καμίνης-vs-βίας-χρυσής-αυγής-αλλά-και-ε-268362
ΔΗΜΟΙ | 30.01.2013 | 20:27

Καμίνης vs βίας Χρυσής Αυγής αλλά και «ενός κομματιού της Αριστεράς»

Ως αντικοινοβουλευτική ανιστόρητη δύναμη που «άνθησε» στο κενό της δημόσιας ασφάλειας και τάξης χαρακτήρισε τη Χρυσή Αυγή ο δήμαρχος Αθηναίων Γιώργος Καμίνης, μιλώντας σε ημερίδα με θέμα «Πόλη, εγκληματικότητα και ανασφάλεια στην εποχή της οικονομικής κρίσης», που συνδιοργάνωσαν το Ινστιτούτο Δημοκρατίας «Κωνσταντίνος Καραμανλής», το Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών Εγκληματολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου και το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, το απόγευμα, στο Αμφιθέατρο Δ2 στην Τεχνόπολη στο Γκάζι.  Παράλληλα άφησε αιχμές και κατά “ενός κομματιού της Αριστεράς” για τη στάση του απέναντι στην τρομοκρατία και κατ’ επέκταση απέναντι στη βία. 

Όπως είπε, «την κύρια ευθύνη οι πολιτικές δυνάμεις που διακυβέρνησαν τη χώρα από το 1975 έως σήμερα, αφού ουδέποτε εκπονήθηκε ένα συγκροτημένο σχέδιο για τη λειτουργία των δυνάμεων ασφαλείας και της δικαστικής εξουσίας μέσα σε συνθήκες δημοκρατικής ομαλότητας». «Η απουσία επαγγελματισμού», συμπλήρωσε ο δήμαρχος, «όταν εντοπίζεται στο πεδίο της δημόσιας τάξης και ασφάλειας, έχει δραματικές συνέπειες».

Και εξήγησε συνεχίζοντας: «Αρκεί να σκεφτούμε τις συνθήκες, μέσα στις οποίες επωάστηκε, γεννήθηκε και αναπτύχθηκε η Χρυσή Αυγή. Λίκνο της είναι οι πάλαι ποτέ μεσοαστικές γειτονιές της Αθήνας: Άγιος Παντελεήμονας, Κυψέλη, Πατήσια, Φωκίωνος Νέγρη κ.λπ.. Αφού εγκαταλείφθηκαν σταδιακά από το κράτος, τον δήμο και τους πιο εύπορους κατοίκους τους, οι γειτονιές αυτές υποβαθμίστηκαν και αποτέλεσαν πρόσφορο χώρο συγκέντρωσης παράνομων μεταναστών, οι οποίοι δεν βρέθηκαν τυχαία εκεί.

»Καθώς το λιμενικό σώμα και η αστυνομία αδυνατούσαν να φυλάξουν στοιχειωδώς τα σύνορα της χώρας, οι πληθυσμοί των παράνομων μεταναστών διοχετεύτηκαν συνειδητά, από τις πολιτικές ηγεσίες των υπουργείων Εσωτερικών και Δημόσιας Τάξης, στο μεγάλο χωνευτήρι του Κέντρου της Αθήνας.

»Το μόνο που έλειπε πια ήταν να ξεσπάσει ανοιχτά η οικονομική κρίση που, μεταξύ άλλων, αύξησε την ανεργία, συνεπώς και την εγκληματικότητα ημεδαπών και μεταναστών. ‘Ομως το κενό δημόσιας ασφάλειας που είχε αφήσει η δημόσια διοίκηση στις γειτονιές αυτές, επιδίωξαν να το αναπληρώσουν αυτές αντικοινοβουλευτικές ανιστόρητες δυνάμεις. Ευτυχώς όμως οι μάσκες σύντομα έπεσαν. Μακάρι αυτό να γινόταν χωρίς θύματα».

Από τη δολοφονία Γρηγορόπουλου, η Αθήνα ζει μέσα στη βία

«Από τον Δεκέμβρη του 2008, με αφετηρία τα γεγονότα που ακολούθησαν τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου, τα φαινόμενα βίας στην πρωτεύουσα αποτελούν καθημερινότητα, ενώ υπάρχουν και τα δύο σημαδιακά “άβατα”· τα Εξάρχεια και ο Άγιος Παντελεήμονας, με εκ διαμέτρου αντίθετη πολιτική ταυτότητα, με κοινό χαρακτηριστικό όμως μιαν ατμόσφαιρα διάχυτης απειλής. Κάποιοι, όταν βρεθούν στις γειτονιές αυτές, κινδυνεύουν», υπογράμμισε ο δήμαρχος Αθηναίων, με αφορμή τη βία που έχει γίνει πλέον καθημερινότητα στην πόλη.

Όπως προσέθεσε, «η σύγχρονη ελληνική δημοκρατία, παρ’ όλες τις προσπάθειές της, κατά καιρούς σοβαρές και ειλικρινείς, να επουλώσει τις πληγές του Εμφυλίου, δεν κατάφερε να εξαλείψει το γενικότερο φαινόμενο της πολιτικής βίας».

Αιχμές και κατά “ενός κομματιού της Αριστεράς”

Παράλληλα ο δήμαρχος Αθηναίων άφησε αιχμές και κατά “ενός κομματιού της Αριστεράς” και της στάσης του απέναντι στην ένοπλη τρομοκρατία καθ “όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης που συνοψίζεται στό ότι “ο ένοπλος τρομοκράτης είναι “εκτελεστής”, η μακρά ένοπλος χειρ μιας δικαιοσύνης “λαϊκής”, που είναι βεβαίως υπέρτερη της αστικής”. 

Στο πλαίσιο αυτό ο Γ. Καμίνης  μίλησε για “στρεβλή αντίληψη περί δικαιωμάτων που νομιμοποιεί πλέον την απροκάλυπτη βία” μέσα στον πανεπιστήμιο με ασπίδα “το πανεπιστημιακό άσυλο, που (κανονικά) προστατεύει την ελευθερία της ακαδημαϊκής διδασκαλίας και έρευνας, ως έκφανση της ελεύθερης διακίνησης των ιδεών”: “βλέπουμε δηλαδή τον πανεπιστημιακό χώρο να νομιμοποιείται σαν ένας θύλακας “ελευθερίας” μέσα σε έναν αυταρχικό περίγυρο, άρα και ως χώρος βίαιης αντίστασης απέναντι στην κρατική εξουσία, λες και ζούμε ακόμη σε καθεστώς στρατιωτικής δικτατορίας”, πρόσθεσε.

Και κατέληξε: “Όλα αυτά αποτελούν επιβιώσεις της Μεταπολίτευσης. Καθηλώσεις για τις οποίες φέρουν την κύρια ευθύνη οι πολιτικές δυνάμεις που διακυβέρνησαν τη χώρα από το 1975 έως σήμερα, αφού ουδέποτε εκπονήθηκε ένα συγκροτημένο σχέδιο για τη λειτουργία των δυνάμεων ασφαλείας και της δικαστικής εξουσίας μέσα σε συνθήκες δημοκρατικής ομαλότητας.

Η ΟΜΙΛΙΑ ΚΑΜΙΝΗ

Είναι πολλές, πια, οι αφορμές που μας κάνουν να αναρωτηθούμε πώς είναι δυνατόν σήμερα, σε μια σύγχρονη δημοκρατική ευρωπαϊκή χώρα, νέοι, κυρίως, άνθρωποι να έχουν φτάσει στο σημείο να νομιμοποιήσουν τη βία ως ένα θεμιτό τρόπο πολιτικής αντιπαράθεσης;

Οι λόγοι, βεβαίως, είναι πολλοί. Δεν θα σταθώ στους προφανείς, δηλαδή στην οικονομική κρίση που πλήττει κυρίως τους νέους και στην απονομιμοποίηση ενός πολιτικού συστήματος, που τους  προκαλεί αποστροφή και αποξένωση. Αυτά συμβαίνουν και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όμως δεν γεννούν πολιτική βία, σε τέτοια έκταση όπως στην Ελλάδα και, πάντως, τα φαινόμενα βίας στις χώρες αυτές απομονώνονται και καταδικάζονται απερίφραστα από το σύνολο των δημοκρατικών δυνάμεων.

Η πολιτική μας ιστορία έχει σημαδευτεί από εμφυλίους, στρατιωτικά κινήματα, πραξικοπήματα, επαναστάσεις, καθώς και από τις συναφείς εκτελέσεις, φυλακίσεις, εξορίες και εκτοπίσεις των αντιφρονούντων. Είναι προφανές ότι εδώ υπάρχει κάτι βαθύτερο, που οι δογματικές μαρξιστικές αναλύσεις, υπερτονίζοντας τον παράγοντα της “πάλης των τάξεων”, αδυνατούν να ερμηνεύσουν. Υπάρχουν κάποια παγιωμένα πολιτιστικά χαρακτηριστικά που ευνοούν την εκτροπή της πολιτικής αντιπαράθεσης στο μονοπάτι της βίας. Χαρακτηριστικά που φαίνεται πως είναι τόσο βαθιά ριζωμένα, ώστε να επιβιώνουν μέχρι σήμερα, παρ’ όλο που ζούμε από το 1975 σε καθεστώς κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και συμμετέχουμε στις διαδικασίες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης από το 1980. Και όμως, η σύγχρονη ελληνική δημοκρατία, παρ’ όλες τις προσπάθειές της, κατά καιρούς σοβαρές και ειλικρινείς, να επουλώσει τις πληγές του Εμφυλίου, δεν κατάφερε να εξαλείψει το γενικότερο φαινόμενο της πολιτικής βίας. Άρκεσε μια σοβαρή οικονομική κρίση, για να την επαναφέρει στο προσκήνιο της πολιτικής ζωής. Από τον Δεκέμβρη του 2008, με αφετηρία τα γεγονότα που ακολούθησαν τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου, τα φαινόμενα βίας στην πρωτεύουσα αποτελούν καθημερινότητα, ενώ υπάρχουν και τα δύο σημαδιακά “άβατα”· τα Εξάρχεια και ο Άγιος Παντελεήμονας, με εκ διαμέτρου αντίθετη πολιτική ταυτότητα, με κοινό χαρακτηριστικό όμως μιαν ατμόσφαιρα διάχυτης απειλής. Κάποιοι, όταν βρεθούν στις γειτονιές αυτές, κινδυνεύουν.

Η απειλή της βίας επικρατεί όμως και στα ΑΕΙ της χώρας, σε χώρους δηλαδή προορισμένους να προστατεύουν και να προωθούν την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών. Η περίπτωση αυτή αποτελεί το πιο εύγλωττο ίσως παράδειγμα του πώς έχουν αντιστραφεί οι έννοιες στη χώρα μας. Το πανεπιστημιακό άσυλο, ένας εξ ορισμού χώρος ελευθερίας, έχει εκπέσει σε άσυλο της βίας και της ανομίας.

Το παράδειγμα του πανεπιστημιακού ασύλου είναι συνάμα και διαφωτιστικό. Γιατί μας αποκαλύπτει την κολοβή περί δικαιωμάτων, άρα και περί ελευθερίας, αντίληψη που επικρατεί. Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, τα δικαιώματα και οι ελευθερίες μας απειλούνται μόνον από το Κράτος· ποτέ από τρίτους, παρεκτός και αν είναι τίποτα στυγνοί εργοδότες.

Αυτή η μονιστική εκδοχή της απειλής περιορίζει σε βαθμό ανεπίτρεπτο την ελευθερία, ενίοτε δε την εκμηδενίζει. Τηρουμένων των αναλογιών, η ίδια αντίληψη νομιμοποιεί και τις διαδηλώσεις των 50 ατόμων που ανά πάσα στιγμή μπορούν να προκαλέσουν έμφραγμα στο κέντρο της Αθήνας. Το δικαίωμα ελαχίστων ατόμων να εκφράζονται συλλογικά στον δρόμο, ακυρώνει εκ των πραγμάτων την ελευθερία των περισσοτέρων να κυκλοφορούν ανεμπόδιστα στην πόλη ή κάποιων άλλων να ασκούν απρόσκοπτα την επιχειρηματική τους δραστηριότητα. Η πρωτοβουλία της παρούσας δημοτικής αρχής της πόλης των Αθηνών, να εκπονήσει νομοσχέδιο για τις διαδηλώσεις, όπως άλλωστε προβλέπει το Σύνταγμα στο άρθρο 11 και ισχύει σε όλες τις πολιτισμένες χώρες του κόσμου, καταγγέλθηκε ως απόπειρα να περιοριστεί το δικαίωμα της διαδήλωσης. Ενώ αντίθετα το απαλλάσσει από τα ισχύοντα, που αναζητούν την αφετηρία τους σε διάταγμα της Χούντας, με το οποίο σήμερα ρυθμίζονται οι κινητοποιήσεις, αλλά φαίνεται ότι αυτό δεν ενοχλεί κανέναν.

Στις περιπτώσεις του πανεπιστημιακού ασύλου και των διαδηλώσεων διακρίνουμε δύο συναφή, αλλά πάντως διακριτά, στοιχεία του παζλ της πολιτικής βίας. Επειδή, σύμφωνα με τη μονιστική αντίληψη, μόνο το κράτος απειλεί τα δικαιώματα, γι’ αυτό και υπάρχει μια διαρκής υπερτροφία του πολιτικού στοιχείου στην κυρίαρχη περί δικαιωμάτων αντίληψη. Άξια προστασίας θεωρούνται κυρίως τα πολιτικά δικαιώματα στην ευρύτερη έννοιά τους, κυρίως τα δικαιώματα συλλογικής διαμαρτυρίας, σε βάρος άλλων δικαιωμάτων. Αυτό το βλέπουμε στο θέμα των διαδηλώσεων. Στο πανεπιστημιακό άσυλο, που προστατεύει την ελευθερία της ακαδημαϊκής διδασκαλίας και έρευνας, ως έκφανση της ελεύθερης διακίνησης των ιδεών, παρατηρούμε τη στρεβλή αυτή αντίληψη περί δικαιωμάτων να νομιμοποιεί πλέον την απροκάλυπτη βία: βλέπουμε δηλαδή τον πανεπιστημιακό χώρο να νομιμοποιείται σαν ένας θύλακας “ελευθερίας” μέσα σε έναν αυταρχικό περίγυρο, άρα και ως χώρος βίαιης αντίστασης απέναντι στην κρατική εξουσία, λες και ζούμε ακόμη σε καθεστώς στρατιωτικής δικτατορίας. Την αποθέωση αυτής της αντίληψης τη βλέπουμε στη στάση κάποιου κομματιού της Αριστεράς απέναντι στην ένοπλη τρομοκρατία καθ ‘όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης. Ο ένοπλος τρομοκράτης είναι “εκτελεστής”, η μακρά ένοπλος χειρ μιας δικαιοσύνης “λαϊκής”, που είναι βεβαίως υπέρτερη της αστικής.

‘Όλα αυτά αποτελούν επιβιώσεις της Μεταπολίτευσης. Καθηλώσεις για τις οποίες φέρουν την κύρια ευθύνη οι πολιτικές δυνάμεις που διακυβέρνησαν τη χώρα από το 1975 έως σήμερα, αφού ουδέποτε εκπονήθηκε ένα συγκροτημένο σχέδιο για τη λειτουργία των δυνάμεων ασφαλείας και της δικαστικής εξουσίας μέσα σε συνθήκες δημοκρατικής ομαλότητας.

Η απουσία επαγγελματισμού, όταν εντοπίζεται στο πεδίο της δημόσιας τάξης και ασφάλειας, έχει δραματικές συνέπειες. Αρκεί να σκεφτούμε τις συνθήκες, μέσα στις οποίες επωάστηκε, γεννήθηκε και αναπτύχθηκε η Χρυσή Αυγή. Λίκνο της είναι οι πάλαι ποτέ μεσοαστικές γειτονιές της Αθήνας:  Άγιος Παντελεήμονας, Κυψέλη, Πατήσια, Φωκίωνος Νέγρη κ.λπ.. Αφού εγκαταλείφθηκαν σταδιακά από το κράτος, τον δήμο και τους πιο εύπορους κατοίκους τους, οι γειτονιές αυτές υποβαθμίστηκαν και αποτέλεσαν πρόσφορο χώρο συγκέντρωσης παράνομων μεταναστών, οι οποίοι δεν βρέθηκαν τυχαία εκεί. Καθώς το λιμενικό σώμα και η αστυνομία αδυνατούσαν να φυλάξουν στοιχειωδώς τα σύνορα της χώρας, οι πληθυσμοί των παράνομων μεταναστών διοχετεύτηκαν συνειδητά, από τις πολιτικές ηγεσίες των Υπουργείων Εσωτερικών και Δημόσιας Τάξης, στο μεγάλο χωνευτήρι του Κέντρου της Αθήνας. Το μόνο που έλειπε πια ήταν να ξεσπάσει ανοιχτά η οικονομική κρίση που, μεταξύ άλλων, αύξησε την ανεργία, συνεπώς και την εγκληματικότητα ημεδαπών και μεταναστών. ‘Ομως το κενό δημόσιας ασφάλειας που είχε αφήσει η δημόσια διοίκηση στις γειτονιές αυτές, επιδίωξαν να το αναπληρώσουν αυτές αντικοινοβουλευτικές ανιστόρητες δυνάμεις. Ευτυχώς όμως οι μάσκες σύντομα έπεσαν. Μακάρι αυτό να γινόταν χωρίς θύματα.