ποια-είναι-τα-ιερά-νησιά-της-ελλάδας-211724
ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΕΣ | 28.06.2014 | 09:29

Ποια είναι τα «Ιερά Νησιά» της Ελλάδας – Πώς ανακηρύσσονται – Τι πλεονεκτήματα έχουν

Τον τέταρτο ανακηρυγμένο «Ιερό Τόπο» της Ελλάδος, αποτελεί πλέον η Μήλος, με την επίσημη ανακήρυξή της σε Ιερά Νήσο να πραγματοποιείται με μεγάλη επιτυχία προσφάτως, παρουσία υψηλά ιστάμενων στην εκκλησιαστική ιεραρχία και εκπροσώπων της Κυβέρνησης.

Αποτελεί πλέον το τρίτο «Ιερό Νησί» της χώρας, μαζί με την Πάτμο και την Τήνο. Η ανακήρυξή της σε Ιερό Τόπο έγινε λόγω του μοναδικού πρωτοχριστιανικού μνημείου των Κατακομβών που βρίσκεται στο νησί, μνημείο μεγάλης θρησκευτικής και αρχαιολογικής αξίας. Υπενθυμίζεται ότι «Ιερός Τόπος» έχουν ανακηρυχθεί και τα Μετέωρα.

Για να ανακηρυχθεί ένας τόπος «Ιερός» πρέπει να έχει ξεχωριστό χαρακτήρα ιερότητας. Τα πλεονεκτήματα που αποκτά ένας τόπος μετά την επίσημη ανακήρυξή του σε «Ιερό», αφορούν τη διαφύλαξη της πολιτιστικής του κληρονομιάς, την προσέλκυση περαιτέρω ενδιαφέροντος εξερεύνησης και ανασκαφών και βεβαίως, το κυριότερο κατά πολλούς, την προσέλκυση μεγαλύτερου τουριστικού ενδιαφέροντος.

Όπως εξήγησε η Ιερά Μητρόπολη Σύρου στην aftodioikisi.gr, η διαδικασία ανακήρυξης μιας νήσου σε Ιερή, είναι ιδιαίτερα χρονοβόρα και γίνεται με φειδώ. Εν προκειμένω, η διαδικασία ανακήρυξης της Μήλου σε Ιερά Νήσο, ξεκίνησε το 2009.

Απαιτείται αρχικά σχετική πρόταση του εκάστοτε Μητροπολίτη στην Ιερά Σύνοδο. Εφόσον η Ιερά Σύνοδος κάνει δεκτό την πρότασή της, μεταφέρει το εν λόγω αίτημα στον υπουργό Εσωτερικών, ο οποίος με τη σειρά του πρέπει να εισάγει προς ψήφιση αντίστοιχη τροπολογία στη Βουλή. Εφόσον η πρόταση γίνει δεκτή, απαιτείται η έκδοση Προεδρικού Διατάγματος. Η ανακήρυξη ενός νησιού σε Ιερό συνοδεύεται από περιοριστικούς όρους δόμησης και διασκέδασης. Όροι οι οποίοι έχουν ατονήσει σε μεγάλο βαθμό συγκριτικά με το παρελθόν.

Λίγα λόγια για την Ιερότητα των νησιών:

Οι κατακόμβες της Μήλου

Οι κατακόμβες είναι σκαμμένες σε ηφαιστειακό έδαφος και αποτελούν ένα από τα αξιοθέατα του νησιού. Είναι το μεγάλο κοινοτικό νεκροταφείο των πρώτων χριστιανικών χρόνων στη Μήλο. Oι κατακόμβες ανακαλύφθηκαν από αρχαιοκάπηλους και έγιναν γνωστές μετά τη σύλησή τους, το 1840. Eίναι τρεις και μαζί με πέντε διαδρόμους και ένα νεκρικό θάλαμο αποτελούν ένα δαιδαλώδες σύστημα συνολικού σημερινού μήκους 185 μέτρων. Eίχαν εισόδους στο εξωτερικό περιβάλλον, αλλά σήμερα λειτουργεί μόνο μία, αυτή της δεύτερης κατακόμβης ή των «Πρεσβυτέρων», απ’ όπου μπορεί να εισέλθει ο επισκέπτης.

Στο εσωτερικό των κατακομβών, δεξιά και αριστερά επάνω στους τοίχους, υπάρχουν τα «αρκοσόλια» (σκαμμένες αψίδες) όπου μέσα σ’ αυτά, καθώς και στο πάτωμα, ανοίγονταν οι τάφοι. Aρκοσόλια σήμερα σώζονται 126 (Πετροχείλου, 1972) και υπολογίζεται ότι έχουν ταφεί μερικές χιλιάδες νεκρών. Σε κάθε τάφο υπήρχε λυχνάρι, ενώ σήμερα έχουν τοποθετηθεί ηλεκτρικοί λαμπτήρες που φωτίζουν το χώρο διακριτικά και δημιουργούν την ατμόσφαιρα εκείνων των χρόνων.

Στους τάφους των πιο διακεκριμένων προσώπων ζωγράφιζαν χριστιανικά σύμβολα ή χάραζαν επιγραφές. Tέτοια είδαν και μελέτησαν οι Ross (1843) και Σωτηρίου (1927), αλλά με την πάροδο των χρόνων τα περισσότερα καταστράφηκαν.

Mια τέτοια επιγραφή μπορεί να δει ο σημερινός επισκέπτης στη δεύτερη κατακόμβη, στο 6ο αρκοσόλιο δεξιά. Eίναι η επιγραφή των «Πρεσβυτέρων», απ’ όπου και το όνομά της. Aκόμα στην ίδια κατακόμβη, στη μέση περίπου, υπάρχει ένας τάφος σκαμμένος στο βράχο υπό μορφή σαρκοφάγου. Πιστεύεται ότι είχε ταφεί σ’ αυτόν ένας από τους πρώτους μάρτυρες της χριστιανοσύνης και ακόμα ότι οι πρώτοι χριστιανοί τον χρησιμοποιούσαν ως Aγία Tράπεζα στις λειτουργίες τους,όπως αποδεικνύεται από το κομμάτι του πετρώματος, που έχει αφεθεί στη θέση του στο μέσο περίπου της στοάς Β΄. Από τις βάσεις που βρέθηκαν στα τέσσερα άκρα κατά την έρευνα του 1928, υποθέτουμε ότι πάνω από την Τράπεζα, υπήρχε αρχικά “κιβώριο”.

H δραστηριότητα των πρώτων χριστιανών στις κατακόμβες σταματά λίγο μετά τη θεσμοθέτηση της ανεξιθρησκίας (διάταγμα Mεδιολάνων), ή μέχρι να καταστραφεί και να εγκαταλειφθεί η αρχαία πόλη του Kλήματος από σεισμούς τον 5ο ή 6ο αιώνα μ.X.

Η εξορία του Ιωάννου Θεολόγου στην Πάτμο

Η Πάτμος κατά τη θρησκευτική ιστορία γίνεται γνωστή από τον 1ο αιώνα από την παρουσία εκεί ως εξόριστου για δύο χρόνια του Ιωάννου του Θεολόγου, μαθητή του Ιησού, ο οποίος βρισκόμενος στη σπηλιά της Αγίας Άννας συνέγραψε το «Ευαγγέλιο» (πιθανώς) και την «Αποκάλυψη», όπως ο ίδιος μαρτυρεί: «Εγενόμην εν τη νήσω τη καλουμένη Πάτμω δια τον λόγον του Θεού και δια την μαρτυρίαν του Ιησού Χριστού. Εγενόμην εν πνεύματι εν τη Κυριακή ημέρα και ήκουσα οπίσω μου φωνήν ως σάλπιγγος λεγούσης: ό βλέπεις γράψον εις βιβλίον και πέψον ταις επτά Εκκλησίαις» (Αποκάλυψη α , 9). Στη Σκάλα (επίνειο) σώζονται τα δύο εκκλησάκια αφιερωμένα το μεν ένα στον Ιωάννη τον Ευαγγελιστή και το άλλο στους μαθητές του Πολύκαρπο και Πρόχορο.

Μετά το θάνατο του Ιωάννη του Θεολόγου στην Έφεσο, περί το έτος 100, η Πάτμος πέφτει στην αφάνεια για οκτώ αιώνες, όταν το 904 μετά την άλωση της Θεσσαλονίκης από τους κουρσάρους του Λέοντα του Τριπολίτη, οι αιχμάλωτοι Θεσσαλονικείς προσορμίσθηκαν στο νησί. Ο Βυζαντινός ιστορικός Ιωάννης Καμενιάτης, που έγραψε το χρονικό της τραγωδίας εκείνης, σημειώνει τα ακόλουθα:«Ούτω φερόμενοι κατηντήσαμεν είς τινα νήσον, Πάτμον καλουμένην, ένθα δή και προσεμείναμεν εξ ημέρας, παντός χαλεπού πείραν εν αυτή καθυπομένοντες, ανύδρου γαρ όντος του τόπου εληΐζετο τους αιχμαλώτους η δίψα».

Το έρημο αυτό νησί άρχισε να εποικίζεται στις αρχές της δεύτερης χιλιετίας, όταν ο μοναχός Όσιος Χριστόδουλος από τη Βιθυνία έλαβε από τον Αυτοκράτορα του Βυζαντίου Αλέξιο Α’ τον Κομνηνό (1081 – 1118) την άδεια να ιδρύσει στην Πάτμο τη Μονή Ιωάννου του Θεολόγου επί υψώματος ψηλότερα από του σπηλαίου της Αποκαλύψεως ακριβώς επί του αρχαίου βωμού της Θεάς Άρτεμης.

Η εν λόγω περίτειχη Μονή κτίσθηκε σε μορφή μεσαιωνικού κάστρου με επάλξεις και τείχη επιστήριξης με καθολικό στο κέντρο αυτής, μικρό μεν, αλλά περίλαμπρο στην τέχνη, καθώς και με άλλα πέριξ κτίσματα και κελιά, καθώς και δεξαμενές. Πέριξ της Μονής άρχισαν να εγκαθίστανται πλην μοναχών και κοσμικοί με τις οικογένειές τους ανεγείροντας οικίες και έχοντας ως άσυλο την εν ήδη κάστρου οχυρωμένη Μονή σε περίπτωση κινδύνου πειρατικής επιδρομής. Έτσι η Μονή συνδέθηκε με την ιστορία και την ανάπτυξη του νησιού.

Επίσης, με χρυσόβουλο του ίδιου του Αυτοκράτορα Αλέξιου Α’ το 1088 ιδρύεται στη Μονή η Πατμιάδα Σχολή, η οποία, σύμφωνα με το ιδρυτικό χρυσόβουλο, φέρει την ονομασία «Φροντιστήριο μαθητών». Η έναρξη λειτουργίας της, όμως, καταγράφεται το έτος 1534, που οργανώθηκε από το Μητροπολίτη Νεοκαισαρείας Γρηγόριο και συστηματικότερα από το 17ο αιώνα, όταν εξασφαλίσθηκε η οικονομική συντήρηση από τον επιφανή Έλληνα Μανωλάκη Καστοριανό, κάτοικο Κωνσταντινούπολης και στη συνέχεια από το 1713 που ανέλαβε τη διδασκαλία σ΄ αυτήν ως γυμνασιάρχης ο Πάτμιος στην καταγωγή Μακάριος Καλογεράς.

Το 1769 με Πατριαρχικό σιγίλιο η Σχολή μεταρρυθμίζεται σε «Κοινή Σχολή του Γένους», οπότε και ανέλαβε τη γυμνασιαρχία αυτής ο Πάτμιος Δανιήλ Κεραμεύς. Τη Σχολή της Πάτμου, από την οποία προήλθαν πλείστοι διδάσκαλοι του Γένους, λόγιοι και διάσημοι Αρχιερείς και Πατριάρχες, συντηρούσε στα τέλη του 19ου αιώνα και μέχρι του 1912 ο εν Αθήναις ιδρυθείς σύλλογος των Μικρασιατών «Ανατολή», ενώ ήδη στη Σχολή λειτουργεί Ιερατική Σχολή με καθηγητές του Ελληνικού κράτους και λογίους μοναχούς παρέχουσα τη μόρφωση πλήρους Γυμνασίου και Εκκλησιαστικού Λυκείου αναγνωρισμένη ως κρατικό ίδρυμα.

Παναγία της Τήνου

Στην Τήνο βρίσκεται και ο ναός της Παναγίας Ευαγγελίστριας, με την ομώνυμη θαυματουργό, κατά τη χριστιανική παράδοση, εικόνα. Η εκκλησία γιορτάζει στις 25 Μαρτίου (Ευαγγελισμός της Θεοτόκου), ωστόσο αποτελεί τον πιο δημοφιλή προορισμό του Δεκαπενταύγουστου (Κοίμηση της Θεοτόκου). Στις 30 Ιανουαρίου (Τριών Ιεραρχών) γιορτάζεται η επέτειος της εύρεσης της Αγίας Εικόνας της Μεγαλόχαρης. Την ημέρα αυτή πραγματοποιείται κάθε χρόνο το έθιμο «Φαναράκια». Το απόγευμα της ίδιας ημέρας ακολουθεί λιτανεία και περιφορά της εικόνας στη χώρα της Τήνου, όπου συμμετέχουν μικροί και μεγάλοι, κρατώντας πολύχρωμα φαναράκια και ψέλνοντας ύμνους για την Παναγία. Η εκκλησία της Ευαγγελίστριας (και ένα μέρος του συγκροτήματος) υπήρξε το πρώτο δημόσιο οικοδόμημα της ελεύθερης Ελλάδας. Ανεγέρθηκε μέσα στην κλαγγή των επαναστατικών όπλων (1823-1831), με τον οβολό χιλιάδων κατατρεγμένων Ελλήνων και με προσωπική εργασία ντόπιων και παρεπιδημούντων προσφύγων. Επικεφαλής της οικοδόμησης ήταν ένας σπουδαίος επιστήμονας της εποχής, ο Ευστράτιος Εμμανουήλ Καλονάρης, Τήνιος εγκατεστημένος στη Σμύρνη, από όπου και ονομάσθηκε «Σμυρναίος». Αυτός σχεδίασε τον ναό, μαζί με τα αρχικά του προσκτίσματα, το (πρώτο) καμπαναριό, τα αρχιτεκτονικά διακοσμήματα και διηύθυνε τις εργασίες.

Ακολουθώντας τα αρχιτεκτονικά πρότυπα του νησιού και εντάσσοντας σε αυτά καινοτομίες από τη δυτική και τη μικρασιατική παράδοση, δημιούργησε ένα μοναδικό οικοδόμημα, ειδικά σχεδιασμένο να δέχεται προσκυνητές. Μαζί με τον Ευστράτιο εργάστηκε ένας πολύ σημαντικός μαρμαροτεχνίτης, ο Χατζησίμος Νικολάου από τα Υστέρνια της Τήνου. Σε αυτόν και στο εργαστήριο του οφείλονται το κάτω τμήμα του τέμπλου, ο άμβωνας, οι στύλοι στις κλίμακες, η ανάγλυφη εικόνα της Ζωοδόχου Πηγής του αγιάσματος, το υπέρθυρο της εισόδου του ναού με την κτητορική επιγραφή και τέλος κρήνες και πορτοσιές.

Εξίσου ονομαστοί ήταν στην εποχή τους και οι λοιποί μάστορες που εργάστηκαν στο ναό: ο ξυλογλύπτης Φραγκίσκος Καναχίλης, ο οποίος σκάλισε τα ξύλινα τμήματα του τέμπλου, το δεσποτικό θρόνο, τα παραθρόνια και το παλαιό προσκυνητάριο, σε στυλ μπαρόκ με επιχρυσώσεις και ο Σμυρναίος ζωγράφος Χατζη-Λαμπρινός που ιστόρησε τις δεσποτικές εικόνες του τέμπλου (1824-1825). Ο ζωγράφος Ιωάννης Σιώτος υπογράφει την εικόνα της Μεταμορφώσεως και εικονίδια εορτών (1826), ο Φραγκίσκος Δεσίπρης από τον Τριπόταμο της Τήνου την Κοίμηση της Θεοτόκου στο αριστερό κλίτος (1840), ο Ν. Γ.Αλβέρτης τους Αρχαγγέλους στις πλάγιες πύλες του ιερού (1858). Από τους πολλούς ακόμα τεχνίτες, ας αναφερθούν ο Χατζη-Αντώνης Λύτρας (πατέρας του Νικηφόρου Λύτρα), οι Δ.Μεσολογγίτης και Φρ. Λυρίτης, ο Νικόλαος Α. Ρήγος ή Σιλιβάνης, ο Ιωάννης Λυρίτης (γιος του Φραγκίσκου), ο Κώστας Καπαριάς, ο Ιωάννης Φιλιππότης, ο ξυλογλύπτης Ευάγγελος Καγιώργης και ο σιδηροτεχνίτης Ανδρέας Ρήγος. Άξια ενδιαφέροντος είναι και όλα τα αντικείμενα εκκλησιαστικής τέχνης που κοσμούν το ναό, αφιερώματα πιστών τα περισσότερα, όπως έργα αργυροτεχνικής, ορειχαλκουργίας, χρυσοκεντητικής και φορητές εικόνες.

Πλήθος πιστών από όλο τον κόσμο συρρέει στην Τήνο για προσκύνημα, αν και γενικότερα είναι πόλος έλξης για πολλούς πιστούς σε όλη τη διάρκεια του χρόνου.