, συνειδητοποιώντας επιτέλους ότι δεν πρόκειται για ένα απλό και ευκαιριακό ζήτημα μικροπολιτικής, αλλά για ένα μείζον ζήτημα αρχής, στο οποίο κρίνεται όχι μόνον η δημοκρατική ευαισθησία και η πολιτική τους συνέπεια, αλλά και ο ειλικρινής σεβασμός τους προς το ίδιο το Σύνταγμα.

* Ο Γιώργος Χ. Σωτηρέλης είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

Το άρθο του δημοσιεύτηκε στην «Εφημερίδα των Συντακτών» το Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 2015